Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου
Πειραματική μπορεί να θεωρείται μια μουσική όταν θέτει ερωτήματα, όταν αμφισβητεί δομές, έννοιες και όποιες βεβαιότητες. Και επειδή ακριβώς κόβει το ζήτημα σε βάθος, δύναται να φθάσει στην αρχέγονη χρήση της τέχνης, την έκφραση δηλαδή όλων αυτών των αέναων ερωτημάτων. Τι ορίζουμε, λοιπόν, ως τέχνη; Ή καλύτερα πότε μια μουσική (εν προκειμένω) παύει να είναι τέχνη και μετατρέπεται σε απλό και κενό θόρυβο ή σε στείρο ακαδημαϊσμό;
Οι τρεις συντελεστές του project Mohammad πάντως σίγουρα δεν μπορούν να κατηγορηθούν για στασιμότητα και εφησυχασμό. Οι διανυθείσες πορείες του Coti K, του ILIOS και του Νίκου Βελιώτη δείχνουν μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτή της εξέλιξης. Ή τουλάχιστον της διάθεσης για εξέλιξη, επιλέγοντας να μην ακινητοποιηθούν σε πρόχειρες βεβαιότητες, αλλά να εξερευνήσουν το παραπέρα τοπίο. Το κοντραμπάσο του Coti K, το τσέλο του Βελιώτη και οι γεννήτριες του ILIOS, στη συγκεκριμένη εμφάνιση, δεν βάσισαν τη χρηστικότητά τους στην παραγωγή νοτών, αλλά συχνοτήτων, πηγαίνοντας ένα βήμα πέρα από τη μουσική, στο βασίλειο του ήχου – θέτοντας κατόπιν από εκεί τα ερωτήματα περί μουσικότητας. Βέβαια οι δομημένοι ήχοι, που αντηχούν μια μελωδικότητα και μια ρυθμικότητα δεν ορίζουν το τι είναι μουσική και τι όχι; Ή μήπως μπορεί να υπάρξει μουσική όταν συναθροίζονται βόμβοι και δονήσεις αμφίβολης μελωδικής και ρυθμικής υπόστασης; Το ερώτημα αυτό ήταν ένα από τα βασικά στη ζωντανή απόδοση των μουσικών σκέψεων του τρίο.
Και το έθεταν εύγλωττα – όπως το σκέφτομαι τώρα – και εξαρχής. Όταν λοιπόν οι τρεις ανέβηκαν στην σκηνή και κάθισαν ακίνητοι, μοιάζοντας έτοιμοι να ξεκινήσουν, ένα πιάνο ήταν αυτό που είχε επιλεγεί να ξεκινήσει (αντί αυτών) με ένα εξαιρετικό και μελωδικότατο θέμα. Υπήρξε η μοναδική φορά στη διάρκεια του live που οι προτεραιότητες φάνηκαν τόσο ξεκάθαρες. Εδώ δινόταν έμφαση στη μελωδικότητα των νοτών, στην ομορφιά της μουσικότητας. Ύστερα οι γεννήτριες πήραν μπρος και άρχισε η αδιάκοπη (και πολλές φορές άτακτη) ρίψη συχνοτήτων, ως βόμβων από τις επεξεργασμένες, σε διάφορα πεντάλ και περίεργες πλατφόρμες παραμόρφωσης του ηχητικού σήματος, χροιές του μπάσου και του τσέλου ή ως δονήσεις από τις γεννήτριες. Τις αισθανόσουν να καλύπτουν βίαια κάθε πιθανή σπιθαμή του χώρου, τεστάροντας μεταξύ άλλων και την ανθεκτικότητα της κατασκευής (η οποία δυστυχώς φάνηκε να αντιδρά τρίζοντας όταν οι χαμηλές συχνότητες ήταν πολλές και δυνατές). Οι ρυθμοί και οι μελωδίες ερχόταν κάποιες φορές σαν υποψία, αλλά μετά διαλύονταν και πάλι σε αυτή την, αυξομειούμενης έντασης, συχνοτική ομίχλη.
Όταν μετά από ώρα ο Νίκος Βελιώτης άφησε το τσέλο του και αντιληφθήκαμε πως η συναυλία τελείωσε, βγήκα για λίγο από τον λαβύρινθο των ερωτημάτων, αποτείνοντας τον δέοντα σεβασμό (ως ανταπόκριση κοινού – καλλιτέχνη) με ένα ζεστό χειροκρότημα. Ερωτήματα που φυσικά επέστρεψαν αργότερα όταν προσπαθούσα να κάνω μια αποτίμηση της βραδιάς, αφού η αποδομημένη μουσική πρόταση των Mohammad σε προκαλούσε για μεγάλες συζητήσεις. Ένας σταθμός αυτών των σκέψεων αφορά στη ροπή προς τον ακαδημαϊσμό, στην εστίαση του ενδιαφέροντος όχι απαραίτητα στο πώς ακούγεται κάτι, αλλά στο πώς και κυρίως στο γιατί δημιουργήθηκε. Εδώ έρχεται το ερώτημα: γιατί να ανήκει στη σφαίρα της μουσικής ένα δημιούργημα που υποβιβάζει (αν όχι αρνείται) την αισθητική του σημασία; Μπορεί, τέλος πάντων, να οριστεί ως τέχνη ή ως επιστημονική εργασία η προσπάθεια διερεύνησης των παραπάνω;
Αν ρωτάτε εμένα, νομίζω πως ναι, είναι αναμφίβολα τέχνη, είτε αποφασίσει κάποιος να βάλει την ακαδημαϊκή ετικέτα, είτε όχι. Γιατί αυτή (η τέχνη δηλαδή) δεν είναι προορισμένη να δίνει πάντα απαντήσεις, αλλά (κυρίως) να εκφράζει και τις απορίες. Ίσως δε η διαδικασία των ερωτημάτων να είναι – εκτός από πιο ενδιαφέρουσα – και η μόνη διέξοδος του ανθρώπου στον μακρύ δρόμο της αντίληψης της μουσικότητας των ήχων και γενικότερα του κόσμου γύρω του. Αυτού που βλέπει, ακούει και αισθάνεται και αυτού που υπάρχει πέραν του περιορισμένου βεληνεκούς των δικών μας αισθήσεων.