Φωτογραφίες: Αρετή Σταυροπούλου
Το Ηρώδειο από μόνο του είναι εντυπωσιακός χώρος, με δεδομένη ιστορική σημασία και ποιότητα. Γι’ αυτό κι όταν κάποιος φτάνει να τραγουδάει εκεί θεωρείται ότι έχει κάνει μια σημαντική κατάκτηση στην καριέρα του. Άλλωστε λέγεται πως ο ίδιος ο Ψαραντώνης προσπαθούσε καιρό να «κλείσει» το Ηρώδειο (είχε δηλώσει πως, αν δεν του το έδιναν, θα έπαιζε μόνος του απ’ έξω!). Ένα τέτοιο κλίμα είχε νομίζω και η βραδιά αυτή. Μιας αναγνώρισης για τον ίδιο και για τους μουσικούς του, που έβλεπαν το –ομολογουμένως– πολυπληθές κοινό να τους χειροκροτεί από την αρχή μέχρι το τέλος της συναυλίας.
Μου αρέσει που σε τέτοιους χώρους το πρόγραμμα τηρείται αρκετά πιστά. Εννέα έλεγε το πρόγραμμα, εννέα και τέταρτο περίπου ξεκίνησε η συναυλία. Το αεράκι ήταν αρκετά δροσερό κάτω απ’ την Ακρόπολη, το σκηνικό παραπάνω από ειδυλλιακό για συναυλία –με φόντο τον καλοφωτισμένο αρχαίο τοίχο πίσω απ’ τη σκηνή– και η διάθεση αρκετά κρητική και καλοκαιρινή.
Το καράβι από την Κρήτη ήρθε με γεμάτο πλήρωμα –έξι άτομα μαζί με τον Ψαραντώνη. Τέσσερα λαούτα επί σκηνής από τους άντρες της παρέας, ένα μπεντίρ –και μία στάμνα(!)– από τη γυναίκα της παρέας (Νίκη Ξυλούρη), που χάιδευε απαλά κι έδινε τον ρυθμό, και φυσικά, το «όργανο του θεού» στα χέρια του ίδιου του Ψαραντώνη, την πολυαγαπημένη του λύρα. Συνοδεία είχε δυο-τρία δοξάρια αν θυμάμαι καλά –μάλιστα το ένα με κουδουνάκια κρεμασμένα, τα οποία έβγαζαν απίστευτο ήχο– που παραλίγο να πάρουν φωτιά από τη μαεστρία και την ταχύτητα χειρισμού τους.
Ένα ακόμα πράγμα που απολαμβάνω σε τέτοιους χώρους είναι η τρομερή ακουστική την οποία προσφέρουν. Ασύλληπτη. Κι αυτό νομίζω βοήθησε ιδιαιτέρως τη ροή και τον ενθουσιασμό στη συγκεκριμένη συναυλία. Αλλά και αυτή την ατμόσφαιρα μυστικισμού που λένε ότι έχει στα live του ο Ψαραντώνης. Όντως, το κλίμα ξεκινά αρκετά κατανυκτικά, ευλαβικά σχεδόν, με τη λύρα να κάνει την αρχή και να παίζουν τα πρώτα ορχηστρικά κομμάτια. Όσο περνά η ώρα, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται περισσότερο για μια πνευματική διαδικασία το όλο παίξιμο πάνω στη σκηνή. Ο Ψαραντώνης, από το πρώτο λεπτό, χτυπά δυνατά το πόδι στο πάτωμα για να δώσει τον ρυθμό –άλλοτε πιο γρήγορα και ξεσηκωτικά, κι άλλοτε πιο αργά και δυναμικά. Ήμουν περίεργος να δω μετά τη συναυλία αν άνοιξε λακκούβα από το χτύπημα ή αν έλιωσε το τακούνι του παπουτσιού του. Ένα από τα δύο υποψιάζομαι ότι συνέβη σίγουρα…
Ένα άλλο αξιοπρόσεκτο είναι οι κινήσεις του μουσικού. Από αυτές καταλαβαίνεις ότι διαθέτει ένα απολύτως ιδιαίτερο στυλ, ειδικά στο θέμα του όλου επί σκηνής στησίματος. Σπάνια στέκεται με το στόμα μπροστά στο μικρόφωνο σε όλη τη διάρκεια του τραγουδιού. Συνήθως τον έβλεπα να τραγουδά κοιτάζοντας πάνω, κάτω, πίσω, δεξιά κι αριστερά, χωρίς να τον ενοχλεί που ο ήχος διακόπτεται όταν απομακρύνεται από το μικρόφωνο –αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν ακουγόταν η βροντερή φωνή του. Το ύφος του είναι όλη την ώρα αυστηρό και τα λόγια του λιγοστά. Όπως και οι ευχαριστίες του στο κοινό. Δείχνει ότι «είναι αλλού». Σκοπός του είναι να αποδώσει το εκάστοτε τραγούδι όπως το ακούει στο μυαλό του. Κι αυτό είναι που γουστάρουν οι θαυμαστές του. Για λίγο «προσγειώνει» το νου του στη σκηνή, μόνο για να κάνει κάποιες μικρές παρατηρήσεις στην ομάδα του, και να πάρει το αποτέλεσμα που θέλει. Η προφορά του είναι αρκετά χαρακτηριστική –με το «λάμδα» να προφέρεται περισσότερο σαν «ρο» (π.χ. στην “Τίγρη” στον στίχο «έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαρό μου –αντί μυαλό μου».
Ξέχασα να πω πως το κρητικό πλήρωμα είχε κι έναν βορειοελλαδίτη στην κουπαστή. Ο Γιάννης Αγγελάκας, σαν guest για τρία-τέσσερα τραγούδια, έπαιξε κι αυτός τον ρόλο του στον ενθουσιασμό του κοινού. Η φωνή μόνο θύμιζε Αγγελάκα, γιατί –ας είμαστε ειλικρινείς– δεν τον έχουμε συνηθίσει και στα κρητικά. Το ευχάριστο είναι ότι του πήγαινε τόσο ο χρωματισμός στις νότες που έβγαζε, όσο και τα ντουέτα με τη φωνή του Ψαραντώνη. Μπάσες και βαριές φωνές και οι δύο, ταίριαζαν για όση ώρα «έκαναν παρέα» επί σκηνής. Σε κάποια σημεία φάνηκε να μην έχουν γίνει πολλές πρόβες, αφού «έμπαιναν» και οι δύο στο ίδιο σημείο του τραγουδιού όταν δεν έπρεπε, όμως το κοινό δεν έδειχνε να ενοχλείται και καθόλου.
Αν ψάξουμε να βρούμε highlights στη βραδιά, δεν θα δυσκολευτούμε, αφού το χειροκρότημα του κοινού έλεγε την αλήθεια. Στα σολαρίσματα της λύρας, στα αγαπημένα του τραγούδια (πχ. “Τίγρης”, “Δίας”), στα πιο συγκινητικά (π.χ. “Ζηλεύω Του Σταυραετού (Όπου Πετά Στα Νέφη)”, στα τραγούδια αφιερώσεις (σαν αυτό που ακούστηκε για τα θύματα της επίθεσης στη Γάζα), αλλά ακόμη και σ’ όσα τραγούδησαν υπόλοιπα μέλη της παρέας (πχ. “Μάνα Λούζε Με” από τη Νίκη Ξυλούρη με ανατριχιαστική ερμηνεία). Έτσι, το «ανκοράτσι» (encore στα κρητικά) ήρθε πολύ φυσιολογικά, και το κοινό αποθέωσε στο τέλος όλη την παρέα. Γιατί στην ουσία περί αυτού πρόκειται. Μιας γεροδεμένης παρέας.
Ένα πράγμα όμως που δεν μ’ αρέσει σε χώρους όπως το Ηρώδειο είναι μια συγκεκριμένη μερίδα κοινού. Αυτή που αψηφά κατά συρροή τις εντολές των διοργανωτών και δεν σέβεται ούτε τον καλλιτέχνη, αλλά ούτε και τον χώρο. Έτσι, κινητά και φωτογραφικές άναβαν πολύ συχνά –παρά τα παρακάλια των δόλιων των ταξιθετών. Αποκορύφωμα στο τραγικό της κατάστασης, διάλογος μετά το τέλος ενός τραγουδιού κάπου στη μέση. Κύριος φωνάζει: «Ψαραντώνηηηη, παίξε ένα απόσπασμα από Ερωτόκριτοοοοο», και απαντά κυρία από την άλλη άκρη –πάντα μέσα στη δεδομένη ησυχία του Ηρωδείου– «Και τι το πέρασες εδώ ρε βλάχε, μπουζούκια;;;». Ο αγανακτισμένος κύριος έδωσε τη χαριστική βολή: «Μα αφού είναι τραγουδιστής της νύχτας»… Τα συμπεράσματα δικά σας…