Πάνω στην Μάρνης κόσμος πάει και έρχεται στην αγκαλιά μιας νύχτας, που παρά κάθε καλή διάθεση δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανοιξιάτικη. Ευτυχώς μπροστά στο πεζοδρόμιο περιμένουν πολλοί. Κι αυτό είναι καλό. Υπάρχουν ακόμα παιδιά...
Μέσα το ΡΟΔΟΝ είναι γεμάτο. Γεμάτο από ζεστασιά και δεκάδες ζευγάρια μάτια ρίχνουν κλεφτές ματιές στη σκηνή πίνοντας ποτάκι. Ο Κ. Βήτα γύρω στις 10:30 κάνει την εμφάνιση του προκαλώντας αβίαστα το χειροκρότημα. Μαζί του τρία ακόμα παιδιά, πίσω από κονσόλες, synths και laptop. Η γεννήτρια του ηλεκτρισμού ανοίγει, γεμίζοντας το χώρο με ατμοσφαιρικά, ρυθμικά beat, ντυμένα με βαθύ χαμηλό, που αρχίζουν από την πρώτη στιγμή να συνεπαίρνουν το σώμα, αποτελώντας ταυτόχρονα και το intro της βραδιάς.
Μετά το καλωσόρισμα και το χαιρετισμό του Κωνσταντίνου το ταξίδι ξεκινάει. “Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο και θα 'ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο γιατί μια καινούρια αγάπη θα χύνεται σα μέλι κι από ένα σημείο τής Γης αυτός ο ήλιος θ' ανατέλλει...”. Καμιά φορά είναι αδύνατο να αφήσεις πίσω το παρελθόν. Ακόμα και όταν έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι αυτό έχει συμβεί, ένα σκίρτημα, ένα άκουσμα, μια ματιά είναι κάτι παραπάνω από αρκετά για να σε γυρίσουν πίσω και να θυμηθείς. Αν μπορούσε κανείς να διαχωρίσει τη μουσική από τους στίχους του Κωνσταντίνου Βήτα θα έβλεπε δυο πορείες παράλληλες, να στροβιλίζονται, να αγγίζονται δειλά και να γίνονται παθιασμένα ένα, αδιαχώριστα από τη στιγμή που αλληλοπαραδίνονται.
Τα ακούσματα διαδέχονται το ένα το άλλο σ’ ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο και κάποια στιγμή αφηρημένος ακούς τον απόηχο του παναμέρικα να πλησιάζει και να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμα του. Ο Κωνσταντίνος αφήνεται να χορεύει πάνω στη σκηνή, ενώ παντού γύρω φιγούρες χορεύουν μαζί του. “Αυτή τη φορά να μη μ’ αφήσεις, έπαιζες πάντα με σκοπό να με χτυπήσεις...”. Το τσιγάρο ανάβει, παρακολουθώντας τον να εκπέμπει τις πιο ατμοσφαιρικές και ενδόμυχες στιγμές μέσα από το “για σένα με αγάπη”, σε ένα κομμάτι το οποίο είναι ίσως ότι πιο κοντά στο παρελθόν και το παιχνίδι γυρίζει. Ηλεκτρονικό “κύμα” μαζί με κιθαρίτσα, το παζλ στον αέρα και προάστια. Κάπου εκεί έρχεται η ολοκλήρωση. Λίγο μετά εμφανίζεται ξανά μόνο με την κιθάρα, ενώ η γεννήτρια του ηλεκτρισμού έχει πέσει πια. Βουτάει... “Αν μ’ αγαπούσες λίγο, θα ήταν πιο μικρή η καταστροφή…” με τους στοίχους μπλεγμένους. Σταματάει, γελάει, αρχίζει ξανά. Κάθε του κίνηση, κάθε του λέξη αρκεί για να προκαλέσει χαμόγελα.
Λίγο μετά καληνυχτίζει και ο μεγάλος κλέφτης χάνεται. Η αύρα του μένει για μια στιγμή εκεί και έπειτα σβήνει και εκείνη μαζί του. Η φωνή και η παρουσία του σαν frontman απλά βρίσκουν τη φυσική τους θέση τώρα και οι πιο όμορφες στιγμές του είναι οι πιο εύθραυστες, σκορπώντας μέσα από την ψυχή του μια αγκαλιά τραγούδια. Ανάμεσα σε κάθε παύση, φωνές ζητούσαν τον εξώστη. Είναι πολύ δύσκολο τελικά να μη ζητάς κι άλλο. Κι ας είναι πια Σάββατο πρωί.