Φωτογραφίες: Olga K.
Τι βραδιά κι αυτή… Έμπαινες μέσα στο Παλλάς και στα σκαλοπάτια λίγο πριν τη μεγάλη αίθουσα σε περίμενε η Φιλαρμονική του Δήμου, λαμπερή μέσα στις κόκκινες στολές της, με μελωδίες ονειρικές από ελληνικά τραγούδια της δεκαετίας του 1960. Απ’ έξω Χριστούγεννα. Κι από μέσα, λίγα λεπτά μετά, ο Σαββόπουλος ντυμένος στα μαύρα, να παίζει μόνος του στην κιθάρα τους “Μάγους”.
Έτσι ξεκίνησε το πρώτο μέρος της παράστασης Το Περιβόλι Του Τρελού, που ήταν αφιερωμένο στο Φορτηγό. Ο πρώτος δίσκος του Σαββόπουλου παίχτηκε μινιμαλιστικά, όπως του ταιριάζει, με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο μπάσο και τον Σταύρο Λάντσια στα πλήκτρα και τα τύμπανα, τους μουσικούς δηλαδή οι οποίοι τον συνόδευαν και στις εμφανίσεις στον Πυρήνα. Στο πίσω μέρος της σκηνής είχε στηθεί κερκίδα με νέους ανθρώπους, που όχι μόνο συντελούσαν στη δημιουργία ενός όμορφου κλίματος, αλλά έδιναν και περαιτέρω σκηνική υποστήριξη στην παράσταση. Πέρα από τα δώδεκα κομμάτια εκείνου του ιστορικού δίσκου, παίχτηκαν και εφτά ακόμα, τα οποία είχαν γραφτεί την ίδια εποχή αλλά κυκλοφόρησαν αργότερα, κυρίως λόγω της τότε λογοκρισίας. Ακούσαμε μια εξαιρετική εκτέλεση του “Βιετνάμ Γιε-Γιε”, ένα συγκινητικό “Οι Παλιοί Μας Φίλοι” και βέβαια τη “Συννεφούλα”, βλέποντάς σε μεγεθυσμένη φωτογραφία την κοπέλα για την οποία γράφτηκε το τραγούδι. Κεφάτος ο Σαββόπουλος, διηγούταν ιστορίες της εποχής, αστειευόταν και ρητόρευε, με το γνωστό ύφος που άλλοι λατρεύουν και άλλοι βρίσκουν εκνευριστικό.
Το δεύτερο μέρος επικεντρώθηκε στο Περιβόλι του Τρελού – με 11μελή μπάντα αυτή τη φορά, υπό την καθοδήγηση του κιθαρίστα Γιάννη Παπαζαχαριάκη. Δεν έλειψαν βέβαια και ορισμένα κομμάτια από τον Μπάλλο και το Βρώμικο Ψωμί, αλλά ούτε και το “Ob-la-di, Ob-la-da” των Beatles, μεταφρασμένο στα ελληνικά, με το ρεφρέν να επιβεβαιώνει πως η ζωή κυλάει. Κάθε εκτέλεση συγκινητική, κάθε ερμηνεία του Σαββόπουλου συγκλονιστική και υπέροχα θεατρική. Η δε ενέργειά του πάνω στη σκηνή αξιοθαύμαστη. Παρότι έκλεισε προσφάτως τα 65, παραμένει ο καλύτερος ίσως ‘Ελληνας περφόρμερ, με μια κινησιολογία την οποία θα ζήλευε και ο Παπαϊωάννου. Για το τέλος μας έδωσε το “Εμείς Του ’60”, ένα τραγούδι από το Κούρεμα, αυτοβιογραφικό τόσο για τον ίδιο όσο και για τη γενιά του.
Ήταν μια παράσταση εξαιρετικής αισθητικής, άρτια δομημένη και συναισθηματική σαν κινηματογραφική ταινία μιας άλλης εποχής. Και δεν ήταν σε καμία περίπτωση εύκολο το εγχείρημα. Σκεφτείτε απλά το εξής: Ποιος άλλος Έλληνας δημιουργός με 45 χρόνια πορείας μπορεί να δώσει μια σπουδαία συναυλία, βασιζόμενος μονάχα σε τραγούδια τα οποία κυκλοφόρησαν μέσα στην πρώτη εξαετία της καριέρας του; Η μουσική σταμάτησε, τα φώτα άναψαν και, παρόλο που δεν είχες ακούσει πολλά από τα μεγάλα σουξέ του Σαββόπουλου, δεν ένιωθες να σου λείπει τίποτα.
Κι όμως, είχες ένα λόγο να προβληματιστείς: κάτι η σοβαρότητα του χώρου και κάτι η έλλειψη μουσικής παιδείας του τόπου μας, λίγοι από τους ακροατές ήταν κάτω από τριάντα χρονών. Μα βέβαια… Η νοσταλγία των 1960s σε πολλούς νέους φαντάζει γραφική. Ποιο είναι άλλωστε το νόημα μιας ακόμα αναδρομής στα «παλιά καλά τραγούδια»; Και γιατί ο Σαββόπουλος να αναθέτει στους Onirama την καλλιτεχνική διεύθυνση μίας εκ των πολλών ελεύθερων συναυλιών που ετοιμάζει στο κέντρο της Αθήνας; Δεν υπάρχουν καλύτερα Ελληνικά γκρουπ; Φυσικά και υπάρχουν. Όχι όμως τόσο ευέλικτα. Οι Onirama είναι ιδανικό γκρουπ για τέτοιες περιστάσεις. Δεν θα ήταν καταλληλότεροι για ένα τέτοιο εγχείρημα ούτε οι Κόρε Ύδρο, ούτε οι Ρόδες, για να αναφέρουμε ενδεικτικά δύο γκρουπ με έργο κατ’ εμέ σημαντικότερο από εκείνο των Onirama. Διότι για να κάνεις ομελέτα πρέπει να σπάσεις αυγά. Για να κάνεις γιορτή της προκοπής πρέπει να κάνεις συμβιβασμούς. Να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Πιο αγαπησιάρης. Να ανοίξεις την καρδιά σου σε όλα, ακόμα και στην αφελή mainstream pop της εποχής.
Η σειρά εκδηλώσεων για τα 1960s θα συνεχιστεί και μετά τις γιορτές με συναυλίες, αφηγήσεις παραμυθιών, εκθέσεις, ομιλίες και προβολές ταινιών. «Το παραμύθι μου είναι παλιό, το γνωρίζω», είπε ο Σαββόπουλος λίγο πριν το πέρας της συναυλίας. «Περιμένουμε όμως τα καινούργια παραμύθια από τους νεώτερους. Ήμασταν πάντα πολύ καλοί ακροατές», προσέθεσε. Κι αν οι πόρτες του Παλλάς είναι κλειστές για τους νέους καλλιτέχνες, τα ροκ κλαμπ της χώρας μας, όπου γράφεται στ’ αλήθεια η ιστορία, περιμένουν ορθάνοιχτα. Το ίδιο και τα αυτιά μας. Το ίδιο και οι καρδιές μας.