Οι Mogwai δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Μετά από 25 χρόνια πορείας, 10 επίσημες δισκογραφικές κυκλοφορίες, πολλά παράλληλα projects σε κινηματογράφο και τηλεόραση, όπως και ατελείωτες περιοδείες στην πρo Covid-19 ζωή, έχουν πλέον αναδειχθεί σε μία από τις πιο αξιόπιστες και σταθερά ποιοτικές rock μπάντες, που ξεφεύγουν εδώ και καιρό από τα όρια του «στενόχωρου post-rock» με το οποίο έχουν ταυτιστεί. Συστάσεις μπορεί να μη χρειάζονται, αλλά συναισθήματα έκπληξης και εντυπωσιασμού γεννιούνται ακόμη και μάλιστα, σε γενναίες δόσεις. Όχι μόνο μέσα από την ακρόαση των δίσκων τους, όπως συμβαίνει με το ολοκαίνουριο και εκπληκτικό As The Love Continues, το οποίο συγκαταλέγεται χωρίς δεύτερες σκέψεις σε μία από τις κορυφαίες στιγμές των Σκωτσέζων, αλλά και από το γεγονός ότι χρειάστηκαν 2,5 δεκαετίες για να φτάσουν στο νούμερο ένα των βρετανικών charts.
«Νομίζω πως δεν θα είχαμε φτάσει ποτέ σε αυτό το σημείο αν δεν γουστάραμε τόσο πολύ αυτό που κάνουμε. Το απολαμβάνουμε ακόμη σαν να είναι η πρώτη φορά», μου εξομολογήθηκε ο Stuart Braithwaite, frontman των Mogwai, όταν τον ρώτησα πώς το γκρουπ καταφέρνει ακόμη να εκπέμπει αυτή την τόσο νεανική ενέργεια στον ήχο του, στην -αυτονόητη πλέον- Zoom βιντεοκλήση που κάναμε για να συζητήσουμε για τη νέα δουλειά της μπάντας. Αυτή θα ήταν η τρίτη φορά που θα μιλούσα μαζί του στο πλαίσιο μιας συνέντευξης, αλλά ένιωθα περισσότερη ανυπομονησία από ποτέ, καθώς η πρώτη ακρόαση του νέου τους άλμπουμ ήταν μία από αυτές τις εμπειρίες που ήξερα πως δεν θα σβηστεί εύκολα από τον συναισθηματικό σκληρό δίσκο του εγκεφάλου μου.
Μερικές από τις σπουδαιότερες στιγμές της καριέρας τους βρίσκονται μαζεμένες εδώ πέρα: το ακραία ατμοσφαιρικό, εισαγωγικό “To The Bin My Friend, Tonigh We Vacate The Earth”, η post/shoeagaze βρωμιά του “Drive The Nail” που ακούγεται σαν οι Slint να τζαμάρουν με τους My Bloody Valentine, το “Ceiling Granny” που θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται στον κατάλογο των καλύτερων στιγμών των Smashing Pumpkins, όπως και το “Midnight Flit”, στο οποίο αποδεικνύουν πως έμαθαν να μεταβολίζουν πλέον αρμονικά την εμπειρία τους από τη δημιουργία soundtracks σε στέρεο χαρακτηριστικό της ταυτότητάς τους ως γκρουπ. «Το να γράφουμε μουσική για ταινίες και σειρές είναι πολύ διαφορετική διαδικασία από το να γράφουμε για αυτόνομες κυκλοφορίες μας, αλλά πολλοί ήχοι που ανακαλύψαμε γράφοντας μουσική γι’ αυτές έχουν παίξει τον ρόλο τους στις στούντιο κυκλοφορίες μας», μου σχολιάζει σχετικά ο Braithwaite. «Υπάρχει ένα πολύ έντονο συναίσθημα ικανοποίησης όταν ακούς τη μουσική σου να παίζει στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, γνωρίζοντας ότι θα ακουστεί από ανθρώπους που πιθανώς, αυτή δε θα έφτανε ποτέ στα αυτιά τους με διαφορετικό τρόπο ή που δε θα έμπαιναν ποτέ στην διαδικασία να σε ψάξουν. Οπότε, ναι, είναι μία πολύ ωραία δημιουργική διαδικασία κι έχουμε γνωρίσει μέσα από αυτές ωραίους ανθρώπους, με τους οποίους κρατάμε ακόμη επαφή», καταλήγει.
Ακόμα ένα στοιχείο που προκαλεί εντύπωση με ένα πρώτο σκανάρισμα και προδιαθέτει τον ακροατή για τεράστια συναισθήματα, είναι οι φαινομενικά φορτισμένοι τίτλοι των συνθέσεων, όπως το “Fuck Off Money” και το αριστουργηματικό “It’s What I Want To Do, Mum”. Αναρωτιέμαι αν όντως υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από τόσο έντονους τίτλους: «Δε θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά οι τίτλοι των κομματιών προκύπτουν τυχαία, συνήθως από κάτι που θα πει κάποιος από εμάς λάθος ή κάτι που θα ακούσουμε εμείς λάθος, όπως το "Ritchie Sacramento", ας πούμε. Δεν είναι κάτι που παίρνουμε πολύ σοβαρά, συνήθως οι τίτλοι μπορεί να είναι και πολύ γελοίοι», απαντάει ο μουσικός. Και συνεχίζει αφοπλιστικά: «Όχι, δεν υπάρχει κάποιο αντικαπιταλιστικό μήνυμα πίσω από το “Fuck Off Money”. Είναι κάπως αντιφατικό να τάσσεσαι ενάντια στον καπιταλισμό, όταν ζητάς από τον κόσμο να αγοράσει τον δίσκο σου! Αλλά, ναι, είμαστε οπωσδήποτε ενάντια στις πολυεθνικές και όλο το κορπορατικό σύστημα». Κάπως έτσι, ο frontman των Mogwai επιβεβαιώνει για ακόμα μία φορά το αριστερό βλέμμα με το οποίο αντικρίζει η μπάντα τη τέχνη και τον κόσμο.
Όπως είναι λογικό, το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου γράφτηκε κατά τη διάρκεια σκληρών lockdowns, κάτι που, όμως, βοήθησε το γκρουπ να προσηλωθεί στο στόχο του και να μας προσφέρει έναν από τους πρώτους πραγματικά σημαντικούς δίσκους που γεννήθηκαν μέσα σε κοινωνικές συνθήκες Covid-19: «Ηχογραφήσαμε ένα μέρος του άλμπουμ κατά τη διάρκεια του lockdown. Ταξιδέψαμε στην Αγγλία για να το ηχογραφήσουμε. Για να είμαι ειλικρινής, το lockdown και το γεγονός πως δεν μπορούσα να πάω πουθενά, με βοήθησε να συγκεντρωθώ περισσότερο στο να γράψω νέα μουσική». Όχι χωρίς κόστος για τον Braithwaite: «Φυσικά, μου ήταν πολύ δύσκολο να μην μπορώ να δω την οικογένειά μου και τους δικούς μου ανθρώπους, αλλά σκεφτόμουν ότι το ίδιο ισχύει για όλους μας και η συγκέντρωση όλης μου της δύναμης προς την ολοκλήρωση του νέου δίσκου ήταν κάτι πολύ σημαντικό για να με απασχολεί μέσα σε αυτή την περίοδο». Σε τεχνικό επίπεδο, έχει ενδιαφέρον πως η ηχογράφηση του άλμπουμ έγινε απομακρυσμένα, μέσω Zoom, από τον σταθερό συνεργάτη των Mogwai, Dave Fridman, ενώ η συμβολή άλλων μουσικών, όπως του Atticus Ross στο “Midnight Flit” είναι ένα case study εργασίας επί πανδημίας: ο ίδιος ηχογράφησε τα έγχορδά του στο L.A, διευθύνοντας μία μπάντα που ήταν στη Βουδαπέστη, για να συνδεθεί, τελικά, με τη μουσική ενός γκρουπ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μπορεί αυτή να μην είναι η πρώτη συνεργασία των Mogwai με τον Atticus Ross (ξανασυναντήθηκαν στο Before The Flood), αλλά δε λείπει ο ενθουσιασμός. Ομοίως και για τη συμβολή του Colin Stetson στο "Pat Stains". «Και οι δυο τους προσέθεσαν στοιχεία στον δίσκο που δε θα μπορούσαμε μόνοι μας», παραδέχεται ο Σκωτσέζος.
Μία από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές του δίσκου είναι το “Ritchie Sacramento”, το μοναδικό κομμάτι του δίσκου με στίχους. Μάλιστα, ο πρώτος από αυτούς, προέρχεται από μία αστεία ιστορία που δημοσίευσε ο Bob Nastanovic από τον συμπαίκτη του στους Silver Jews, David Berman, την ημέρα που ο ίδιος έφυγε από τη ζωή. Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο, σύμφωνα με τον Stuart Braithwaite; «Είμαι τεράστιος fan της μουσικής του Berman, αυτή είναι ουσιαστικά η σύνδεσή μας. Επίσης, άνηκε σε μία παρέα ανθρώπων που νιώθουμε πολύ δικούς μας, όπως τον Βob Nastanovic από τους Pavement, την ίδια την μπάντα και άλλα ονόματα από τη δισκογραφική Drag City. Φυσικά, ήταν μεγάλη απώλεια ο χαμός του. Ωστόσο, η ιστορία του Βob είναι αστεία στην πραγματικότητα και ο David ήταν επίσης πολύ αστείος τύπος, οπότε και το ίδιο το κομμάτι είναι κάπως στενάχωρο, αλλά και αστείο μαζί».
Οπωσδήποτε, μία από τις πρώτες σκέψεις που κάνει κανείς μετά την ακρόαση του νέου δίσκου των Mogwai, είναι πως θα πρέπει να περιμένει αρκετά ακόμη για να τον απολαύσει ζωντανά. Κι όποιος έχει απολαύσει στο παρελθόν κάποιο live των Mogwai, ξέρει πως η χασούρα είναι σημαντική. Και για την ίδια τη μπάντα: «Το να μην μπορούμε να παίξουμε lives είναι πραγματικά ό,τι χειρότερο υπάρχει. Πάντως, δώσαμε ένα διαδικτυακό live στη Γλασκόβη και νιώσαμε πολύ όμορφα που ανεβήκαμε στη σκηνή, ακόμα και έτσι. Είναι ο μοναδικός τρόπος να επικοινωνήσουμε τη δουλειά μας αυτή τη στιγμή όσο πιο “ζωντανά” γίνεται και απλώς στο ενδιάμεσο, θα ανυπομονώ για τις μέρες που θα επιστρέψουμε στις κανονικές συναυλίες. Ελπίζω να μην αργήσει».
Κρατώντας αυτή την ελπίδα, ο Stuart Braithwaite κλείνει την κουβέντα μας με μια πρόβλεψη για τη μουσική μετά την πανδημία: «Θέλω να πιστεύω πως η πανδημία με κάποιον τρόπο ενδυνάμωσε τη σχέση των ανθρώπων με τη μουσική. Ήταν πολύ δύσκολο για όλους που αγαπάμε τη μουσική το ότι δεν μπορούσαμε να παίξουμε και να δούμε συναυλίες όλη αυτή την περίοδο, οπότε, ευελπιστώ πως όταν όλα αυτά επιστρέψουν, θα τα εκτιμήσουμε πολύ περισσότερο. Θα υπάρξει μία ξαφνική έκρηξη εξωστρέφειας και ζωής, σε αυτό ελπίζουμε όλοι».
Σε αυτό, ακριβώς. Και «Οσο η αγάπη συνεχίζεται», δεν έχει να φοβάται κανείς τίποτα.
Το As The Love Continues των Mogwai κυκλοφορεί από τη Rock Action Records.