Η Μουσική Προσφορά, ένα μουσικό δώρο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ προς τον Φρειδερίκο το Μέγα της Πρωσίας, ήταν αυτό που ακούσαμε από το ιταλικό σύνολο παλιάς μουσικής Il Traversiere και τον Έλληνα τσεμπαλίστα Γεράσιμο Χοϊδά. Αυτό που θεώρησα στη συναυλία ως ίσως το καλύτερο μέρος της, είναι τα λεγόμενα «εξωσυναυλιακά» θέματα. Συγκεκριμένα το επιμελημένο φυλλάδιο που εξηγούσε και στον πλέον αδαή την ιστορική συγκυρία αλλά και το παρασκήνιο της σύνθεσης του έργου, η ομιλία του Γεράσιμου Χοϊδά που εκλαΐκευσε μουσικούς όρους όπως η Φούγκα, ο Κανόνας και η αντίστιξη, αλλά και η αναφορά στην υποβόσκουσα αμοιβαία αντιπάθεια των δύο αντρών, ήταν στοιχεία που δεν συναντά κανείς συχνά ως υποστηρικτικά ενός κοινού, το οποίο δεν φημίζεται για την κλασική παιδεία του. Με τέτοιες όμως προσπάθειες και βοηθάς το κοινό να κατανοήσει βαθύτερα το έργο και από την άλλη λειτουργείς ως συμπλήρωμα ουσιαστικό, χωρίς να προσβάλεις κάποιον, της ελλειμματικής μουσικής μας παιδείας. Φοβούμαι άλλωστε ότι σε αυτό το χώρο οι μουσικοί οφείλουν να δρουν και παιδευτικά. Επιπρόσθετα, αν και ο ακροατής αυτό δεν μπορεί να το καταλάβει σε αντίθεση με έναν επαγγελματία σολίστ, είναι ιδιαίτερα ψυχοφθόρο για αυτόν που πρόκειται να παίξει ένα πραγματικά δύσκολο έργο να μιλάει για αυτό από σκηνής, λίγο πριν ξεκινήσει η συναυλία – να δρα δηλαδή την ίδια βραδιά τόσο ως εκτελεστής, όσο και ως θεωρητικός της μουσικής. Όσον αφορά στην ίδια τη συναυλία, η ερμηνεία του πρώτου κομματιού του έργου από τον Χοϊδά, μια φούγκας σε 3 φωνές, υπήρξε πραγματικά συγκινητική ενώ στην εκτέλεση της 6φωνης φούγκας, απέδειξε επίσης και την υψηλή αθλητική του και μουσική του αντοχή. Σε συνάφεια με τους άλλους τρεις Ιταλούς μουσικούς, ο ήχος υπήρξε απόλυτα αρμονικός, χωρίς προβλήματα ηχητικής συνοχής και απόλυτα ταιριαστός με το ύφος εκτέλεσης που τέτοια έργα απαιτούν. Η μόνη κριτική είναι ίσως η ακόλουθη: θα προτιμούσα εγώ, και ας θεωρηθεί αυτό μη συμβατό με την πρέπουσα εκτέλεση τη Μουσικής Προσφοράς, ηχοχρωματικές και μετρονομικές αυξομειώσεις μέσα σε κάποια μέρη του συνολικού έργου, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ηχητικό καρύκευμα, ως μια προσέγγιση περισσότερο υποκειμενική δηλαδή του όλου εγχειρήματος από την πλευρά των εκτελεστών. Davide Monti, μπαρόκ βιολί Massimiliano Torsiglieri, φλάουτο τραβέρσο Gioele Gusberti, μπαρόκ τσέλο Γεράσιμος Χοϊδάς, τσέμπαλο καλλιτεχνική διεύθυνση