Χαιρόμαστε πολύ που σας βλέπουμε στην Αθήνα, με αφορμή τη δουλειά σας σε μια ελληνική παραγωγή...

Αγαπώ την Ελλάδα και χαίρομαι κι εγώ πολύ όποτε βρίσκομαι εδώ. Είναι μια χώρα στην οποία οι άνθρωποι αγαπούν το σινεμά και έχουν τρομερή μουσική παράδοση. Νιώθω ότι είμαι ανάμεσα σε φίλους.

Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία για τη Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς; Προφανώς ήταν κάτι ξαφνικό και όχι προϊόν φιλίας, σωστά;

Πραγματικά, όπως είπες, είναι κάτι που έγινε εντελώς ξαφνικά. Δεν είχα σκοπό ή απωθημένο να γράψω μουσική για κάποια ελληνική ταινία, όμως ο ατζέντης μου είναι Αθηναίος και έτσι έγινε η σύνδεση. Μπήκα σε αυτήν την ιστορία πριν από 2 χρόνια, όταν γνώρισα τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο της Faliro House, για τον οποίον είχα ακούσει ότι είναι ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός παραγωγός στην Ελλάδα.

Άρχισα έτσι να γνωρίζω σταδιακά τους ανθρώπους γύρω από το πρότζεκτ και να νιώθω πολύ οικεία μαζί τους. Κάλεσα έπειτα τον Κωνσταντακόπουλο να παρευρεθεί σε ένα κονσέρτο μου και μου έκανε μεγάλη εντύπωση το ότι τελικά ήρθε. Ύστερα από λίγο καιρό, μου έγινε η πρόταση να ασχοληθώ με το φιλμ· και όταν ήρθα σε επαφή με την ιστορία του σεναρίου, με εντυπωσίασαν πολλά πράγματα σχετικά με τον κόσμο στον οποίον διαδραματίζεται.

Παρατηρώ ότι αυτή η συνεργασία αποτελεί και μια αλλαγή στο μουσικό στυλ σας, ειδικά τα τελευταία χρόνια...

Στη Γαλλία υπέγραφα για πολλά χρόνια τη μουσική για δημοφιλείς κωμωδίες. Δεν θα πω ότι είναι εύκολο να προσεγγίσεις μουσικά τις κωμωδίες, γιατί η πρόκληση να φέρεις κάτι καινούριο σε αυτό το λαοφιλές είδος, είναι μεγάλη. Όμως είχα συνηθίσει να το κάνω και ήταν κάτι που γνώριζα καλά.

Πριν από 2-3 χρόνια, λοιπόν, έγραψα τη μουσική για μια ταινία με τίτλο Money, σε σκηνοθεσία του Géla Babluani. Αυτή ήταν μια σκοτεινή και βίαιη ταινία, πολύ μακριά από το στυλ στο οποίο δούλευα συνήθως. Αυτό το άγριο και δυναμικό φιλμ ήταν που μου άνοιξε τον δρόμο για το συγκεκριμένο είδος σινεμά, στο οποίο κατά κάποιον τρόπο ανήκει και η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη.

Η γαλλική κινηματογραφική δημιουργία πάντα διχαζόταν ανάμεσα στο καλλιτεχνικό και στο λαϊκό σινεμά και πάντα είχαμε αυτό το δίλημμα, από την εποχή ακόμα του Ζαν-Πολ Μπελμοντό και του Αλαίν Ντελόν...

Ο Γιάννης μου έδειξε την ταινία –πράγμα πολύ σπάνιο– και μου είπε ότι με εμπιστεύεται και ότι μπορώ να γράψω τη μουσική όπως ακριβώς θέλω εγώ, πράγμα επίσης πολύ σπάνιο. Μιλούσαμε μέσω Skype και δεν με επισκέφτηκε στη Γαλλία παρά μόνο στο φινάλε της διαδικασίας, όταν θα άρχιζαν οι τελικές ηχογραφήσεις. Πραγματικά ταιριάξαμε, είχαμε παρόμοιο χιούμορ και αισθανθήκαμε σαν να γνωριζόμαστε πολλά χρόνια. Αυτή είναι η μαγεία της δουλειάς μας: μερικές φορές ταιριάζεις με τον άλλον και μερικές καθόλου. Σε αυτήν την περίπτωση, όλα πήγαν εξαιρετικά. Έχουμε πολλά κοινά και συνεννοούμαστε καλά. Ελπίζω να συνεργαζόμαστε συνέχεια, για το υπόλοιπο της ζωής μας.

Οι χαρακτήρες της ταινίας ήταν αυτοί που υπαγόρευσαν τη μουσική επένδυση;

Έλεγα σε όλους, χαριτολογώντας, ότι γράφω ένα «ρέκβιεμ για καθάρματα». Όλοι οι ηθοποιοί είναι εκπληκτικοί στην ταινία. Η Βίκυ Παπαδοπούλου, ας πούμε, είναι υπέροχη και ταλαντούχα ηθοποιός. Μπορεί να μην γνωρίζω αυτόν τον κόσμο από κοντά, αλλά σίγουρα υπέδειξαν το περιπετειώδες ύφος της μουσικής. Αυτή πάντως είναι μια ταινία που αξίζει να δει κανείς δύο φορές, καθώς υπάρχουν μικρές, κρυφές λεπτομέρειες· και δεν τις βλέπεις όλες την πρώτη φορά.

Τι ήταν αυτό που σας έμεινε περισσότερο από τη συνεργασία;

Η διαχείριση του χρόνου. Οι σκηνοθέτες συνήθως πιέζονται από την έλλειψη χρόνου στην παραγωγή και κινηματογραφούν πολύ γρήγορα. Κατά συνέπεια, η δουλειά του μουσικοσυνθέτη είναι σχεδόν τεχνική διαδικασία, καθώς περιορίζεται στο να κόψει τις μελωδίες πάνω στον ρυθμό των πλάνων, ώστε να προχωρήσουμε από τη μία σκηνή στην άλλη. Ο Γιάννης, όμως, είναι σκηνοθέτης που παίρνει τον χρόνο του. Δεν βιάζεται να τελειώσει τις σκηνές του. Αυτό μου αφήνει κι εμένα χώρο να βάλω τη μουσική σε σκηνές όπου υπάρχει π.χ. ένα τοπίο ή ένα ηλιοβασίλεμα.

Χαίρομαι επίσης που κανείς δεν μου ζήτησε να μιμηθώ την ελληνική μουσική. Προσέγγισα το έργο όπως θα προσέγγιζα ένα νουάρ ή όπως τις ταινίες με σκληρούς γκάνγκστερ στις οποίες έπαιζαν ο Richard Widmark και ο George Raft. Υπάρχει και έντονο το στοιχείο του γουέστερν στην ταινία. Για παράδειγμα η σκηνή στο νεκροταφείο με τα δύο αυτοκίνητα, μου θύμισε το Κάποτε στη Δύση του Σέρτζιο Λεόνε. Επομένως πήρα κάτι από όλες αυτές τις αναφορές και προσπάθησα να φτιάξω ένα soundtrack με μοντέρνα προσέγγιση, χωρίς ρετρό ύφος.

Είμαι συνθέτης που αγαπάει τις αρμονίες και τις μελωδίες. Και δεν είναι πάντα εύκολο να φέρνεις μελωδίες στα soundtrack, καθώς η μουσική πρέπει να υπογραμμίζει την ένταση και το συναίσθημα στις σκηνές στις οποίες χρησιμοποιείται. Αλλά στη Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς είχα αρκετό χώρο για αρμονίες κι αυτό με χαροποιεί. Ειδικά σε κάποιες σκηνές όπου οι άνθρωποι αποφάσιζαν με τα μάτια για την επόμενη δολοφονία, η μουσική γινόταν ένας ακόμη χαρακτήρας.

Έχετε δουλέψει με διάσημους σκηνοθέτες σαν τον Μισέλ Γκοντρί η τον Πολ Τόμας Άντερσον. Ποια είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση για έναν μουσικό, μέσα από τα soundtrack;

Για να το κάνεις αυτό, θα πρέπει να αγαπάς αληθινά το σινεμά και να το παρακολουθείς από πάντα· όπως ο φίλος μου ο Alexandre Desplat, ο οποίος μάλιστα έχει ελληνικές ρίζες. Πρέπει και να γνωρίζεις δηλαδή βασικά πράγματα για την ιστορία του κινηματογράφου. Θυμάμαι ότι ο Τζον Μπούρμαν έτρεμε τη μουσική στις ταινίες του. Γιατί κάποιες φορές ο σκηνοθέτης μπορεί μην ήξερε σε ποιον ανέθεσε το studio να γράψει τη μουσική. Και σε 20 μέρες έπρεπε να υπάρχει ένα score έτοιμο και μάλιστα δεν υπήρχε περιθώριο αλλαγής. Αυτό ήταν! Και ένα κακό score, μπορούσε να καταστρέψει τα πάντα σε μια ταινία.

Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω μουσική για ταινίες μικρού μήκους και για animation φιλμάκια που έφτιαχναν φίλοι μου, ήδη από την ηλικία των 15 ετών. Όμως ξεκίνησα επαγγελματικά στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν έδωσα κάποια κομμάτια σε ταινίες του Κλοντ Σαμπρόλ.

Τριάντα χρόνια μετά, αυτή η σχέση με τον κινηματογράφο θα συνεχιστεί;

Εγώ νιώθω ότι είμαι συνθέτης, αλλά ταυτόχρονα νιώθω ότι είμαι και performer. Συχνά είμαι διχασμένος ανάμεσα στα δύο και δεν ξέρω αν υπερισχύει ο σολίστ μέσα μου ή ο συνθέτης. Αισθάνομαι όπως ο Στηβ Μάρτιν στην ταινία The Man with Two Brains. Όταν παίζεις τζαζ ή κλασική μουσική είναι απολαυστικό, γιατί υπηρετείς το είδος. Όμως με το score μιας ταινίας, κάθε φορά φτιάχνεις κάτι καινούριο: ξεκινάς από το μηδέν, δεν ξέρεις πού θα σε πάει. Αυτή είναι μια αίσθηση την οποία δεν θέλω να αφήσω ποτέ.

Η μουσική στη Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς μπορεί να ερμηνευτεί και ζωντανά, από μια μικρή μπάντα σε ένα μικρό club για κοινό. Ήταν στις αρχικές προθέσεις σας κάτι τέτοιο;

Πάντα θέλω να μπορώ να παίζω ζωντανά τη μουσική που γράφω. Μάλιστα το επόμενο σχέδιό μου είναι να διασκευάσω και να παίξω μουσική που έχει γράψει ο Jerry Goldsmith για ταινίες όπως το Chinatown, το The Man from U.N.C.L.E., το Poltergeist και το The Omen και να τους δώσω μια άλλη διάσταση, ζωντανά επάνω στη σκηνή.

{youtube}7Bx37tZbALI{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured