Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, σχεδόν μια τριακονταετία, ο Γάλλος Hector Zazou ηχογραφεί δίσκους, αρχικα στα πλαίσια του συγκροτηματος των ZNR κι αργότερα είτε μόνος του, είτε στα πλαισια συνεργασιών και παραγωγών για λογαριασμό τρίτων. Διαρκώς διαφορετικός και μόνιμα ενδιαφέρων, είχε πάντοτε κάτι άλλο να προτείνει και ταυτόχρονα κατέχει τον τρόπο να το προτείνει ελκυστικά. Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του δίσκου, επικοινωνούμε μαζί για μια δειγματοληπτική θα λέγαμε ανάκριση επάνω στην καριέρα του και τις προσφατες μουσικές περιπέτειές του.
- Δείχνεις να προσπαθείς πάντοτε να κάνεις κάτι διαφορετικό με κάθε νέο σου δίσκο. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο concept πίσω από απ’ την ηχογράφηση του “L’ Absence”;
- Δεν θα το ‘λεγα concept. Το “L' Absence” είναι το δεύτερο μέρος ενός δίπτυχου (το πρώτο ονομάζεται “Strong Currents”) τα οποία θα μπορούσαν να έχουν τον υπότιτλο Η Τέχνη Των Τραγουδιών. Ήθελα να συγκεντρωθώ στο γράψιμο τραγουδιών (όπως και έκανα 100% στο “Strong Currents”) αλλά κάποια κομμάτια ακούγονταν σαφώς καλύτερα χωρίς φωνές. Έκανα τη μετάβαση από ένα σχεδόν ολοκληρωτικά ακουστικό περιβάλλον στο “Strong Currents” σ’ ένα σχεδόν ηλεκτρονικό στο “L'Absence”. Η ιδέα πίσω απ’ αυτό ήταν να παρουσιάσω μια δουλεία που να ανακεφαλαίωνε πολλές απ’ τις προηγούμενες μου εμπειρίες. Ένα είδος αποστάγματος της γνώσης μου και του γούστου μου κάτω από μια περισσότερο «άμεση» φόρμα.
- Έχεις ένα ορισμένο είδος ήχου που θέλεις να ακολουθήσεις όταν μπαίνεις στο στούντιο, «σχεδιάζεις» το πώς θα ακούγεται κάθε δίσκος;
- Ναι, κάθε δίσκος φτιάχνεται σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο αλφαβητάριο ήχων. Αισθάνομαι να βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση μ’ έναν συγγραφέα που θέλει να δουλέψει επάνω σε μια συγκεκριμένη ιστορία και συλλέγει πολλές πληροφορίες γύρω από μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή έναν τόπο που θέλει να χρησιμοποιήσει για τη νουβέλα του. Θα μπορούσες να πεις το ίδιο για έναν οπτικό καλλιτέχνη όταν διαλέγει να κάνει μια σειρά από πίνακες (μπλε, κόκκινο, ροζ...) ή γλυπτά...
- Πάντοτε προσπαθείτε να πειραματίζεστε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στους δίσκους σας. Το ίδιο ισχύει και στον καινούργιο, όπως παράλληλα και να είναι εύκολο να τον ακούσει ο καθένας;
- Το να πειραματίζεσαι δεν σημαίνει να είσαι παράξενος ή αλλόκοτος. Μπορείς να πειραματιστείς σ’ αυτό που αποκαλείται “easy listening” μουσική. Κοίταξε τη δουλεία του Andy Warhol . Είναι εμπορική (εύκολη στο μάτι) αλλά ταυτόχρονα εντελώς πειραματική. Με το “L' Absence”, ήθελα να μείνω σ’ ένα μέρος όπου οι ακροατές θα ένιωθαν άνετα μα εντός των ορίων προσπάθησα να ακολουθήσω νέες διαδρομές. Για να είμαι ειλικρινής, η αρχική μου ιδέα ήταν να είμαι πολύ πιο προσιτός, πιο easy listening, στην πραγματικότητα σχεδόν «διαφανής» μα απέτυχα και η μουσική ακούγεται περισσότερο μελαγχολική για να είναι αληθινά ευχάριστη. Ο πειραματισμός είναι κρυμμένος πίσω απ’ το αρμονικό προκάλυμμα. Επαφίεται στον ακροατή να το ανακαλύψει μα δεν πειράζει αν κανείς δεν ενδιαφέρεται.
- Το “L’ Absence” δημιουργεί το ίδιο είδος ηχητικής ατμόσφαιρας που είχαμε μάθει απ’ το trip hop στα ‘90ς. Συμφωνείς μ’ αυτό, κι ήσουν ποτέ οπαδός της συγκεκριμένης μουσικής σκηνής;
- Πραγματικά λάτρευα το trip hop στυλ συγκροτημάτων όπως οι Massive Attack, ο Tricky και περισσότερο απ’ όλους οι Portishead. Ολόκληρο τον ήχο του Bristol . Μπορείς ν’ ακούσεις αυτή την επιρροή στο “Glyph”, το δίσκο που έκανα με τον Harold Budd. Στο “L' Absence” προσπάθησα να δουλέψω σε διαφορετικά ρυθμικά μοτίβα. Σίγουρα το παγκόσμιο τέμπο είναι αργό αλλά αν ακούσεις προσεκτικά στα τύμπανα και τα κρουστά, δεν ηχούν καθόλου όπως στο hip hop. Ήμουν περισσότερο επηρεασμένος από την Click and Cut κίνηση (όπως έρχεται από τη Γερμανία και τον Καναδά) που προσπάθησα να προσαρμόσω στη φόρμα του τραγουδιού.
- Στο δίσκο, υπάρχουν ορισμένες υπέροχες γυναικείες φωνές που τραγουδούν, πιστεύεις ότι αυτό το στυλ μουσικής ταιριάζει καλύτερα σε μια γυναικεία φωνή απ’ ότι σε μια αντρική; Είσαι διαρκώς στο ψάξιμο για καινούργιες φωνές που θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις σε μελλοντικές ηχογραφήσεις;
- Πάντοτε μου άρεσαν οι γυναικείες φωνές. Γιατί; Έχω ήδη πει πως ίσως επειδή οι γυναίκες τραγουδούν νανουρίσματα αλλά δεν είμαι μωρό πια (αν και θα το ευχόμουν να είμαι) κι ήταν ο πατέρας μου (όχι η μητέρα μου) που τραγουδούσε νανουρίσματα: μια αντίφαση που θα μπορούσε να είναι ένα ακόμη στοιχείο εξήγησης. . το πρόβλημα είναι ότι ακούς τέτοιου είδους γλυκές φωνές όλο και περισσότερο και αρχίζει να καταντάει βαρετό. Υπερβολική ζάχαρη στο κέικ. Νομίζω ότι θα δουλέψω περισσότερο με αντρικές φωνές τώρα. Λατρεύω τις φωνές του Scott Walker και του Mark Hollis για παράδειγμα.
- Έχεις κυκλοφορήσει δίσκους που ήταν εντυπωσιακοί λόγω των ονομάτων που συμμετείχαν σ’ αυτούς. Επρόκειτο για ονόματα που είχες στο μυαλό σου όταν έγραφες κάποια κομμάτια ή ήθελες οπωσδήποτε να τα έχεις στο δίσκο σου;
- Για εμένα, η ηχογράφηση ενός δίσκου είναι σαν να σκηνοθετείς μια ταινία. Έχω τα τραγούδια (ή ορισμένες φορές κάποια κομμάτια τους), έχω τις ηχητικές ιδέες και χρειάζομαι τους ηθοποιούς. Σχηματίζω μια λίστα που αποτελεί «το τέλειο καστινγκ», αλλά, όπως και στη βιομηχανία του κινηματογράφου, δεν λειτουργούν τα πράγματα άψογα. Κάποιοι θα είναι απασχολημένοι, κάποιοι δεν θα ενδιαφέρονται. Τότε θα πρέπει να βρεις άλλους τραγουδιστές. Κι ενώ ψάχνεις, ανακαλύπτεις άλλες δυνατότητες και η ίδια η μουσική αρχίζει και αλλάζει. Η ηχογράφηση είναι μια ανοιχτή διαδικασία σχεδόν ως το τέλος, επειδή αυτό που λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τραγουδιστή δεν μπορεί να λειτουργήσει με έναν άλλο.
- Έχετε κάνει αρκετούς δίσκους σε συνεργασία με άλλους. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου τα δυο μέρη αποφασίζουν να κάνουν κάτι μαζί ή πρόκειται για δικά σας projects για τα οποία ζητήσατε βοήθεια στην πορεία;
- Λατρεύω τις συνεργασίες. Γιατί όταν δουλεύεις με άλλους καλλιτέχνες πάντοτε σε πηγαίνουν σε μέρη όπου δεν θα πήγαινες μονάχος σου. Γενικά μιλώντας, ζητάω από ανθρώπους να με ακολουθήσουν. Αλλά στη δουλειά μου σαν παραγωγός συμβαίνει το αντίθετο.
- Ένα παράδειγμα είναι ο δίσκος που κάνατε με τον Harold Budd και που αποτελεί το προσωπικό μου αγαπημένο. Του ζητήσατε να ηχογραφήσετε μαζί επειδή είσαστε θαυμαστής της δουλείας του;
- Συνάντησα για πρώτη φορά τον Harold το 1978. Είχα ακούσει το άλμπουμ του “The Plateau Of Mirrors” στην εταιρία του Brian Eno Obscure και μου άρεσε πολύ. Κάποιος μου έδωσε το τηλέφωνο του, ήμουν στο Λος Άντζελες, του τηλεφώνησα και συναντηθήκαμε. Από εκείνη την εποχή, διατηρήσαμε επαφή. Όταν ηχογραφούσα το “Songs From The Cold Seas” του ζήτησα να παίξει σε δυο κομμάτια. Κι από εκείνη τη συνεργασία γεννήθηκε η ιδέα να κάνουμε έναν ολόκληρο δίσκο μαζί.
- Ανάμεσα στις δουλειές σας, συναντούμε κάποια απ’ τα πρώτα πειράματα συνένωσης της Δυτικής μουσικής με τις ethnic μουσικές. Πως νοιώθεις τώρα που η ethnic μουσική γίνεται τόσο εξαντλητικά αντικείμενο ερευνάς και εκμετάλλευσης απ’ τον καθένα; Πιστεύεις ότι θα ήταν καλύτερα ν’ αφήναμε αυτούς τους ήχους έξω απ’ το εμπορικό παιχνίδι στο οποίο τους εμπλέκουν οι δισκογραφικές εταιρίες;
- Αυτό θα πρέπει να το ρωτήσεις στους «ethnic καλλιτέχνες». Έχω ανάμεικτα συναισθήματα γι’ αυτή την ερώτηση. Η μουσική είναι κάτι ζωντανό που αλλάζει, εξελίσσεται, προσθέτει καινούργια στοιχεία σε παλιές δομές... Η εισαγωγή των ηλεκτρικών κιθάρων στην Αφρικάνικη μουσική ήταν ένα θαυμάσιο πράγμα. Αν ακούσεις τη μουσική rumba από τα 60'sτης Δυτικής Αφρικής, ακούγεται τόσο συνεκτική ώστε κανείς δεν παραπονέθηκε ότι πήγαινε τη μουσική κάπου που δεν έπρεπε να είχε πάει. Παντού στον κόσμο οι μουσικοί έχουν την περιέργεια να πειραματίζονται. Γιατί δεν θα έπρεπε να τους επιτρέπεις να το κάνουν; Κάποιες φορές το αποτέλεσμα είναι κακό, κάποιες άλλες καλό. Η Sevara Nazarkhan, η Ουζμπεκα τραγουδίστρια με την οποία δούλεψα, είναι οπαδός της Bjork. Έπρεπε να ηχογραφήσει σ’ ένα κασετόφωνο για να έχει αυτόν το «βρώμικο υπέροχο, αληθινό ήχο»; Δεν διακρίνω καμία διάφορα ανάμεσα στους «ethnic καλλιτέχνες» και τους «Δυτικούς». Τα πάντα εξαρτώνται απ’ το τι έχουν στο μυαλό τους. Υπάρχει εξίσου κακή μουσική που παράγεται στη Δύση όση κι οπουδήποτε αλλού (και μάλλον περισσότερη).
- Για να επιστρέψουμε στο νέο σας δίσκο, οι όμορφες ατμόσφαιρες που δημιουργείτε φέρνουν στο νου τις ατελείωτες chill out συλλογές που κυκλοφορούν. Δεν φοβάστε ότι οι άνθρωποι πιθανόν να πάρουν λάθος τη μουσική σας και να την περάσουν για υλικό κατώτερο όπως αυτό που υπάρχει κατά κόρον στην αγορά;
- Δεν φοβάμαι αλλά γνωρίζω ότι οι περισσότεροι ακροατές δεν θα διακρίνουν τη διάφορα. Επειδή μπορεί να νομίσεις, ακούγοντας βιαστικά το “L' Absence”, ότι είναι μέρος αυτού του chill out easy listening υλικού. Όμορφα τραγούδια, μαλακοί ρυθμοί κτλ... Δεν με πειράζει. Κατά κάποιο τρόπο, μ’ αρέσει κιόλας. Άφησε το να πνιγεί στον όγκο της ακίνδυνης μουσικής, άφησε το να κάνει την υπόγεια δουλεία του. Έχω συνηθίσει να περιμένω αρκετό καιρό ανάμεσα στη στιγμή που ένας δίσκος μου κυκλοφορεί και την αντίδραση των μέσων ενημέρωσης η του κοινού.
- Προσπαθήσατε να αναπαράγετε ένα είδος κινηματογραφικής αίσθησης στη μουσική; Ποια είναι η ιδέα πίσω απ’ τη χρήση των λέξεων του σκηνοθέτη JL Godard;
- Ακούω παρά πολύ καιρό τον κόσμο να μου λέει ότι η μουσική μου είναι κινηματογραφική. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό και θα ήθελα κάποιος να μου εξηγήσει καθαρά περί τινός πρόκειται. Από όταν είδα το “Le Mepris” του Godard για πρώτη φορά, πολλά χρόνια πριν, μου άρεσε ο διάλογος στην αρχή της ταινίας ανάμεσα στη Bardot και τον Piccoli. Εκείνη είναι γυμνή στο κρεβάτι και τον ρωτάει αυτές τις ερωτήσεις: σου αρέσει ο κώλος μου κτλ... πανέμορφα γραμμένο. Ένας απ’ τους καλύτερους διάλογους που έχω ακούσει σε ταινία. Η ιδέα άρεσε στην Asia Argento και πρότεινε ότι μπορούσε να κάνει τις δυο φωνές. Οι λέξεις θα απευθύνονταν σ’ έναν νέο κόσμο. Ναρκισσιστικό, ονειρώδη...
- Χρησιμοποιείτε επίσης λέξεις του Karl Marx, κάτι που είναι λίγο περίεργο γι’ αυτού του είδους τη μουσική! Πιστεύετε ότι ο κόσμος της μοντέρνας μουσικής δεν είναι πολιτικός εδώ και πολλά χρόνια; Πιστεύετε ότι η μουσική θα ‘πρεπε να μιλάει για περισσότερο ζωτικά ζητήματα απ’ ότι κάνει σήμερα;
- Αυτές οι γραμμές είναι παρμένες από το Manifesto του Karl Marx το οποίο είναι ένα απαραίτητο βιβλίο. Η ανάλυση του Marx για τον καπιταλισμό είναι ακόμη ακριβής. Δεν είμαι σίγουρος ότι η μουσική - η τέχνη γενικότερα – είναι πολιτικά αποτελεσματική. Oι λέξεις του Dylan – όταν τραγουδούσε τραγούδια διαμαρτυρίας - ποτέ δεν άλλαξαν τίποτα. Μα ίσως μπορέσουν να ανοίξουν κάτι σ’ εμάς. Κάτι δύσκολο να αποσαφηνίσεις. Μια σκιά ενός αισθήματος που μας πάει σε νέες αντιλήψεις. Εκείνο που μπορούσα να ακούσω στη φωνή του Dylan ήταν περισσότερο σημαντικό απ’ αυτό που είχε να πει. Μα είμαι σίγουρος η φωνή του δεν θα ακουγόταν το ίδιο αν δεν τραγουδούσε τις λέξεις που έγραφε. Ένας συνδετικός κρίκος θα πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στη φόρμα και το περιεχόμενο. Βαλε λυπημένους στίχους σε μια χαρούμενη μελωδία, κι όλοι θα θυμούνται τη χαρούμενη μελωδία.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον για εσάς; Έχετε κάποια projects έτοιμα για το μέλλον; Θα πρόκειται για κάτι το εντελώς διαφορετικό; Πόσο πολύ καταλήγουν να είναι όπως τα σχεδιάζατε;
- Προσπαθώ να εναλλάσσω «εύκολα» και «δύσκολα» projects. Ο δίσκος που έκανα πριν απ’ το “L'Absence” και το “Strong Currents” (τον ακουστικό ξάδερφο του “L' Absence”) ήταν μια συνεργασία με την Sandy Dillon που ονομαζόταν “12, Las Vegas is cursed”. Προσπαθήσαμε να αναμείξουμε rock, blues και σύγχρονες μουσικές (η επιρροή από τον Olivier Messiaen είναι ορατή σ’ ένα ταπεινό επίπεδο). Δεν πούλησε καθόλου. Πολύ δύσκολο για τεμπέλικα αυτιά. Αυτή τη στιγμή εργάζομαι σ’ ένα project για DVD με τον Bernard Caillaud, έναν ζωγράφο που γράφει προγράμματα για κομπιούτερ που παράγουν εικόνες. Φαντάσου τους πίνακες του Mondrian να αλλάζουν σχήματα και χρώματα στην οθόνη. Η μουσική είναι αρκετά ριζοσπαστική – συνήθιζα να την αποκαλώ Ηχητικές Παραισθήσεις – κι έχω ζητήσει από κάποιους ανθρώπους να με βοηθήσουν: τον Brian Eno, τον David Sylvian και τον Bill Rieflin,τον ντράμερ των REM.