Όποιος γαλουχήθηκε με την indie folk τραγουδοποιία των '00s δεν μπορεί παρά να φυλάει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του, στη δισκοθήκη και στις λίστες του για το νορβηγικό ντουέτο των Kings of Convenience που έφεραν διακριτικά πλην πολύ στιβαρά στην κιθαριστική indie την απλή, μαγική κομψότητα που αποτελεί ίδιον της σκανδιναβικής αισθητικής κουλτούρας. Η συνοχή του ήχου τους και η ανθεκτικότητά του σε καιρούς που οι πρωταγωνιστές της μουσικής βιομηχανίας αγωνίζονται σε ένα αβυσσαλέο τερέν marketing και εντυπωσιασμού υπήρξε ανέκαθεν σήμα κατατεθέν τους και το μεγάλο κέρδος από την εξαργύρωση μιας μακρόχρονης γνωριμίας και συνύπαρξης από τα σχολικά τους κι όλας χρόνια.
Και όπως όλες οι πολύχρονες και οι ανθεκτικές συμβιώσεις έτσι και αυτή των Erlend Øye and Eirik Glambek Bøe έχει το δικό της κοινό μυστικό: την αξία του δημιουργικού διαλείμματος, την αξιοποίηση της απόστασης, τον ψύχραιμο βηματισμό και την αβίαστη τέχνη. Το τελευταίο δημιουργικό διάλειμμα των Kings of Convenience κράτησε 12 χρόνια αλλά η επιστροφή τους με ένα πανέμορφο, νοσταλγικό album, το Piece or Love τους δικαιώνει. Αυτό το album έρχονται να μας γνωρίσουν στις 20 Σεπτεμβρίου στο Θεάτρο Ακροπόλ, με τον Erlend Øye, λίγες ημέρες πριν, να απαντάει, εν μέσω ενός οικογενειακού μεσημεριανού τραπεζιού που τόσο πολύ έμοιαζε στα καθημερινά μεσημεριανά τραπέζια με τα οποία μεγαλώσαμε όλοι μας, σε όλες τις ερωτήσεις μας για το πώς οι Kings of Convenience καταφέρνουν να αντέχουν στον χρόνο χωρίς την παραμικρή αλλοίωση, χωρίς κανέναν trendy συμβιβασμό.
Ας ξεκινήσουμε από το προφανές: νέος δίσκος μετά από 12 χρόνια, ιδιαίτερα μεγάλο διάστημα ακόμα και για τους Kings of Convenience και μια πολυαναμενόμενη κυκλοφορία για το πιστό κοινό σας. Ήταν αυτή η καθυστέρηση κάτι που απλώς προέκυψε ή ένα στοχευμένο διάλειμμα;
Ο δίσκος πήρε πράγματι πολύ καιρό για να ολοκληρωθεί – βέβαια έτσι κι αλλιώς κοιτώντας τη δισκογραφία μας θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μέσος όρος για μια νέα κυκλοφορία των Kings of Convenience είναι περίπου 7 χρόνια. Αυτό που συνέβη σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι ξεκινήσαμε να δουλεύουμε αυτό το album την περίοδο 2016 – 2017 αλλά τότε συνειδητοποιήσαμε ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο που νιώθαμε αβέβαιοι για το αν πρέπει να το προχωρήσουμε, κάπως σαν τα πράγματα να μην ήταν αρκετά καλά. Ήταν σαν να χάσαμε το αντικειμενικό κριτήριο που μας επέτρεπε να διακρίνουμε αν κάτι ήταν πραγματικά καλό ή όχι. Έτσι, αποφασίσαμε ότι θα ήταν ορθότερο να κάνουμε ένα διάλειμμα, να πάρουμε λίγο παραπάνω χρόνο. Ξεκινήσαμε ξανά να δουλεύουμε το 2019 αλλά μας πρόλαβε η πανδημία και μας καθυστέρησε άλλη μια διετία. Οπότε να ΄μαστε τώρα.
Τι ήταν αυτό που ψάχνατε με αυτό το αντικειμενικό κριτήριο όλον αυτόν τον καιρό, αυτό που θέλατε να ακούγεται τόσο σωστό και καλό για να μπείτε στην τελική ευθεία της κυκλοφορίας;
Είναι δύο πράγματα. Φυσικά ο ήχος κιθάρας έχει πάντα μεγάλη σημασία για εμάς, θέλουμε να είναι καθαρός, κρυστάλλινος, όμορφος, να ακούγεται ολόσωστα. Αλλά αυτό το ολόσωστα κρύβει μέσα κι ένα άλλο στοιχείο, ένα ιδιαίτερο συναίσθημα που κυνηγάμε σε κάθε take. Το ίδιο τραγούδι μπορεί να ηχογραφηθεί τη μια στιγμή με τρόπο που να παράγει πλούσιο συναίσθημα και την άλλη με τρόπο που να σε αφήνει αδιάφορο. Και αυτό που είχαμε χάσει μερικά χρόνια πριν ήταν ακριβώς η ικανότητά μας να διαγνώσουμε αν υπάρχει αυτό το συναίσθημα ή όχι. Τα κάνουμε όλα μαζί, ως ντουέτο, από τότε που ξεκινήσαμε, γράφουμε και παίρνουμε τις αποφάσεις μαζί, και όταν το κάνεις αυτό για τόσα πολλά χρόνια με έναν συγκεκριμένο τρόπο κάποια στιγμή αυτό το κριτήριο θολώνει και σε αφήνει αβέβαιο. Αυτό θέλαμε να ξαναβρούμε, αυτό ψάχναμε.
Μιλώντας για όλα αυτά τα χρόνια που είστε μαζί, και πράγματι είναι πολλά αυτά -αν δεν κάνω λάθος ξεκινήσατε και ως συμμαθητές- θυμάμαι μια συνέντευξη σας κάποτε, στην οποία ο δημοσιογράφος σας παρομοίασε ως «παντρεμένο ζευγάρι». Πόσο εύκολο είναι να διατηρείτε μια τόσο βαθιά σχέση σε πολλαπλά επίπεδα όλα αυτά τα χρόνια;
Είμαστε πράγματι μαζί για πάρα πολλά χρόνια με τον Erik (σ.σ. Erik Glambek Bøe) αλλά θα έλεγα ότι πιο πολύ νιώθω σαν να είμαστε αδέλφια παρά παντρεμένο ζευγάρι. Ο λόγος που καταφέραμε να συνυπάρξουμε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα είναι ότι ζούμε διαφορετικές ζωές, σε διαφορετικά μέρη και έτσι, εκ των πραγμάτων, παίρνουμε μεγάλα διαλείμματα ο ένας από τον άλλον. Και αυτό που συνειδητοποίησα πρόσφατα είναι ότι αν και υπάρχουν αρκετά πράγματα που θα ήθελα να αλλάξω στον Erik, δεν μπορώ να το κάνω, είναι κάτι που δεν γίνεται, όπως δεν μπορεί κι εκείνος να αλλάξει πράγματα που ενδεχομένως θα ήθελε σε εμένα. Αυτό που γίνεται, που μπορούμε να κάνουμε και κάνουμε είναι να βλέπουμε πόσο χρόνο μπορούμε να έχουμε μαζί μέσα σε μια χρονιά και να τον περνάμε ποιοτικά, αγαπώντας ο ένας τον άλλον, και διασκεδάζοντας αυτές τις ώρες μας μαζί. Πολλές φορές μάλιστα όταν συναντιόμαστε για να δώσουμε μια συναυλία, δεν έχουμε ιδωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, συναντιόμαστε εκεί, ενώπιον του κοινού, μετά από πολύ καιρό, παίζοντας, ενδεχομένως, για πρώτη φορά κάποια νέα ιδέα που μπορεί να έχουμε. Δυο φίλοι που συναντιούνται και παίζουν μαζί μετά από καιρό, είναι κάτι όμορφο, νομίζω, και αυτό βγαίνει προς τα έξω.
Καταλαβαίνοντας λοιπόν ότι αυτά τα διαλείμματα σας δημιουργούν μια μεγάλη άνεση, πάμε λίγο συνειρμικά πίσω στην αρχή σας και στην άνεση του ονόματός σας. Πώς προέκυψε το Kings of Convenience;
Πάμε όντως πίσω στις αρχές δεκαετίας του ’90, όταν εγώ κι ο Erik ξεκινούσαμε και αρχίσαμε να μαθαίνουμε μουσική και να παίζουμε μουσική, δοκιμάζαμε σχήματα με μπάσο και ντραμς, επιδιώκοντας πιο «επικό» ήχο. Αλλά τότε συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν πραγματικά παντοδύναμος ο ήχος που μπορούσαμε να δημιουργήσουμε απλώς με δυο κιθάρες και δυο φωνές και παράλληλα ήταν πολύ πιο βολικό, πολύ πιο εύκολο να είμαστε μπάντα με αυτόν τον τρόπο. Νιώσαμε βασιλιάδες κι έτσι βαφτιστήκαμε: Kings of Convenience.
Επιστρέφοντας στη μουσική, πώς θα περιγράφατε την εξέλιξη σας από εκείνες τις πρώτες ημέρες του Quiet Is The New Loud μέχρι το σήμερα και το Peace or Love;
Αυτό ίσως θα ήταν περισσότερο αρμόδιος να το απαντήσει κάποιος κριτικός. Για εμένα, πάντως, ειδικά αυτά τα δύο albums, το πρώτο μας, δηλαδή, και το τελευταίο μας μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, μοιάζουν περισσότερο, ας πούμε, από το πρώτο και το δεύτερο. Αλλά αυτό που έχει αλλάξει είναι ο στίχος μας, έχουμε διανύσει πολύ περισσότερη ζωή από τον πρώτο μας δίσκο και προσπαθούμε να ενσωματώσουμε αυτήν την εμπειρία στα νέα μας τραγούδια.
Πράγματι όλα αυτά τα χρόνια τον ήχο σας τον χαρακτηρίζει βαθιά συνέπεια και συνοχή. Πόσο εύκολο είναι να διατηρείται η ιδιαίτερη ατμόσφαιρά σας, έτσι αναλλοίωτη χωρίς συμβιβασμούς στο ηχητικό σας στιλ;
Δεν είναι και τόσο δύσκολο στην πραγματικότητα. Όταν τραγουδάμε μαζί με τον Erik βγαίνει απλώς αυτή η ιδιαιτερότητα αβίαστα, και παραμένει πάντα εκεί από την αρχή μέχρι σήμερα. Από την άλλη όταν φτιάχνουμε νέα μουσική ο μόνος μας περιορισμός είναι να πρόκειται για μουσική που να μπορεί να παιχτεί μόνο από εμάς. Αν γίνεται αυτό τότε θα ακούγεται και σαν εμάς. Έτσι διατηρείται η σφραγίδα μας.
Νιώσατε ποτέ πίεση από τη βιομηχανία ή και τους fans ίσως να αλλάξετε οτιδήποτε προς κάποια κατεύθυνση;
Όχι ιδιαίτερα, μόνο στην αρχή, μετά το πρώτο album μας η δισκογραφική μας μας πίεζε για το επόμενο. Αλλά κι αυτό ακόμα ήταν επειδή εκείνοι οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν στα αλήθεια για εμάς και θέλανε να διασφαλίσουν τη συνέχεια μας - και μπορώ να πω ότι μου λείπει αυτό το ενδιαφέρον. Τώρα δουλεύουμε με ανθρώπους που μας έχουν «κληρονομήσει» κατά κάποιον τρόπο, μας βρήκαν εκεί και δεν έχουν την ίδια σύνδεση μαζί μας. Δεν μας πιέζουν και μας αφήνουν να κάνουμε ό, τι πραγματικά θέλουμε – που και αυτό είναι σπουδαίο.
https://www.youtube.com/watch?v=sjau6qZKruE
Πώς βλέπετε τη μουσική βιομηχανία του σήμερα; Πιστεύετε ότι έχει χαθεί η απλότητα την οποία πρεσβεύετε;
Για να πω την αλήθεια δεν με νοιάζει η μουσική βιομηχανία στο σύνολό της, γιατί τόσα πολλά σε αυτήν τα νιώθω εξαιρετικά μακριά μου. Αυτό που με νοιάζει είναι τα φεστιβάλ, που πολλές μπάντες δεν παίζουν πια καν live. Έχουν προηχογραφημένη τη μουσική ή μεγάλο μέρος αυτής και «παίζουν» πάνω της ή μαζί της. Δεν εννοώ ότι προσποιούνται ότι παίζουν, παίζουν όντως κατά κάποιον τρόπο απλώς το αποτέλεσμα είναι τόσο αναμενόμενο, και ακούγεται τόσο ίδιο κάθε φορά. Πανομοιότυπο tempo, πανομοιότυπη διάρκεια, όλα ηχούν κατασκευασμένα, είναι σαν να βλέπεις ένα τεράστιο DVD. Το σπουδαίο στη ζωντανή μουσική είναι ότι ένα τραγούδι μπορεί να ακούγεται διαφορετικό κάθε βράδυ και αυτός είναι ο λόγος που ο κόσμος θέλει να πηγαίνει να βλέπει τους αγαπημένους του καλλιτέχνες ξανά και ξανά. Βλέπεις μια μπάντα μια μέρα και είναι κάτι και μετά από ένα χρόνο βλέπεις την ίδια μπάντα και μπορεί να είναι κάτι άλλο, βλέπεις την εξέλιξή της στα χρόνια. Την εξέλιξη του ήχου της. Αυτό είναι το ωραίο.
Στο δικό σας πολυαναμενόμενο live στο Θέατρο Ακροπόλ αυτόν τον Σεπτέμβρη τι πρόκειται να δούμε;
Θα παίξουμε με τον Erik το μεγαλύτερο μέρος του show μόνοι μας και προς το τέλος θα έχουμε και μουσικούς μαζί μας στη σκηνή. Θέλουμε να δώσουμε μια πιο dance διάθεση σε κάποια κομμάτια, για μια ιδιαίτερη νότα επίγευσης. Ανυπομονούμε να σας δούμε εκεί.
Για πληροφορίες και εισιτήρια πατήστε εδώ