Έρχεσαι στην Αθήνα ως Dive, αλλά το προήγουμενο ακριβώς βράδυ παίζεις στο Βερολίνο με τους Sonar, ενώ πρόσφατα εμφανίστηκες και με τους Absolute Body Control στη Λειψία και στο Bielefeld. Εκτός (φυσικά) από τη μουσική, τι είναι ίδιο και τι διαφέρει για σένα, όσον αφορά μια συναυλία με το κάθε σχήμα;
Είναι φυσικά εντελώς διαφορετικά σχήματα, οπότε κατά κάποιον τρόπο είναι εύκολο να επικεντρώνεις σε καθένα από αυτά. Οι Sonar λ.χ. είναι οργανικοί, με υπνωτικά, χορευτικά beats, ενώ οι Absolute Body Control έχουν φωνητικά κι έναν ήχο ο οποίος «ποπίζει». Οι Dive, από την άλλη, βασίζονται σε μια one-man performance και είναι πιο τραχείς. Με τον ελάχιστο εξοπλισμό δημιουργώ το μάξιμουμ της ενέργειας, επί σκηνής όμως είμαι μόνος, μαζί με κάποια προηχογραφημένα και με strobo φωτισμούς. Κάτι πολύ αποτελεσματικό!
Υπάρχει περίπτωση να δούμε νέο υλικό από τους Dive; Ή δεν σε ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, αυτή τη στιγμή;
Με το 8απλό boxset του 2012 έκλεισα μια περίοδο, οπότε δεν είμαι σίγουρος αν θέλω να φτιάξω ξανά νέα κομμάτια. Πάντως η σκέψη έχει εμφανιστεί και σιγά-σιγά κερδίζει έδαφος, τουλάχιστον σε επίπεδο συλλογής κάποιων πρωταρχικών ιδεών. Αλλά ύστερα από τόσες κυκλοφορίες, χρειαζόμουν ένα διάλειμμα, δεν μπορείς να την εξωθήσεις με τη βία την έμπνευση. Είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα την ξαναβρώ τη σωστή άκρη!
Πίσω στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1970, τι σήμαινε για σένα το punk; Και πώς ακριβώς σε ενέπνευσε να γίνεις μουσικός;
Το punk σήμαινε πολλά για μένα, όσον αφορά τη μουσική ελευθερία. Στα ύστερα 1970s υπήρχε μια μπάντα στο Βέλγιο, ένα τρίο ονόματι The Kids, και η κιθάρα του τραγουδιστή ήταν τόσο ανοιχτοκουρδισμένη, ώστε μπορούσε να παίζει μια συγχορδία με ένα μόνο δάχτυλο: είχαν φοβερό ήχο και φανταστικά τραγούδια. Αυτή ήταν η αρχή, με έβαλαν να φτιάξω κι εγώ το δικό μου punk συγκρότημα –ένα κουαρτέτο με φωνή, κιθάρα, μπάσο και τύμπανα. Αλλά η μεγαλύτερή μου επιρροή ήρθε λίγο πιο μετά, όταν άκουσα τους Suicide από τη Νέα Υόρκη. Μου άνοιξαν έναν ολόκληρο νέο κόσμο και είναι ο λόγος για τον οποίον άρχισα να δουλεύω με ηλεκτρονικά όργανα και με τους ελάχιστους απαραίτητους συνεργάτες πάνω στη σκηνή.
Κι εκεί στα πρώιμα 1980s, οι Absolute Body Control έχτισαν τον δικό τους μικρό μύθο. Κρίνοντας από τη χρονική απόσταση του σήμερα, τι σας έκανε τότε «μεγάλους»; Υπάρχει κάποιο σωστό τάιμινγκ; Ή ένας καλλιτέχνης φτιάχνει πάντα τη δική του τύχη;
Ίσως να ήταν που κρατήσαμε τα πράγματα απλά; Ποτέ ας πούμε δεν χρησιμοποιήσαμε πάνω από 4 όργανα συγχρόνως. Ήμασταν βασικά η ηλεκτρονική εκδοχή μιας ποπ μπάντας, τα τραγούδια μας «έπιαναν» εύκολα στο αυτί και είχαν καλές δομές, μα και την προοπτική να ακουστούν στις χορευτικές πίστες. Δεν υπάρχει κάποιο μυστικό για να γράψεις καλά κομμάτια, το γεγονός ότι υπάρχουμε ακόμα ύστερα από 3 δεκαετίες δείχνει ότι πορευόμαστε σωστά.
Πώς είναι αλήθεια το να τρέχεις τη δική σου δισκογραφική εταιρεία; Έχει περισσότερη ελευθερία; Ή περισσότερους πονοκεφάλους;
(γελάει) Είναι πολύ ωραίο όταν μπορείς να κυκλοφορείς δίσκους από τις αγαπημένες σου μπάντες, από την άλλη όμως έχει πολλή δουλειά και οι απολαβές είναι μικρές, το κάνεις απλά από αγάπη για τη μουσική. Όσο πάντως δεν βγαίνω ζημιωμένος και υπάρχει το συναίσθημα ότι βοηθάω άλλους καλλιτέχνες να γίνουν κι εκείνοι κομμάτι της σκηνής του σήμερα, νιώθω εντάξει. Το μόνο σίγουρο; Η όλη δραστηριότητα σε κάνει πιο πλούσιο, μουσικά!
Πώς έχουν στις μέρες μας τα πράγματα για τη δική σου εκδοχή της ηλεκτρονικής μουσική; Παραμένει κάτι βασικά ευρωπαϊκό ή έχουν δημιουργηθεί και νέες αγορές; Έχει αλλάξει το ίντερνετ την εστίαση και τις μεθόδους του promotion;
Πλέον παίζουμε συχνά συναυλίες πέρα από τον Ατλαντικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, το Μέξικο ή τη Βραζιλία. Όμως, πράγματι, μεγαλύτερή μας αγορά παραμένει η Γερμανία και η εστίασή μας είναι σε φεστιβάλ όπως τo Mera Luna, το Wave-Gotik-Treffen, το Amphi, το Nocturnal Culture Night και σε αρκετά ακόμα, στη Σκανδιναβία. Οι Βέλγοι έχουμε καλό όνομα όσον αφορά την ηλεκτρονική μουσική κι έτσι, με το ίντερνετ στις μέρες μας, είναι εύκολο να προσεγγίσεις έναν τεράστιο αριθμό ακροατών. Όσον αφορά εμένα και τα σχήματά μου, έχουμε ήδη κάνει όνομα στη σκηνή. Βλέπω όμως το ίντερνετ ως ένα καλό εργαλείο promotion για τα πρωτοεμφανιζόμενα συγκροτήματα.
Για τα οποία όμως διατυπώνεται συχνά η κριτική ότι ακούγονται λίγο-πολύ τα ίδια, ενώ σε προηγούμενες δεκαετίες οι μουσικοί μπορούσαν και πετύχαιναν πολλά, με αισθητά λιγότερα μέσα. Ποια είναι η γνώμη σου;
Πάντα το λέω, ότι πρέπει να πηγάζει από το κεφάλι και όχι από τα όργανα. Στις παλιές ημέρες, οι Klinik λειτουργούσαν παράλληλα και στον ίδιο χώρο με τους Neon Judgement, τους A Grumh, τους A Split Second, τους Parade Ground και τους Front 242, όμως κάθε σχήμα ακουγόταν διαφορετικό: γιατί όλη η μουσική δημιουργούνταν σε αναλογικά όργανα, με τα οποία έπρεπε να πειραματίζεσαι ώστε να φτιάξεις τον δικό σου ήχο. Τώρα, πολλοί άνθρωποι αγοράζουν τις ίδιες κάρτες ήχου, οπότε δεν προξενεί απορία που ακούγονται λίγο-πολύ παρόμοια.
Διάβασα ότι κατέχεις μια εντυπωσιακή δισκοθήκη, με πολλά σπάνια κομμάτια. Ποια ήταν τα άλμπουμ που δυσκολεύτηκες πολύ να εντοπίσεις;
Δεν χρειάστηκε να εντοπίσω και πολλά, γιατί πάντα αγοράζω τους δίσκους τη στιγμή που κυκλοφορούν. Ακόμα και σήμερα, μάλιστα, εξακολουθώ κι αγοράζω πολλά βινύλια και CD. Πίστεψέ με, η μουσική είναι ιός. Αλλά φέρνει μεγάλη χαρά στη ζωή μου κι έτσι ελπίζω να μη χάσω ποτέ αυτό το συναίσθημα.
{youtube}bzjXCD6MH7o{/youtube}