Η προϋπηρεσία της Sonia Liza Kenterman στη μικρού μήκους είναι γνωστή για όσους έχουν παρακολουθήσει το Φεστιβάλ Δράμας τα τελευταία χρόνια –όχι πως δεν είχαν και μια αξιοσημείωτη πορεία στο εξωτερικό. Χρόνια όμως «παίδευε» το σενάριο για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, τον Ράφτη που μόλις πριν λίγες μέρες ανακοινώθηκε πως θα κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα του στο First Features Competition, το Διαγωνιστικό Τμήμα που αφορά αποκλειστικά τα ντεμπούτα νέων σκηνοθετών του 24ου Tallinn Black Nights Film Festival. Άνοιγμα λοιπόν στην Εσθονία, και έτοιμη για την ελληνική της πρεμιέρα στο 61ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Επειδή, λοιπόν, οι εποχές είναι αυτές που είναι, κάναμε μια κουβέντα σχετικά με την πορεία της ταινίας της, που κατέληξε αναπόφευκτα σε μια κουβέντα για την πορεία του ίδιου του σινεμά.

Ποιος είναι αυτός ο Ράφτης και γιατί έγινε ταινία η ιστορία του; Ουσιαστικά, είναι μια ιστορία για έναν άνθρωπο που, αυτό που αγαπάει, αυτό γύρω από το οποίο έχτισε τη ζωή του, καταρρέει. Κι έτσι, επειδή αυτό είναι το μοναδικό που αγαπά και γνωρίζει, πρέπει να βρει έναν νέο τρόπο για να επιβιώνει μέσω αυτού. Ένας άνθρωπος πολύ μοναχικός, ζει αρκετά αποκλεισμένος από τον έξω κόσμο, δίχως κοινωνική ζωή, λίγο σαν ερημίτης σε ένα σύμπαν  που έχει φτιάξει, κυριολεκτικά με τα χέρια του: Το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει είναι χειροποίητο, φτιαγμένο από τον ίδιο. Ο δε πατέρας του ήταν αυτός που είχε αναλάβει όλα τα πρακτικά ζητήματα της ζωής του μέχρι τώρα, οπότε εδώ βρίσκεται και η πρόκληση για τον Ράφτη, καθώς πρέπει να βγει στον έξω κόσμο, να βρει μια λύση μόνος του. Νομίζω αυτό είναι που αγαπήσαμε πολύ στον ήρωα.

Και πόσα χρόνια χρειάστηκαν για να ολοκληρωθεί η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σου; Από το 2014 ξεκινήσαμε να γράφουμε το σενάριο εντατικά (σ.σ.: το σενάριο είναι γραμμένο μαζί με την Tracy Sunderland). Το 2014 είχαμε πάει στο MFI (σ.σ.: Mediterranean Film Institute), που κάπου εκεί ήταν η αρχή για εμάς, μιας και τότε μοιραστήκαμε το σενάριο και την ιστορία με άλλους ανθρώπους. Εκεί άρχισε να αναπτύσσεται και να επικοινωνείται. Να εξηγήσω εδώ πως πρόκειται για μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Βελγίου και Γερμανίας. Είναι πολύ περίπλοκο για τους παραγωγούς, μιας και το οικονομικό, ή καλύτερα το επιχειρηματικό σκέλος είναι πολύ δύσκολο για εκείνους, λογιστικά μιλώντας. Για εμάς από την άλλη…Ας το πω έτσι: από τη μία μαζεύονται περισσότερα χρήματα, άρα μπορείς να κάνεις κάτι πιο κοντά σε αυτό που ονειρεύεσαι, από την άλλη, περνάει ο χρόνος και μετά άλλος ένας χρόνος, άλλος ένας…Παίρνει καιρό. Και θέλει υπομονή.

H Sonia Liza Kenterman.

Παλεύεις, λοιπόν, έξι χρόνια να κάνεις μια ταινία, αλλά επειδή ζούμε τη συνθήκη που ζούμε σήμερα, ίσως ο θεατής να προβάλει στις σημάνσεις της δικής σου πλοκής, άλλα πράγματα, που αφορούν ίσως τον δικό του εγκλεισμό. Διαβάζουμε άραγε όλες τις ταινίες έτσι αυτή την περίοδο; Έχεις πολύ μεγάλο δίκιο. Αλλά έχει και την γοητεία του. Μερικές φορές απογοητεύομαι ίσως. Γιατί, ξέρεις, φτιάχνεις κάτι, τοποθετείς ενδεχομένως κάποιους συμβολισμούς, περιμένεις ο άλλος να κάνει μια παρόμοια ανάγνωση και τελικά δεν βλέπει τίποτα απ’ όλα αυτά. Ε, και λες ή απέτυχα, ή τελικά, η ταινία ανήκει στον θεατή. Ο καθένας προβάλει κάτι από τα βιώματα του –απλά, τώρα πια αυτά τα βιώματα ίσως να είναι πιο κοινά αυτές τις τόσο παράξενες μέρες. Είναι πολύ δύσκολα όλα αυτά που ζούμε.

Στο μεταξύ, ο Ράφτης κάνει το άνοιγμα του σε Ταλίν και Θεσσαλονίκη μέσα στην ίδια εβδομάδα –σε μια συγκυρία μάλλον δυσοίωνη για την κινηματογραφική τέχνη εν γένει. Πόσο αντιθετικά είναι τα συναισθήματα που σου προκαλεί όλο αυτό; Είμαι χαρούμενη. Αλλά και πολύ μπερδεμένη. Ήταν λίγο και θέμα τύχης: Ήμασταν τυχεροί που διάλεξε την ταινία το μοναδικό Φεστιβάλ αυτή τη στιγμή που διεξάγεται με φυσική παρουσία κοινού. Μεγάλη χαρά, λοιπόν, από τη μια πλευρά, ευχαρίστηση, ίσως και μια κάποια δικαίωση, αλλά παράλληλα είναι τόσο στενάχωρο αυτό που συμβαίνει για τόσες ταινίες που δεν βρίσκουν το κοινό τους.

Το βρίσκουν το κοινό τους στα φεστιβάλ; Η αλήθεια είναι πως δεν θα το έλεγα. Και τα φεστιβάλ, υπόθεση λίγων ημερών είναι. Παίζεται η ταινία σου, την βλέπει και ένας κόσμος κάπου σε μια μεριά του πλανήτη πες, μια χαρά. Το βασικό όμως είναι να βγει η ταινία στις αίθουσες. Οπότε, αν δε γίνει αυτό, το φεστιβάλ είναι κάτι που «λειτουργεί» περισσότερο για διαφημιστικούς λόγους. Δεν ξέρω πόσο αφορά το κοινό. Εμένα με απασχολούν οι ταινίες, αυτές που δεν μπόρεσαν ακόμα να προβληθούν. Αναρωτιέμαι διαρκώς, τι θα γίνει, πότε θα μπορέσουν να παιχτούν στις αίθουσες, φοβάμαι για την επιβίωση τους. Κι εδώ υπάρχει μια μεγάλη απογοήτευση για όλη τη δουλειά που έχουμε κάνει, για όλα αυτά τα χρόνια αναμονής. Τα φεστιβάλ είναι σύναξη ωραίων ανθρώπων που έχουν διάθεση να δουν σινεμά. Στη Θεσσαλονίκη, ας πούμε, χάσαμε αυτή την ευκαιρία να δούμε την ταινία μας μαζί με κοινό. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πιο σημαντικό για μένα. Μου φαίνεται τόσο άγριο –και μου είναι πολύ δύσκολο να το συλλάβω για να μπορέσω να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Είναι πολλά τα χρόνια για να γίνει μια ταινία ούτως ώστε, όταν επιτέλους γίνει το θαύμα –γιατί, καμιά φορά, από θαύμα γίνονται οι ταινίες– και ολοκληρωθεί, να μην μπορείς να τη μοιραστείς.

 

Οι online προβολές, πάντως, είναι ένα αναγκαίο κακό –δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Αποτελούν πλέον μια διεθνή λύση, έστω κι αν προσεγγίζουν θεατές κατά μόνας –οπότε δεν μπορείς να μιλήσεις για «κοινό». Το ερώτημα, βέβαια, είναι αν αποτελούν «κινηματογραφικό» γεγονός. Είναι «σινεμά» οι online προβολές; Ή μήπως μια τέτοια κουβέντα σήμερα αποτελεί πολυτέλεια; Τι να σου πω, εμένα με φοβίζει που μας βόλεψε τόσο αυτό το online. Είναι επίφοβο για το μέλλον. Αν το συνηθίσουμε… Ήταν και παλαιότερα ισχυρή η κουλτούρα του καναπέ βέβαια. Αλλά φοβάμαι πως τώρα θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα. Είναι το χούι του «σύγχρονου ανθρώπου» αυτό, η προσπάθειά του να ελέγχει την πραγματικότητα μέσα από το κινητό του, μέσα από κουμπιά. Όσο λιγότερες επαφές έχει, όσο περισσότερο μπορεί να μένει στο «φυσικό» του περιβάλλον, τόσο πιο ευτυχισμένος είναι, απ’ ότι φαίνεται. Πόσο πιο «βολικό» θα προκύψει το να βλέπεις ταινίες στο λάπτοπ;

Ίσως το κοινό χρειαστεί μια νέα «εκπαίδευση» όταν περάσει όλο αυτό. Αυτό που χρειάζεται είναι να μην ξεχνάμε πως το σινεμά έχει έναν χαρακτήρα βαθιά κοινωνικό: Διαφορετικοί άνθρωποι μαζεύονται σε έναν χώρο και μοιράζονται μια κοινή εμπειρία μπροστά από μια μεγάλη οθόνη. Δεν ξέρω, για μένα «μεγάλη οθόνη» θα πει μεγάλο συναίσθημα. Όταν μικραίνει η κλίμακα, αυτομάτως θα μικρύνουν και οι ταινίες. Όταν πάλι η οθόνη είναι μεγάλη, αυτό που βλέπεις, φτάνει πιο βαθιά στη ψυχή σου. Το αντιστρέφω και δημιουργικά αν θες: Πιστεύω ακράδαντα πως αλλιώς φτιάχνεις μια ταινία όταν ξέρεις πως θα παιχτεί σε μεγάλη οθόνη, και αλλιώς την φτιάχνεις όταν ξέρεις πως θα παιχτεί αποκλειστικά στην τηλεόραση –κι ας λέμε πόσο έχει προχωρήσει η τηλεόραση σε επίπεδο παραγωγής. Που όντως έχει προχωρήσει, αλλά η οθόνη παραμένει μικρή…

Ο Ράφτης της Sonia Liza Kenterman θα κάνει πρεμιέρα στο 24ο Tallinn Black Nights Film Festival την Παρασκευή 13/11, ενώ μπορείτε να το παρακολουθήσετε on line στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης την Κυριακή 15/11.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured