Φωτογραφίες: Νίκη Αγιασματζή
Το double bill των Gad. και Tripwire έλαβε χώρα στο Up Stage του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου, και ομολογώ ότι είναι η πρώτη φορά που πηγαίνω στον επάνω χώρο του Γυάλινου. Προσεγμένος χώρος, αν και το μακρόστενο σχήμα του (με τη μπάντα να παίζει στη μία από τις πλατιές μεριές του ορθογωνίου παραλληλόγραμμου) παρουσιάζει δυσκολίες προς επίλυση για τους ηχολήπτες των συγκροτημάτων. Οι οποίοι, απ’ ό,τι έμαθα, δεν μπορούν να μπαίνουν μεσα στο booth, όπου και βρίσκεται η κονσόλα διότι, λέει, έχουν γίνει παρατράγουδα και ζημιές παλαιότερα. Πρωτόφαντο στα παγκόσμια χρονικά το παραπάνω, το να μην έχει δηλαδή πρόσβαση ο ηχολήπτης της μπάντας στα ενδότερα και να δίνει εντολές απ’ έξω στον payroll ηχολήπτη του μαγαζιού. Ήμαρτον…
Με την παραπάνω δυσκολία σαν υπόβαθρο, και με δεδομένες ελλείψεις σε βασικά πράγματα του backline - όπως ταλαιπωρημένα δέρματα και κουτσό βαθοτάμπουρο - πρέπει να δώσουμε συγχαρητήρια στο ήχο που έφτιαξε ο ηχολήπτης των Gad. Η μπάντα έδωσε μαθήματα δυναμικής pop, με όπλο της μία από τις καλύτερες rhythm sections που έχει παρουσιαστεί εντός των συνόρων τα τελευταία 10 χρόνια, με τα ακριβή και μεστά χτυπήματα του Σπύρου Παπακώτση στα ντραμς, όπως και με τις μελωδικές, αλλά στιβαρές, σιδερόβεργες που παραδίδει χρόνια τώρα ο Μιχάλης Σεμερτζόγλου από την ταστιέρα του μπάσου του. Και βέβαια με τον Κώστα Αντωνιάδη στη φωνή σε μεγάλα κέφια, έχοντας βελτιώσει και την κινησιολογία του, αλλά και την έτσι και αλλιώς καλή και εκφραστική του φωνή, με λεπτοδουλειά στην κιθάρα από τον έτερο Αντωνιάδη της μπάντας (αν και ενίοτε πιο πρίμος από ότι χρειαζόταν) - και στα συν του οι πολύ σωστες διφωνίες, σπάνιο πράγμα για την ελληνική σκηνή - και οπωσδήποτε την πάντα ολοκληρωμένη και μεστή πατούρα ήχων που παράγει ο Ηρακλής Αναστασιάδης στα ηλεκτρονικά εργαλεία του.
Θα πρέπει να σημειώσω βέβαια ότι, αν και εξαιρετικά δουλεμένες οι ενορχηστρώσεις, εντούτοις παρουσιάζουν μια γραμμικότητα. Οι κόντρες δηλαδή στα ντραμς και οι στροφές 180 μοιρών απουσιάζουν, στοιχεία τα οποία θα έκαναν πιο συναρπαστική τη μπάντα. Αυτό βεβαια είναι η προσωπική άποψη του γράφοντος, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι οι Gad έχουν διαλέξει μια αγγλικής νοοτροπίας power electro-pop, με ελάχιστα αμερικάνικα περάσματα και με κάποιες πατούρες από 1990s alternative rock. Οι Tripwire, από την άλλη με προβλημάτισαν. Και αυτό γιατί, ενώ είναι φανερό πως πρόκειται για μουσικούς οι οποίοι δουλεύουν όλοι μαζί μα και ο καθένας χώρια στο όργανο του, εντούτοις το αποτέλεσμα ήταν θαμπό και μάλιστα κατώτερο του demo και των myspace τοποθετήσεων. Ο Άρης στο μικρόφωνο, αν και έχει μια πραγματικά θαυμάσια και αισθαντική φωνή, διέθετε ένα παραπάνω από εμφανές τρακ - και αν αυτό είναι σεβαστό και δεκτό, στα σίγουρα χρειάζεται όμως να δεσμεύσει την υπέρμετρη και υπερβολική λυρικότητα που προσδίδει στη φωνή του. Έχοντας πολύ σωστό notation σε όλη τη διάρκεια του set (ζήτημα είναι αν του ξεφυγαν δύο, μισά και αυτά, φάλτσα), την ίδια στιγμή φόρτιζε με συναισθηματισμό τα τραγούδια, ενώ ήταν φανερό από τις ενορχηστρώσεις ότι σε κάποια σημεία θα ήταν καλύτερο να επιλεγεί το λεγόμενο «δάγκωμα» - τουτέστιν, πιο πολύ γρέζι και ωμότητα - καθώς είναι σίγουρο ότι τα κατέχει και τα δύο. Στα συν πρέπει ακόμα να βάλουμε την πολύ δομημένη δουλειά του Γιώργου στα πλήκτρα, που, αν και φανερά με καταβολές ωδείου, εντούτοις βάζει το συναίσθημα πάνω από την ακαδημαϊκότητα. Η κιθάρα, κατά την προσωπική μου άποψη, θα έπρεπε να είναι και πιο πάνω στο τελικό αποτέλεσμα ήχου, ενώ οι πεταλιέρες οι οποίες χρησιμοποιούνται από τη μπάντα δίνουν άκαιρα πρίμα και ενίοτε ενοχλητικές μεσαίες συχνότητες. Θα ήταν καλό σε σημεία η κιθάρα να γκάζωνε πιο πολύ - όλοι το περίμεναν από την αρχή του σετ, και συνέβη τελικά σε ελάχιστα σημεία. Το δίδυμο ντραμς-μπάσο πάλι, ήταν σωστό στην τροχιά του, αλλά δεν έχει λάβει ακόμα το θάρρος να σηκώσει το βάρος των ενορχηστρώσεων. Ακόμα συνοδεύει, ενώ είναι φανερό ότι μπορεί να οδηγήσει, αλλιώς το πεντάχορδο μπάσο και τα περίπλοκα πιατίνια δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Οι Tripwire, έχοντας κάποιες καταβολές στο λεγόμενο «ελληνικό rock», προσπαθούν να αρθρώσουν έναν τίμιο λόγο μέσα από επιρροές και φάσματα του σύγχρονου rock ‘n’ roll, αλλά είναι φανερό ότι πρέπει να ξεπεράσουν τις δεσμεύσεις που τους επιβάλλει το καθεστώς της ντόπιας συντηρητικής σκηνής. Αν μη τι άλλο πάντως, ήταν μια χορταστική βραδιά, με ένα Upstage γεμάτο κυριολεκτικά και με πολλά συμπεράσματα στα αυτιά και στις σκέψεις. Μια χαρά δηλαδή…