Φωτογραφίες: Κατερίνα Ζδράγκα

 

Εδώ και μερικές μέρες ακούω στα ραδιόφωνα ένα αγγλόφωνο τραγούδι με το οποίο όλοι οι παραγωγοί τρελαίνονται. Είναι μια φρέσκια ποπ μελωδία, με αισιόδοξο στίχο και ευεργετική επίδραση στην ψυχολογία του ακροατή, με την κοριτσίστικη τρυφερή ερμηνεία της Μαριέττας Φαφούτη και τον πιασάρικο τίτλο ‘’Don’t Stop’’.

 

Πηγαίνοντας να την ακούσω ζωντανά στο 6 D.O.G.S. την περασμένη Τετάρτη, ένιωθα μια ανυπομονησία. Ήξερα μέσα μου ότι αυτό το κορίτσι κάτι έχει, κάτι γνωρίζει, που σ’ εμάς τους υπόλοιπους διαφεύγει. Μια συνταγή από όνειρα και νοσταλγία, η οποία αφήνει στον ουρανίσκο μια γλύκα, μια μελαγχολία, μια ανάμνηση ξεχασμένη από καιρό. Ψάχνοντας πληροφορίες στο διαδίκτυο για εκείνη, βρέθηκα να ταξιδεύω με τις μουσικές της στην επίσημη ιστοσελίδα της. Ο ήχος άλλοτε μελαγχολικός και νοσταλγικός, έμοιαζε με  παλιές φωτογραφίες polaroid κι άλλοτε θύμιζε λούνα παρκ καθώς τα μινόρε γίνονταν ματζόρε και οι ψίθυροι χαρούμενες φωνές. Τα αιθέρια φωνητικά και το πάντρεμα των ήχων θύμιζε σάουντρακ μιας άλλης εποχής, μιας αθωότητας χαμένης κι ενός παραμυθένιου κόσμου. Η τρυφερή κοριτσίστικη ερμηνεία με την ιδιαίτερη  χροιά  ώρες-ώρες έφερνε κάτι από Bjork κι έπειτα γινόταν ψίθυρος που μοίραζε χάδια.

 

Το κάλεσμα ήταν στις 22.00, αλλά η συναυλία άρχισε με μια ώρα καθυστέρηση. Στον πεζόδρομο της Αβραμιώτου περίμεναν υπομονετικά γνωστές φυσιογνωμίες από τον χώρο του ραδιοφώνου, της δισκογραφίας, καλλιτέχνες, φίλοι της τραγουδοποιού και κάποιοι απλά περίεργοι. Ο χώρος μικρός και λίγο άβολος, καθώς τον «έκοβε» στη μέση ένας τοίχος, με αποτέλεσμα να χάνεται η οπτική επαφή αλλά και να φτάνει στ’ αυτιά μας κάπως διαστρεβλωμένος’ ο ήχος.

 

Το στήσιμο στη σκηνή ήταν λίγο ανορθόδοξο. Η τραγουδοποιός στα αριστερά της σκηνής με το πιάνο της και στο κέντρο οι Ευαγγελία Ξυνοπούλου (φωνητικά) και Εύη Κουρτίδου (φωνητικά και κιθάρα). Στα δεξιά οι άρρενες Κώστας Καριτζής (βιολί, τρομπόνι) και Θοδωρής Ζευκιλής (μπάσο) και πίσω ο ντράμερ Κώστας Χαλιώτης. Συμφωνώ με το σκεπτικό να φαίνεται όλη η μπάντα διότι συντελούν στο τελικό αποτέλεσμα και ως ομάδα θα πρέπει να παρουσιάζονται ισομερώς. Διαφωνώ ωστόσο με το στήσιμο της Φαφούτη στα αριστερά, χωρίς φωτισμό και με τόσο κακή οπτική λόγω του ενδιάμεσου τοίχου που προανέφερα.

 

 

Η βραδιά ξεκίνησε με νοσταλγικές μουσικές στο πιάνο της τραγουδοποιού όπως το “The Girl Who Loved The Rain’’ και ζεστάθηκε για τα καλά ώσπου να φτάσουμε στο σύγχρονο μελωδικό ποπ “Don’t Stop’’ –όπου ο κόσμος τραγουδούσε μαζί της με ενθουσιασμό. Τα φωνητικά διέφεραν αρκετά απ’ ό,τι είχα ακούσει στον δίσκο αν και η προσπάθεια της ίδιας της Φαφούτη και των κοριτσιών ήταν συγκινητική. Φάνηκε πάντως από την αρχή ότι η ομάδα χρειαζόταν παραπάνω πρόβες για να μπορεί να λέγεται «σφιχτή» και «καλοκουρδισμένη». Υπήρχε μια αμηχανία, έστω κι αν μπορούσες να την πεις ακόμα και χαριτωμένη. Ένιωσα λ.χ. ότι το παίξιμο του ντράμερ Κώστα Χαλιώτη ήταν κάπως χλιαρό και όχι όσο θα ’πρεπε στιβαρό, σε αντίθεση με τον τσαχπίνη μπασίστα της παρέας, Θοδωρή Ζευκιλή, που ερμηνεύοντας το “Starman’’ του David Bowie μας έκανε όλους να τον χειροκροτήσουμε θερμά και με τεράστιο χαμόγελο.

 

Εξίσου πολύ χειροκροτήθηκε και η Εύη Κουρτίδου στο υπέροχο “Hurt’’ των Nine Inch Nails, το οποίο μας τραγούδησε μαζί με την κιθάρα της, στα χνάρια της διασκευής του Johnny Cash. Η στιγμή της Ευαγγελίας Ξυνοπούλου ήταν όταν ερμήνευσε το “Somewhere Over The Rainbow’’ της Judy Garland (από τον Μάγο Του Οζ): καθώς ο Χαλιώτης πήγαινε από το τρομπόνι στο βιολί και τανάπαλιν είχαμε την αίσθηση ότι δίπλα στον μουσικό-ταχυδακτυλουργό θα εμφανιστεί κι ο Μάγος. Ο κύκλος των διασκευών ολοκληρώθηκε με το χαρούμενο, χίπικο “When You Go To San Fransisco’’ του Scott McKenzie, το οποίο είπαν όλα τα μέλη του συγκροτήματος μαζί και τη σκυτάλη ανέλαβε κατόπιν η Μαριέττα Φαφούτη με τραγούδια από την πρόσφατη δισκογραφική της δουλειά. Στο encore είπε τα δύο που ζήτησε ο κόσμος, το “Don’t Stop’’ και το “Lalala’’.

Όπως η μουσική της Μαριέττας Φαφούτη φλερτάρει ανέμελα με τα μιούζικαλ των sixties και seventies, έτσι και το ντύσιμό της και το όλο στήσιμο θύμιζε κάτι από άλλη εποχή –με το χαριτωμένο π.χ. πουά ασπρόμαυρο φόρεμα και τη συνεσταλμένη σκηνική παρουσία της ίδιας, αλλά και των υπόλοιπων συντελεστών της παράστασης. Μπροστά μου ξετυλίγονταν εικόνες από παιδικά χρόνια, με σκανταλιάρικα πιτσιρίκια που κλέβουν το γλυκό του κουταλιού από το πάνω ράφι της κουζίνας, κοπέλες με καπέλα ή λουλούδια στα μαλλιά, χωράφια λίγο πριν τον θερισμό, μια έρημος και μια θάλασσα, καραμελένια σύννεφα, πολύχρωμα ζαχαρωτά, ηλιοβασιλέματα, φιλιά στη βροχή, σαπουνόφουσκες στον δρόμο, αχνιστά κακάο στο τζάκι, κορμιά αγκαλιασμένα σφιχτά, μπαλόνια σε ουρανό που βραδιάζει. Θα ’θελα να υπήρχε μια μηχανή προβολής και να έδειχνε εικόνες, όμως η μουσική και μόνο κατάφερε να φτιάξει τις δικές της και να ξυπνήσει μνήμες σε όλους μας.  Ίσως με μια παραπάνω δόση τρέλας η παράσταση αυτή να απογειωνόταν, ίσως αν δουλευτεί λίγο περισσότερο να γίνει κάτι απλά μαγικό.

 

Πηγαίνοντας να ακούσω τη Μαριέττα Φαφούτη είχα μεγάλες προσδοκίες. Δεν ήταν αυτό που περίμενα, όμως κατάλαβα ότι «το ’χει». Είναι ένα νέο κορίτσι που σε κάνει να την ακούς και να τη βλέπεις, νιώθεις ότι κάτι γίνεται εδώ’. Παρά τις αντιξοότητες και τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζαν μέλη της μπάντας –τα οποία ενήργησαν ως τροχοπέδη στο να βγει μια παράσταση έτσι όπως την ονειρεύονταν κι όπως τους άξιζε– έδωσαν στο κοινό την αίσθηση ότι μπορούν να καταφέρουν πολλά. Στο μέλλον θα ακούμε πιστεύω συχνά το όνομα της Ελληνίδας τραγουδοποιού με τον αγγλόφωνο στίχο –και, όχι, αυτήν τη φορά δεν εννοούμε τη Μόνικα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured