Φωτογραφίες: Βαγγέλης Πούλιος
Πέμπτη απόγευμα, στην όμορφη, φτωχομάνα Σαλονίκη. Οι επιλογές για να περάσει κάποιος ένα δημιουργικό βράδυ σε μια πόλη που έχει, εδώ και μερικά χρόνια, γίνει το συνώνυμο του σκυλάδικου, είναι, εξ’ ορισμού σχεδόν, περιορισμένες. Ήξερα για το live των Mary’s Flower Superhead και των Idioteque, αλλά ομολογώ πως δεν με έψηνε, όχι γιατί δεν συμπαθώ τους συμπατριώτες μου (κάθε άλλο), απλά μάλλον είχα ανάγκη από κάτι άλλο. Ενώ λοιπόν, άρχισα να αισθάνομαι για πολλοστή φορά ότι αυτή η πόλη με πνίγει, πέφτει στα χέρια μου, σχεδόν δια μαγείας, ένα flyer της συναυλίας του σχήματος του Νεκτάριου Καραντζή και η φωνή μέσα στο κεφάλι μου, ως άλλος Αρχιμήδης, φώναξε ενθουσιασμένη «Εύρηκα!». Και φυσικά την ακολούθησα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Το μικρό θεατράκι στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, θα μπορούσε να είναι ένα ιδανικό μέρος για μια τέτοιου είδους συναυλία, αλλά λεπτομέρειες (που όμως μερικές φορές κάνουν τη διαφορά), όπως ο υπερβολικός, έχω την αίσθηση, φωτισμός της σκηνής χαλούσαν αυτήν τη ζεστή ατμόσφαιρα που θα μπορούσε να δημιουργηθεί. Όπως και να έχει, βέβαια, το ζητούμενο ήταν η μουσική, οπότε κάποιος μπορεί εύκολα να ισχυριστεί (και όχι τελείως άδικα), ότι τέτοιες λεπτομέρειες είναι μάλλον αμελητέες. Και όσον αφορά στη μουσική, οι προσδοκίες ήταν, ούτως ή άλλως, υψηλές, γνωρίζοντας αφενός το καλλιτεχνικό βάρος το οποίο φέρουν οι επί σκηνής μουσικοί – θεωρούμενοι δικαίως ανάμεσα στην αφρόκρεμα της εγχώριας jazz – και έχοντας, αφετέρου, μια ιδέα από τον παρουσιαζόμενο δίσκο. Προσδοκίες, που αλήθεια είναι, ότι δεν διαψεύστηκαν ούτε στο ελάχιστο. Οι πέντε μουσικοί, ο Νίκος Ψοφογιώργος στα τύμπανα, ο Βαγγέλης Τσοτρίδης στην κλασική και ηλεκτρική κιθάρα, η Δάφνη Κοτσιάνη στο πιάνο, ο Δημήτρης Λεοντζάκος στο κλαρινέτο, μαζί με τον Νεκτάριο Καραντζή, συνθέτη, κοντραμπασίστα και φυσικό μάλλον ηγέτη της Άγνωστης Γης (Terra Incognita – όπως δηλαδή ονομάζονται οι δίσκοι του, αλλά και η μπάντα) μας χάρισαν ένα πολύ όμορφο βράδυ, με μουσική από το τελευταίο δισκογραφικό πόνημα, Terra Incognita 3, ακολουθώντας μια οδό ανάμεσα στον αυτοσχεδιασμό και την πιστή απόδοση του μουσικού κειμένου. Στην αρχή των κομματιών, τα μοτίβα και οι νότες ήταν αυστηρά βασισμένες στις συνθέσεις (βέβαια οι παρτιτούρες τις οποίες συμβουλεύονταν οι μουσικοί χαλούσαν, έστω και ελάχιστα, τη διαδικασία της μυσταγωγίας – αλλά θεωρήστε την παρατήρηση απλά προσωπικό «κόλλημα»), ενώ αργότερα έμπαινε στο παιχνίδι ο αυτοσχεδιασμός, με σόλο ή αλλαγές μοτίβων, για να έλθουν πάλι όλοι μαζί στην βασική ιδέα για το κλείσιμο του κομματιού. Και οι πέντε μουσικοί, σεβόμενοι φυσικά ο ένας τον άλλον και αφήνοντας χώρους για να αναπτυχθούν οι αυτοσχεδιαστικές ιδέες του καθενός, κατέγραψαν έτσι από ένα, τουλάχιστον, σολιστικό σημείο έκαστος – με προσωπικά αγαπημένα το σόλο του Νίκου Ψοφογιώργου στα τύμπανα, στο τρίτο – αν δεν κάνω λάθος – κομμάτι της βραδιάς, καθώς και το περιέργως (αν κρίνουμε από το συνολικό συναισθηματικό της παίξιμο) δυναμικό σόλο της Δάφνης Κοτσιάνη στο πιάνο, προς το τέλος. Όσον αφορά στις συνθέσεις του Καραντζή, αυτές απεδείχθησαν πολυσυλλεκτικές και πολυεπίπεδες, εβρισκόμενες κάπου ανάμεσα στην jazz παράδοση, τη σύγχρονη έκφανση της κλασικής μουσικής, το avant garde, αλλά και τη σύγχρονη σκηνή της ευρωπαϊκής jazz. Ακουμπώντας πότε στις πλάτες ενός Erik Satie ή ενός Claude Debussy, πότε σε αυτές ενός Bill Evans, άλλοτε θυμίζοντας συνθέτες όπως ο Zbigniew Preisner ή τέλος φέρνοντας στο νου σύγχρονους Ευρωπαίους jazz μουσικούς, όπως ο Lars Danielsson, Leszek Mozdzer ή ο Zbigniew Namyslowski. Μουσική η οποία, όπως ίσως καταλαβαίνετε, δύσκολα κατηγοριοποιείται, αλλά αντιπροσωπεύει την κλασικίζουσα τάση της jazz (ή και αντιστρόφως την τζαζίσουσα τάση της σύγχρονης κλασικής), εκτελεσμένη από καλλιτέχνες με βαθειά αντίληψη της δύναμης των μελωδιών, των δονήσεων των ρυθμών και της επίδρασης της έντασης. Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν σίγουρα και οι πέντε (για διαφορετικούς λόγους ο καθένας), αλλά επιτρέψτε μου να αναφερθώ στον κιθαρίστα Βαγγέλη Τσοτρίδη, κυρίως γιατί με εξέπληξε το στυλ του, που δεν ήταν εντελώς jazz, ούτε εντελώς κλασικό, αλλά βάδιζε άφοβα σε πιο avant garde μονοπάτια, παίζοντας μαεστρικά με τις εντάσεις σε αρκετά σημεία. Ένα live με οκτώ συνθέσεις, άλλες εκτροχιασμένες θαρρείς σε δυνατές εντάσεις, άλλες με μια πιο εσωτερική δύναμη (κυρίως στις δύο – αν δεν με απατά η μνήμη μου – που βασίζονταν σε μια αμφίδρομη εξάρτηση του πιάνου με το κοντραμπάσο), προσφέροντας στο ακροατήριο πολύπλευρους ορισμούς των λέξεων ποιοτική μουσική. Λόγος επαρκής (και όχι μοναδικός) για να χαρακτηριστεί η βραδιά πετυχημένη, για να βγεις από το ήσυχο στενάκι στο οποίο στεγάζεται το Βαφοπούλειο με ένα χαμόγελο, σκεπτόμενος τη φράση που επιμένει να επαναλαμβάνει ένας φίλος μου: ότι την πόλη, όπως λέει (και τη ζωή σε αυτή), την καθορίζουν οι άνθρωποι. Αυτό κι αν είναι σημαντικό!