Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού
Ένας τύπος με μπλούζα «Μιχάλης Ρακιντζής», μία κοπέλα με κόκκινο φουντωτό μαλλί το οποίο τίναζε πέρα-δώθε ανάλογα με το ηχητικό πρόσταγμα και ένα Gagarin τόσο γεμάτο όσο τη μέρα που έπαιξαν οι Blue Oyster Cult, πάνω και κάτω. Ενδεικτικά συνθετικά στοιχεία μίας βραδιάς που σίγουρα δεν τη λες αναμενόμενη...
Νομίζω πως ούτε ο ίδιος ο Ρακιντζής, ούτε η υπόλοιπη μπάντα του, ούτε όσοι βρέθηκαν στο Gagarin την Παρασκευή το βράδυ πίστευαν το αδιαχώρητο του μαγαζιού. Μια ευρεία γκάμα κοινού από 5 έως 55 ετών, με κάποιους που έχουν ξαναδεί ή έχουν ξανακούσει το Ρακιντζή και ήρθαν για να θυμηθούν τα παλιά και κάποιους που απλά κάτι έχουν ακούσει γι’ αυτόν (ή από αυτόν) και ήρθαν να δουν τι παίζει επιτέλους με τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Χαρακτηριστική διαφορά από υπόλοιπα live το video wall πίσω από τη σκηνή, το οποίο έδειχνε βιντεοκλίπ από το αντίστοιχο τραγούδι που έπαιζε κάθε φορά το συγκρότημα – με δωράκι τους στίχους πάνω στην εικόνα, τύπου καραόκε. Όχι ότι ο Ρακιντζής παραχώρησε πολλές φορές το δικαίωμα στο κοινό να τραγουδήσει, αλλά ήταν ωραίο εφέ, το οποίο έκανε ταυτόχρονα επίκληση στο συναίσθημα της νοσταλγίας για τα παλιά τα χρόνια, με έναν τραγουδιστή 25 χρόνια νεότερο και με τα στιλιστικά βέβαια highlights της εποχής να τραβούν το μάτι.
Η αλήθεια είναι ότι, λόγω του κόσμου, δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω τι ακριβώς γινόταν πάνω στη σκηνή σε κάθε περίσταση της συναυλίας. Ο Ρακιντζής έδειχνε πάντως να απολαμβάνει την αναπάντεχη ανταπόκριση στο κάλεσμά του. Ο ήχος υπήρξε επίσης πολύ καλός καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Αλλά αυτή η μετάβαση από το μπιτ στο τσιφτετέλι και μετά στη μπαλάντα και φτου κι απ’ την αρχή, με κούρασε. Όπως με κούρασε και το στιχουργικό περιεχόμενο πολλών τραγουδιών: είτε θα βρέχει και η στέγη θα μπάζει νερά, είτε θα κάνει κρύο – λες και ο κόσμος δεν χωρίζει καλοκαίρι. Υπήρξαν βέβαια και κάποια ξυπνήματα, ειδικά εκεί στη μέση περίπου του σετ, στα τραγούδια “14 Φλεβάρη” και “Κάνε Μια Ευχή”, όπου τα ζευγαράκια στο Gagarin αγκαλιάστηκαν και κουνήθηκαν νωχελικά, δηλώνοντας την αγάπη τους. Στη συνέχεια, κάτι πήγε να γίνει και με τα “Προκαλείς” και “Εγώ Και Ο Πουφ”, τα οποία το κοινό ζητούσε μάλιστα διακαώς, αλλά δυστυχώς ο προαναφερόμενος ηχητικός αχταρμάς, δεν σε άφηνε να απολαύσεις αυτές τις λίγες καλές στιγμές της εμφάνισης του Ρακιντζή.
Ωστόσο, ένα μισάωρο πριν το τέλος, για το οποίο ο Ρακιντζής είχε προφανώς κρατήσει τα «χρυσά» του κομμάτια, η διάθεση ανέβηκε αρκετά, ιδίως με το “Δικός Σου Για Πάντα”, αλλά και με το γιουροβιζιονικό “S.A.G.A.P.O.”. Όσα λεπτά διήρκεσαν τα παραπάνω ο κόσμος χόρευε έντονα και τραγουδούσε δυνατά, νομίζω δε ότι με το δεύτερο ο Ρακιντζής πήρε την εκδίκησή του για όλο εκείνο το κράξιμο για τη 17η θέση στην Eurovision του 2002.
Εντάξει, είναι ωραίο να βλέπεις ζωντανά καλλιτέχνες οι οποίοι έχουν στοιχειώσει τα εφηβικά σου χρόνια, τελικά όμως υπάρχει ο κίνδυνος να απομυθοποιήσεις τη μορφή που είχες σχηματίσει. Μέχρι την Παρασκευή π.χ., όποτε άκουγα το “Δικός Σου Για Πάντα” έως και εκστασιαζόμουν. Αλλά μετά τη συναυλία στο Gagarin πιστεύω πως, όταν θα το ξανακούσω, θα μου έρθει στο μυαλό και η εικόνα μίας χλιαρής βραδιάς – κάτι λοιπόν χάθηκε κάπου στην πορεία. Πάντως, σε όποιο μαγαζί κι αν πήγα μετά, βρήκα και μία παρέα που τραγουδούσε κάτι από τον Μιχάλη...