Στο άκουσμα Heavy Metal Band, και μάλιστα δια χειρός David Lynch, το μυαλό θολώνει και ποικίλα ερωτηματικά και επιφωνήματα γεννιούνται. Λίγα λεπτά, όμως, χρειάζονται τελικά για να διαπιστώσεις ότι τα «Βαριά Μέταλλα» αποτελούν το νέο project χάλκινων πνευστών του Αμερικανού καλλιτέχνη, που φιλοδοξεί να παντρέψει τη jazz και το βαλκανικό πνεύμα με τα προσωπικά του βιώματα. Έτσι, στον γνώριμο πέτρινο χώρο του Half Note, η επταμελής Heavy Metal Band πρόσφερε σε όλους ένα πλούσιο κοκτέιλ από jazz, Balkan, oriental, groove, fusion μπαλάντες, με μπόλικες δόσεις αυτοσχεδιασμού.
Τέτοιες ημέρες οι κλειστοί χειμωνιάτικοι μουσικοί χώροι κατεβάζουν δειλά-δειλά τις κουρτίνες, όμως στο Half Note η διάθεση και το κοινό είναι πάντα απρόβλεπτος παράγοντας, γι’ αυτό και υπήρξαν αρκετοί όσοι στήριξαν το νέο μουσικό εγχείρημα του David Lynch το βράδυ της Παρασκευής. Λίγο πριν τις 11, ένα-ένα τα όργανα εμφανίστηκαν στη σκηνή συνομιλώντας, αρχικά δυαδικά, για να απογειωθούν όλα μαζί κατόπιν σε ένα groovy brass κομμάτι, το οποίο έδωσε το στίγμα του ήχου που θα ακολουθούσε. Τα κομμάτια που επιλέχθηκαν, όπως το “Wake” (είχε αρχικά ζητηθεί από τον Lynch να το γράψει για την ελληνική ομάδα baseball στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά...), ή τα “Welcome To My Country”, “I Don’t Know”, και “I Knew That I Would” είναι εξ’ ολοκλήρου νέο υλικό και αποτελεί το νέο «παιδί» της Heavy Metal Band. Η δημιουργία του σχήματος προέκυψε, όπως μας εξομολογήθηκε ο ίδιος ο Lynch, μετά τη συνεργασία του με τον βιρτουάζο Ρουμάνο Rom σαξοφωνίστα & κλαρινετίστα Oprica Ivancea, μέλος των Fanfare Ciocarlia. Έχοντας συνθέσει κομμάτια για λογαριασμό αυτής της διαβαλκανικής συνεργασίας, γεννήθηκε η ανάγκη ενός group που θα υλοποιούσε και περαιτέρω μουσικές επιθυμίες, πάντα βέβαια με άξονα τη jazz και τη Balkan παράδοση. Το πολύ καλά δεμένο σχήμα με τους Γιώργο Παλαμιώτη (μπάσο), Μιχάλη Καπηλίδη (drums), Μάριο Βαληνάκη (σαξόφωνο), Δημήτρη Γιαννόπουλο (σαξόφωνο), Αντώνη Ανδρέου (τρομπόνι), Μάνο Θεοδοσάκη (τρομπέτα) από τη μία, και οι υπόγειες glοbal fusion συνθέσεις του Lynch από την άλλη, αποτελούν μία αξιοπρόσεκτη προσπάθεια σε αυτό που λέμε world μουσική (ατελής και ατυχής όρος, όμως...). Για τους φίλους του καλλιτέχνη, η νέα αυτή πρόταση δεν αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη, μιας και ο Lynch έχει δώσει μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια αρκετά δείγματα γόνιμης περιέργειας, πειραματισμού, αυτοσχεδιασμού και δημιουργίας στο μουσικό καμβά. Προσωπικά, τον προτιμώ με αυτό το group και διαισθάνομαι ότι, αν το πιστέψει, θα προχωρήσει σε πολύ πρωτότυπα πράγματα. Σε ένα δίωρο live (με ένα διάλειμμα 25 λεπτών) το κοινό απήλαυσε μία διαφορετική σύμπραξη μπάσου, σαξόφωνου, φλάουτου και τρομπέτας, πιο κοντά στην jazz παρά στη βαλκανική μουσική, και τολμώ να πω ότι, παρά την ύπαρξη μικρών στιγμών στατικών ή και κουραστικών μουσικών μονολόγων, δεν έφυγε κανείς παραπονεμένος ή απογοητευμένος. Μία ευφάνταστη jazz fusion διασκευή του “What A Wonderful World” έκλεισε τη συναυλία μαζί με το κοινό που συνόδευσε το group με διάφορα όργανα ανά χείρας (ο Lynch μοίρασε ντέφι, ινδικά κουδούνια κτλ). Η μη ύπαρξη encore δεν παραξένεψε κανέναν, ίσως γιατί όλοι εκτίμησαν τη δίωρη κατάθεση ψυχής από όλους τους μουσικούς ή και επειδή όλα κύλησαν όπως έπρεπε. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία έντονη τάση, μία μόδα γύρω από τη βαλκανική μουσική και τις ποικίλες μουσικές αλχημείες. Σίγουρα ο David Lynch με τη Heavy Metal Band δεν ανήκει σε αυτή τη κάστα καλλιτεχνών, που αρπάζονται από μόδες ή τάσεις. Κάθε μουσικό του εγχείρημα διαθέτει ελευθερία, τρέλα και σεβασμό στις παραδόσεις αλλά και στα προσωπικά βιώματα. Όπως ανέφερε και ο ίδιος στο live, «είναι βαριά τα μέταλλα που κουβαλάμε».