Ο όρος easy listening συνοδεύεται συνήθως από περιπαικτικά χαμόγελα για όποιον τολμήσει να αναφέρει ότι αρέσκεται σε αυτό, πόσο μάλλον ότι συνθέτει ή ενορχηστρώνει ανάλογη μουσική τοπολογία. Αρκεί βέβαια να αναφέρεις ονόματα όπως ο Burt Bacharach και ο Barry Manilow για να πάψει ο κάθε αδαής. Προσωπικά, στην παραπάνω τριάδα πάντα πρόσθετα και τον Ντέμη Ρούσσο. Οι λόγοι είχαν να κάνουν όχι μόνο με μουσικά κριτήρια (και ειδικά της θαυμάσιας φωνής του), αλλά και με συναισθηματικές, προσωπικές προσδέσεις –μιας και η μνημειώδης άνοδός του στις αρχές της δεκαετίας του 1970 συνέπεσε με την παιδική μου ηλικία (άρα υπάρχει και μία σαφέστατη υποκειμενικότητα).
Έλα όμως, αγαπητέ αναγνώστη, που θεωρώ ότι ήσουν τυχερός αν δεν βρέθηκες στις κερκίδες του Ηρωδείου την Παρασκευή, σε περίπτωση που σε είχε απασχολήσει η εκεί συναυλία του... Θα μου πείτε κι εσείς, με τη σειρά σας, ότι «βρε αγόρι μου, εν έτει 2010 περίμενες πως θα έβλεπες έναν παλαιάς κοπής σταρ σε ακμή και εξέλιξη»; Όχι. Αλλά όταν η προσέλευσή μου γίνεται με κατανόηση για την κατάσταση της φωνής του και με συγκρατημένη αισιοδοξία για ό,τι θα παρακολουθούσαμε με τη γυναίκα και το τέκνο μου στο (κατάμεστο) Ηρώδειο, σχεδόν απαιτώ από έναν τέτοιου βεληνεκούς αστέρα να σέβεται την ιστορία του.
Πώς λοιπόν ΔΕΝ συνέβη αυτό;
*Όταν πασάρεις ως εναρκτήριο λάκτισμα ένα αρκούντως τρακαρισμένο γυναικείο κουαρτέτο εγχόρδων, το οποίο παίζει –επί 17λεπτου– ορχηστρικές εκτελέσεις τραγουδιών του Ρούσσου, προκαλώντας απορία στους θεατές: το χειροκρότημα στο τέλος στάθηκε ευγενικό, μόνο και μόνο επειδή δεν έφεραν καμιά ευθύνη (ακόμα και για το ανόμοιο στυλ των φορεμάτων τους)…
*Όταν τα τραγούδια ισοπεδώνονται με ενορχηστρώσεις οι οποίες αφαιρούν τον χαλαρό αέρα της δεκαετίας του 1970 και προσθέτουν μια οπτική του στυλ «βάλε beat για να φανούμε σύγχρονοι». Το κοινό, φανερά άμουσο, (η πεμπτουσία του –αμερικάνικου– επιτυχημένου όρου middle of the road) δεν μούτζωξε, μα με απουσία ντροπής σηκώθηκε και κουνιόταν σε ένα τζατζίκι dance (όπως π.χ. στο στουντιακώς θαυμάσιο “Lovely Lady Of Arcadia”).
*Όταν ο Ντέμης Ρούσσος ρωτάει, παραπάνω από 20 φορές, αν όλοι νιώθουμε okay σε άψογα αγγλικά και δεν δείχνει καμία συναισθηματική φόρτιση για το ότι παίζει στον τόπο του, συμπεριφερόμενος λες και βρισκόταν σε κονσέρτο στην Πράγα. Τα εύκολα του στυλ «εμείς οι Έλληνες, ξέρουμε να γλεντάμε» και «πάντα αγαπούσα τη χώρα αυτή» κρίνονται ανεπαρκή.
*Όταν οι Ελληνάρες κατσαβιδιάζουν την αισθητική μας φωνάζοντας «Ζήτω η Ελλάς».
*Όταν οι φωτιστές δεν έχουν βρει τα πατήματά τους πάνω στη σκηνή, όσον αφορά στις κινήσεις του Ρούσσου και το μόνο που έχουν φροντίσει είναι τα βασικά πέπλα σε κάθε τραγούδι…
*Όταν ο μπασίστας (και επιμελητής της ορχήστρας, όπως αποκαλύπτει το πρόγραμμα) Τεό Λαζάρου συμπεριφέρεται με στόμφο που θα άρμοζε σε διεύθυνση ορχήστρας του Ρίμσκι-Κόρσακοφ και όχι σε μπάντα η οποία παίζει με ακουστικά, ένεκα των προηχογραφημένων μερών.
*Όταν η ηχοληψία των πιατινιών τα κάνει να ακούγονται λες και προήλθαν από συνοικιακό προβάδικο. Τα ντραμς ήταν σαφώς ο κόλαφος της όλης παράστασης (δεν γράφω τυχαία αυτή τη λέξη) μιας και όσα έπαιζε ο Βασίλης Κωνσταντινίδης πάνω στα προηχογραφημένα αποδείχθηκαν και κακώς ζυγοσταθμισμένα, αλλά και σαφώς άνευρα και αμήχανα, σε πάρα πολλές στιγμές.
*Όταν οι τραγουδίστριες είναι ενδεδυμένες λες και ανέβηκαν σε σκηνή που ενυπάρχει μέσα σε τουρνουά beach volley.
*Όταν τα βιολιά δεν έχουν καμιά σχέση με ό,τι η φιλότιμη Μιγκέν Σελμάνη εξέπεμπε από τις χορδές της… Μόλις ακούσαμε τον φυσικό της ήχο έγινε άμεσα κατανοητή η διαφορά.
*Όταν το διάλλειμα –37 λεπτά μετά την έναρξη του κονσέρτου– διαλύει την (όποια) συνοχή του υλικού. Κατανοητή η ανάγκη του ερμηνευτή για ξεκούραση, θα ήθελα ωστόσο να νομίζω ότι αποτελεί δικαίωμά μου, ως θεατή, να το γνωρίζω…
*Όταν περιμένω να ακούσω τον Ρούσσο να τραγουδάει κάποια θρυλικά ρεφρέν και αντ’ αυτών τον ακούω να τα παραδίδει προς εκτέλεση και αποκαθήλωση στο κοινό…
*…Και (ειδικώς) όταν στο encore καλείται επί σκηνής η μεγάλη έκπληξη που είχε υποσχεθεί και διαφήμιζε ο Ρούσσος, μέσω του φυλλαδίου του προγράμματος που παραλάβαμε στην είσοδο του Ηρωδείου. Δεν ήταν άλλη από τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, ο οποίος μοιράστηκε μαζί του το “Que Sera Sera”, με το πλήθος να ανεβάζει εμφανώς επίπεδα τεστοστερόνης, ορμονών και λίμπιντο στη θέα του καλεσμένου.
Ευχαριστήθηκα ελάχιστα σημεία της συναυλίας:
*Τον κομψό ενδυματολογικό κώδικα του περφόρμερ με λευκό (και απαλό όπως φανέρωναν οι πτυχώσεις του) παντελόνι, ανάλογο πουκάμισο κι ένα θαυμάσιο μαντήλι (πανάκριβο απ’ ότι έκρινα, έστω και από απόσταση) και κόκκινο(!) μαλακό παπούτσι.
*Την εκτέλεση του “Can’t Help Falling In Love” (με μικρό εισαγωγικό λογύδριο περί Elvis) με ελάχιστα όργανα, χωρίς προηχογραφημένα μέρη, κυρίως με ακουστική κιθάρα. Μακάρι να ήταν έτσι το σύνολο της συναυλίας.
*τη δεινότητα του unplugged κιθαρίστα Νίκου Φουρνογεράκη, όπως και την ακεραιότητα σε επίπεδο νότας αλλά και φυσικού sustain του Αρμένιου Tigran Sargsyan στα πνευστά.
*Το ότι έτυχε δίπλα μου να κάτσει ένας κύριος ο οποίος (προς δική μου ανακούφιση) όχι μόνο της σχολής μαϊντανός και Μερσεντές δεν ήτο, αλλά (προς ακόμα μεγαλύτερη ανακούφιση) συμφώνησε μαζί μου περί του επιπέδου της παράστασης στο διάλλειμα –μα και σε χαμηλόφωνες ανταλλαγές απόψεων τις οποίες είχαμε κατά τη διάρκεια του κονσέρτου…
*Η φωνή του Ντέμη Ρούσσου έχει μια φυσιολογική φθορά που στα δικά μου αυτιά και αυτονόητη ακούγεται και δεν υπερβαίνει, σε καμία περίπτωση, τα ανεκτά επίπεδα. Αντιθέτως, κάποια από τα χαρακτηριστικά της τα κρατάει σχεδόν ακέραια.
Προσωπικά πήγα στο Ηρώδειο για να δω έναν ζωντανό μύθο. Αυτό που αντίκρισα και άκουσα όχι μόνο δεν πρόσθεσε σε εκείνον, αλλά επιπλέον βρέθηκα να αναρωτιέμαι γιατί τώρα ειδικά –που η καριέρα του Ρούσσου έχει μάλλον ανάγκη τις ανατολικές αγορές– οι τελευταίες αντιμετωπίζονται με μια μη αρμόζουσα στην τεράστια καριέρα του, μα και στις μνήμες μας, ευκολία. To είπα και στην αρχή: easy listening δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση «εύκολα φτιαγμένη μουσική»…
Setlist
Overture Follow Me
Rain And Tears
Forever And Ever
Stand By Me
From Souvenirs To Souvenirs
Let It Be Me
Sometimes When We Touch
It’s Five O’clock
September
My Reason
Mammy Blue
To Love Somebody
I Want To Live
Can’t Help Falling In Love
A Whiter Shade Of Pale
Lovely Lady Of Arcadia
Goodbye My Love Goodbye
Encore
My Friend The Wind
Velvet Mornings
Que Sera Sera