Είναι 39 ετών, έχει καταγωγή από το Μπαχρέιν, όπου πέρασε τα πρώτα χρόνια της παιδικής της ηλικίας και είναι μια από τα λαμπρότερα ανερχόμενα ονόματα της βρετανικής -αν όχι της παγκόσμιας- σύγχρονης fusion jazz σκηνής. Η τρομπετίστρια, συνθέτρια και μουσική παραγωγός Yazz Ahmed πρεσβεύει τη βιωματική και ελεύθερη μουσική έκφραση και είναι μια από τις μεγάλες ελπίδες μιας νέας τζαζ γλώσσας, απελευθερωμένης από τα στερεότυπα που κουβαλάει πολλές φορές το είδος, εγκλωβισμένο στη λαμπρή, αμερικανική παράδοσή του και στο εξίσου λαμπρό κλασσικό ευρωπαϊκό παρακολούθημα αυτής της παράδοσης.
Με τη δισκογραφία της, η οποία βρίσκει ολοένα και πιο ενθουσιώδη υποδοχή στους μουσικούς κύκλους, έχει διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο, σύγχρονο ethno jazz στιλ, εμπνευσμένο από τον μεγάλο Λιβανέζο ουτίστα Rabih Abou – Khalil, και τη μουσική του ιδεολογία για μια ασυμβίβαστη μουσική, χωρίς σύνορα. Έχει παίξει για το Boiler Room, έχει διασκευάσει Radiohead και These New Puritans και έχει διακριθεί και βραβευθεί για τη μουσική της καινοτομία και τη συνεισφορά της στο ζήτημα της πολιτισμικής γεφύρωσης και της καταπολέμησης των γυναικείων στερεοτύπων.
Η εξαιρετικά ταλαντούχα και ενδιαφέρουσα Yazz Ahmed, μια μουσικός με άποψη πέρα από τη μουσική της, που εν τέλει κάνει και τη μουσική της να έχει άποψη, έρχεται στο 21st Athens Jazz – Women In Jazz, για μια εμφάνιση με τους μουσικούς της στη σκηνή της Τεχνόπολης την Παρασκευή 27 Μαΐου, ενώ νωρίτερα την ίδια μέρα θα συμμετέχει σε πάνελ της διοργάνωσης με θέμα την ισορροπία των φύλων στη μουσική και στη τζαζ σκηνή ειδικότερα.
Λίγο πριν από αυτό μιλήσαμε με την Yazz Ahmed και της ζητήσαμε να διηγηθεί με δικά της λόγια το προσωπικό της ταξίδι που διαμόρφωσε αυτήν και τον ήχο της και να χαρτογραφήσει αυτό το ταξίδι μέσα από τη δισκογραφία της.
«Ξεκίνησα να παίζω τρομπέτα όταν ήμουν εννιά χρονών. O παππούς μου ήταν τρομπετίστας στη jazz σκηνή του Λονδίνου τη δεκαετία του ’50 και αργότερα έγινε παραγωγός δίσκων, οπότε πάντα υπήρχε μουσική στο σπίτι, μοιραζόταν μαζί μου μουσική, εμπνεόντάς με και μετά μου πήρε δώρο και την πρώτη μου τρομπέτα στα γενέθλιά μου. Λάτρεψα το όργανο από την πρώτη νότα. Αγαπούσα πάντα τη τζαζ, όπως και άλλα μουσικά είδη βέβαια – η μαμά μου, που ήταν χορεύτρια μπαλέτου, μου έβαζε συχνά να ακούω κλασσική μουσική, Stravinsky που ήταν ο αγαπημένος της αλλά επίσης ήταν και μεγάλη fan της reggae, οπότε μεγάλωσα ακούγοντας πολλή και διαφορετική μουσική. Μετά σπούδασα μουσική, ασχολήθηκα πολύ με την αμερικανική και τη βρετανική τζαζ, αλλά μόνο αφότου αποφοίτησα άρχισα να βρίσκω σιγά σιγά τη δικιά μου φωνή. Ανακάλυψα ένα καταπληκτικό album του ουτίστα Rabih Abou-Khalil -το οποίο το διάλεξα γιατί έπαιζε σε αυτό ο αγαπημένος μου τρομπετίστας, ο Kenny Wheeler- και πλημμύρισα με έμπνευση.
Έτσι ξεκίνησα το δικό μου ταξίδι για να ανακαλύψω ξανά τη δικιά μου πολυπολιτισμική κληρονομιά – ο πατέρας μου είναι από το Μπαχρέιν, ενώ η μητέρα μου είναι Αγγλίδα. Δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη πολλά βιβλία για την αραβική μουσική και ξεκίνησα να μελετάω. Ανέσυρα παιδικές αναμνήσεις της μουσικής που με περιέβαλε μικρή -γιατί μεγάλωσα στο Μπαχρέιν μέχρι τα εννιά μου χρόνια- και άκουσα πολλή μουσική. Και μετά όταν έφτασα πια στο σημείο της σύνθεσης ξεκίνησα να δοκιμάζω διάφορα, προσεγγίζοντας τη διαδικασία σαν παιδί: δοκιμάζοντας και κάνοντας λάθη. Πειραματίστηκα με τις αραβικές κλίμακες, με διάφορες μελωδίες, με ομάδες χορού της κοιλιάς, ανέπτυξα πολλές διαφορετικές ιδέες μέχρι να βρω το προσωπικό μου στιλ. Και όταν το βρήκα, ήταν μια στιγμή από αυτές που λες «Εύρηκα!», μια κάθαρση. Γιατί καθώς μεγάλωνα στο Λονδίνο είχα μια συνεχή αίσθηση σαν να μην ανήκω πουθενά, σαν να μου λείπει κάτι, και μέσα από αυτό το ταξίδι ήταν που κατάλαβα ότι δεν είναι αλήθεια. Μέσα από αυτή τη μουσική, αυτήν τη μίξη jazz και αραβικής μουσικής ένιωσα ξανά ένας ολόκληρος άνθρωπος».
«Το πρώτο μου album, Finding My Way Home, το 2011 ήταν κατά κάποιον τρόπο το πρώτο μου βήμα, η πρώτη μου βουτιά στα νερά του fusion, της ανάμιξης της τζαζ με τη μουσική της Μέσης Ανατολής. Ακούς ξεκάθαρα τα στοιχεία της κλασσικής τζαζ εκπαίδευσής μου αλλά και τους πρώτους πειραματισμούς μου σε αυτές τις προσμίξεις και τα παντρέματα της μουσικής που αγαπώ. Και μετά ήρθε το δεύτερο album, το La Saboteuse, το 2017, με το οποίο έσκαψα πιο βαθιά στις ρίζες μου. Σε αυτόν τον δίσκο οι επιρροές από τη Μέση Ανατολή είναι πολύ περισσότερες αλλά σε αυτό το σημείο ξεκινάω ουσιαστικά να πειραματίζομαι και να εισάγω περισσότερα ηλεκτρονικά στοιχεία – κάτι που ανέπτυσσα και δούλευα στο μεσοδιάστημα. Παράλληλα ήθελα να περάσω κι ένα μήνυμα με αυτή τη δουλειά, σχηματοποιώντας σε έναν χαρακτήρα – σαμποτέρ όλες αυτές τις αρνητικές σκέψεις που μας καταβάλλουν και βάζουν φρένο στη δημιουργικότητά μας – είναι ένα album, εσωστρεφές, αφιερωμένο στην αντι-μούσα μου. Και τέλος το Polymnia, το 2019 είναι εμπνευσμένο από όλες τις γενναίες γυναίκες, είναι μέρος από μια σουίτα που έγραψα για τη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας, ένα εξωστρεφές album. Αυτά τα δύο albums θα αποτελέσουν και τον πυρήνα της εμφάνισής μας στο Athens Jazz. Αυτή τη στιγμή δουλεύω στο επόμενο album μου που θα είναι βασισμένο και εμπνευσμένο από την παραδοσιακή μουσική του Μπαχρέιν, τα παραδοσιακά τραγούδια των ψαράδων μαργαριταριών και των τραγουδιών που λένε οι γυναίκες στα γλέντια, στις χαρές και στις λύπες. Παράλληλα πρόκειται να κυκλοφορήσει κι ένα EP, που έχω ολοκληρώσει ήδη, εμπνευσμένο από τη φύση, το οποίο δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown».
Αν κάτι εξάγεται αμέσως ως συμπέρασμα από τον τρόπου η Yazz Ahmed μιλάει για τη μουσική της πορεία και εξερεύνηση είναι το πόσο μεγάλη σημασία έχει γι’ αυτήν να λέει μια ιστορία με τη μουσική της, τη δική της ιστορία ή μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί. Και αυτό είναι ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα του ήχου της, ένα πλεονέκτημα που έρχεται κατευθείαν από το παραδοσιακό οπλοστάσιο της τζαζ, και αξιοποιείται με έναν πολύ φρέσκο και προσωπικό τρόπο. «Νομίζω ότι αυτό που είναι σημαντικό είναι να γίνει αντιληπτή η σημασία της αφήγησης, του storytelling. Η τζαζ γεννήθηκε σε συνθήκες πάλης και διαμαρτυρίας, και νομίζω ότι ο κόσμος πια είναι πιο ευαισθητοποιημένος, πιο έτοιμος να καταλάβει την αφηγηματική δύναμη της τζαζ. Υπάρχει δυνατή σκηνή εδώ, στο Λονδίνο, κόσμος που πειραματίζεται με την ηλεκτρονική μουσική, καλλιτέχνες που κοιτάνε πίσω στη δικιά τους ιστορία προσπαθώντας να δημιουργήσουν μουσική με νόημα. Και παράλληλα να είναι ο εαυτός τους, να εκφράζουν τον εαυτό τους, να λένε τη δική τους ιστορία. Όλοι παλεύουν να ακουστούν. Κι εγώ στην αρχή έπαιζα μόνο τους σπουδαίους Αμερικανούς συνθέτες αλλά μετά ανακάλυψα ότι δεν είμαι μόνο αυτό, ότι δεν είμαι ο εαυτός μου. Οπότε προσπάθησα να παρουσιάσω κάτι ειλικρινές, θέλω η μουσική μου να είναι ειλικρινής και ελεύθερη».
Πόσο εύκολο όμως είναι να πει αυτή την ιστορία, να φτάσει σε αυτήν την ελευθερία της έκφρασης και στην καταξίωση στη μουσική βιομηχανία μια γυναίκα; Υπάρχουν ακόμα στερεότυπα που απειλούν την περίφημη ισότητα, η οποία είναι -ή θα έπρεπε να είναι- το ζητούμενο κάθε σύγχρονης και δημοκρατικής κοινωνίας και ως εκ τούτου και της καλλιτεχνικής σκηνής της; «Υπάρχουν τόσοι πολλοί περιορισμοί: πώς πρέπει να δείχνεις, πώς πρέπει να ντύνεσαι, πώς πρέπει να φέρεσαι. Έχω δεχτεί η ίδια τόση κριτική για παράδειγμα για το πώς στέκομαι πάνω στη σκηνή, πώς δείχνω εκεί πάνω, μου έχουν πει ακόμα και ότι στέκομαι σε λάθος μέρος – και δεν νομίζω ότι έχουν πει ποτέ σε κάποιον από τους άντρες συναδέλφους μου κάτι αντίστοιχο. Είναι γελοίο. Και υπάρχουν τόσες προκλήσεις για μια γυναίκα μουσικό της τζαζ. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι οι γυναίκες της τζαζ είναι μόνο τραγουδίστριες, οι γυναίκες μουσικοί δεν αναγνωρίζονταν το ίδιο εύκολα. Τις γυναίκες τις συνοδεύουν τα στερεότυπα σε όλη τους τη ζωή, από μικρά κορίτσια που τους λένε ότι πρέπει να είναι “καλά” και “ευγενικά” και «ήσυχα» σε αντίθεση με τα αγόρια που μπορούν να είναι άτακτα γιατί “είναι αγόρια”. Και αυτό συνεχίζεται και στην ενήλική ζωή τους, όταν τους λένε “δεν μπορείς να το κάνεις αυτό γιατί είσαι γυναίκα”. Όλα αυτά τα στερεότυπα μπορούν πολύ εύκολα να επηρεάσουν και να αποθαρρύνουν ένα κορίτσι ή μια γυναίκα από το να ασχοληθεί με την τζαζ. Γιατί η τζαζ -μεταξύ άλλων- ότι πρέπει να πάρεις ρίσκα. Προσωπικά μου πήρε πάρα πολύ χρόνο να χτίσω την αυτοπεποίθησή μου, στην αρχή ανησυχούσα κι εγώ ότι θα κάνω λάθη και θα γελοιοποιηθώ. Και βλέπω την ίδια ανησυχία σε πολλές νέες γυναίκες στα jam sessions και στις πρόβες. Αλλά εδώ, στη Μεγάλη Βρετανία, υπάρχουν πολλές θετικές εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα, της συμπερίληψης των γυναικών στη μουσική βιομηχανία που με τη σειρά τους βοηθούν στην ίδια την εξέλιξη του μουσικού τοπίου. Υπάρχουν πολλές οργανώσεις, πολλά προγράμματα από ιδρύματα και δημόσιους φορείς, από το PRS Foundation μέχρι το Arts Council, που στηρίζουν τη τζαζ σκηνή της χώρας και ενθαρρύνουν τις νέες γυναίκες καλλιτέχνιδες και μουσικούς να δημιουργήσουν, να εκφραστούν και να εξερευνήσουν τις δυνατότητές τους, δημιουργώντας ένα δίκτυο υποστήριξης και αλληλεγγύης. Ίσως γι’ αυτό βλέπουμε όλες και περισσότερες γυναίκες μουσικούς της τζαζ -πάντα υπήρχαν σπουδαίες, εκπληκτικές μουσικοί αλλά δεν είχαν την πλατφόρμα, το μέσο να δηλώσουν παρούσες. Nομίζω ότι σιγά σιγά οι αντιλήψεις αλλάζουν και ο κόσμος παίρνει τις γυναίκες πιο σοβαρά. Όπως άλλωστε και τη μουσική, την οποία μοιάζει να επανεκτίμησε ο κόσμος εξαιτίας της πανδημίας. Γιατί, ακριβώς, κατάλαβε ότι δεν είναι δεδομένη».