Φωτογραφίες: Σταμάτης Λεόντιος
Νομίζω ότι, αν κάποιος με έβαζε να βρω την αντιπροσωπευτικότερη τραγουδίστρια του εντέχνου, έτσι όπως το μάθαμε στη δεκαετία του 1990, τότε η Μελίνα Κανά θα είχε τις μεγαλύτερες πιθανότητες να κατακτήσει αυτόν τον τίτλο. Η μουσική της δε παράσταση στην Αυλαία νομίζω ότι με επηρέασε καταλυτικά, ώστε να ισχυροποιήσω αυτή μου την αίσθηση.
«Γιατί;», θα μου πείτε. «Για πολλά γιατί», θα απαντήσω. Γιατί η Μελίνα Κανά συνεχίζει να έχει αυτή τη σεμνότητα και τον φόβο του έντεχνου καλλιτέχνη που δεν τον αφορά η έκθεση της σκηνής, αλλά η αγωνία να επικοινωνήσει το τραγούδι του. Γιατί το ρεπερτόριό της στηρίζεται στα τραγούδια των δύο πιο δημοφιλών τραγουδοποιών της γενιάς της, Θανάση Παπακωνσταντίνου και Σωκράτη Μαλάμα, και συνεχίζει να τα γνωρίζει στον κόσμο, με την ποιότητα και αισθητική που τη διακρίνει. Γιατί τη μαγεύει ακόμα η αισθητική της Ανατολής και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της ώστε να την παντρέψει με την εγχώρια κουλτούρα. Εν προκειμένω, παρέα με τον εξαιρετικό Αρμένιο Haig Yazdjian, ο οποίος αποδείχθηκε άκρως παιχνιδιάρης επί σκηνής, μπλέκουν τις μυρωδιές των Βαλκανίων, της Αραβίας, της Αρμενίας και της Ελλάδας. Εντέλει η Μελίνα Κανά φέρει ακόμα επάνω της όλη αυτή την εσωστρεφή έκφραση και τη ντροπαλότητα που χαρακτηρίζει μία ολόκληρη γενιά ερμηνευτών και μια πολύ συγκεκριμένη περίοδο του καλού ελληνικού τραγουδιού.
Δεν είχε καμία διάθεση να εντάξει στο πρόγραμμά της οποιαδήποτε νέα τάση στη σύγχρονη ελληνική μουσική. Δεν ξέρω αν το έκανε για λόγους αντίδρασης προς την κατακλυζόμενη ποπ αισθητική της εποχής ή καθαρά για λόγους καλλιτεχνικής αρχής. Πάντως, αν κάποιος ξένος με ρωτούσε πού να πήγαινε για να γευτεί μία δόση από γνήσια σύγχρονη ελληνική μουσική, τότε σίγουρα θα τον έστελνα στο πρόγραμμα της Κανά. Τραγούδια των Θαλασσινού, Μάλαμα, Καζαντζή, παραδοσιακοί ήχοι, οι μελωδίες του Haig και οι αναμενόμενες επιλογές του Μιχάλη Παπαζήση για το δικό του τραγουδιστικό κομμάτι, μπλέχτηκαν όλα μαζί, για να αποδώσουν μία αυθεντική, αλλοτινών εποχών, μουσική παράσταση.