Ο 47χρονος Volker Bertelmann σταδιοδρομεί με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Hauschka (μια εκλεκτική αναφορά, στον Βοημό συνθέτη Vincent Houška) και είναι ένας από τους αδιαφιλονίκητους μάστορες των ημερών μας στο προετοιμασμένο πιάνο, μα κι ένας από τους πολύ ενδιαφέροντες δημιουργούς στο μεσοδιάστημα της λόγιας (κλασικής) και της ηλεκτρονικής έκφρασης. Μιας και κοντοζυγώνουν οι μέρες που μια πλειάδα καλλιτεχνών θα παρουσιάσει remixes πάνω σε ένα από τα πιο συζητημένα του άλμπουμ –το Salon Des Amateurs του 2011– μεταφέρω εδώ μια κουβέντα που έγινε τον Αύγουστο στην πατρίδα του, το Düsseldorf, όταν και συνάντησε το γκρουπ των ξένων δημοσιογράφων στο οποίο μετείχα...
Βασίζεσαι αποκλειστικά στον αυτοσχεδιασμό όταν γράφεις μουσική;
Τα πάντα είναι αυτοσχεδιασμός, ναι. Μπορεί βέβαια στη διάρκειά του να ανακαλέσω ορισμένα βασικά θέματα που μου αρέσουν ή να βασιστώ σε κάποιες νότες τις οποίες αγαπώ ιδιαίτερα (και χρησιμοποιώ έτσι συχνά). Ψάχνω πάντα ένα συναίσθημα σε κάθε κομμάτι.
Είχες ροκ μπάντα στην εφηβεία, άφησες μετά τη μουσική για να σπουδάσεις ιατρική και οικονομικά, ξαναγύρισες στη μουσική ως μέλος ενός χιπ χοπ διδύμου. Λες κι έκανες ό,τι ήταν δυνατόν για να αποφύγεις την κλασική σου, πιανιστική παιδεία...
Αυτή ακριβώς η κλασική μου παιδεία ήταν όμως κι εκείνο που με φόβιζε περισσότερο... Έχοντας μελετήσει όλους τους μεγάλους πιανίστες, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμουν είναι ότι θα βρισκόμουν εντελώς στη σκιά τους αν έκανα ένα άλμπουμ βασισμένο σε πιάνο. Η καθοριστική στροφή σημειώθηκε το 2001, ενώ βρισκόμουν στα ουαλικά βουνά, σε έναν φίλο μου ο οποίος έχει εκεί ένα στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής. Εκείνος λοιπόν με έπεισε ότι έπρεπε να δοκιμάσω. Κι έτσι βγήκε το Substantial το 2004, μετά το οποίο άρχισα την οριστική εξερεύνηση των δυνατοτήτων του προετοιμασμένου πιάνου, που αποτέλεσε το κύριο πεδίο ενδιαφέροντός μου στο The Prepared Piano του 2005.
Και πάλι όμως, βρήκες έναν τρόπο να μην κάνεις κλασική μουσική. Είναι τυχαίο που οι δίσκοι σου αρέσουν περισσότερο σε κοινό που ακούει ηλεκτρονικά ή/και πειραματικά πράγματα;
Δεν μου αρέσει να χαράσσω τόσο αυστηρές διαχωριστικές γραμμές... Υπάρχει ωστόσο μια αλήθεια στην παρατήρηση. Γιατί η κλασική παιδεία που λάμβανες στα χρόνια μου ήταν πάρα πολύ αυστηρή. Θυμάμαι ας πούμε πόσο μου άρεσαν οι Beatles, όμως ένα τέτοιο όνομα δεν μπορούσες ούτε καν να το αναφέρεις. Αντέδρασα από μικρός σε αυτήν την αποστείρωση και νομίζω ότι, ακόμα κι όταν συμφιλιώθηκα τελικά με το πιάνο, ήθελα να μπορώ να εκφράζομαι σε πεδία δίχως στεγανά. Ξέρεις, και πολλοί ηλεκτρονικοί μουσικοί έχουν στεγανά: γίνονται απίστευτα αντιδραστικοί όταν τους προτείνεις να ξεφύγουν λίγο εδώ ή εκεί. Όσο αντιδραστικός μπορεί να γίνει κι ένας στενόμυαλος κλασικός μουσικός.
Δεν υπερτερεί όμως το πιάνο με ουρά του προετοιμασμένου πιάνου;
Πιστεύω είναι θέμα οπτικής... Τι θέλεις δηλαδή να δώσεις με τη μουσική σου. Το πιάνο με ουρά διαθέτει όγκο, ας πούμε. Το δικό μου το πιάνο δεν τον έχει, αλλά μπορεί να σουϊνγκάρει. Εμένα λοιπόν αυτό μου πάει περισσότερο, γιατί λειτουργώ με τον ρυθμό, μου αρέσει να αφήνομαι να με οδηγεί. Υπάρχει επίσης ένα θέμα ίματζ: το πιάνο με ουρά, ακόμα και ως παρουσία, δημιουργεί την εικόνα ενός «κατεστημένου». Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι βέβαια, όμως πολλοί άνθρωποι το βλέπουν έτσι. Προσωπικά δεν το απορρίπτω, κάθε άλλο. Απλά νιώθω πιο άνετα σε μικρότερες κλίμακες.
Έχουν έρθει ποτέ κλασικοί πιανίστες στις συναυλίες σου, να σε βρουν και να σου μιλήσουν;
Βέβαια, τυχαίνει αρκετά συχνά μάλιστα. Δεν έχω κάτι να κρύψω, αν υπάρχει ο χρόνος κάθομαι και τους δείχνω τα πάντα. Τους εκπλήσσει συνήθως, δεν είναι συνηθισμένοι ίσως σε τόσο ανοιχτή συζήτηση για τα «μυστικά» κάθε μουσικού.
Πώς διαλέγεις αλήθεια τι ακριβώς τοποθετείς στο πιάνο σου σε κάθε λάιβ;
Έχω μια ρευστή ψυχή και γίνεται συχνά παράγοντας δυσκολίας. Γενικά, έχω την ανάγκη να μη βαριέμαι –και τις βαριέμαι τις «κανονικές» καταστάσεις. Ας πούμε, μου αρέσει να βουτάω ό,τι βρίσκω μπροστά μου και να φεύγω για ένα λάιβ, αλλά έρχομαι ύστερα σε δύσκολη θέση όταν ανακαλύπτω ότι λείπει κάτι βασικό. Όταν παίζω στο εξωτερικό η λύση για μια τέτοια κατάσταση είναι μία: βγαίνεις να ψωνίσεις ό,τι μπορεί να σε ιντριγκάρει. Θυμάμαι ας πούμε στην Τουρκία που βρήκα κάποιες μεταλλικές μπάλες μικρού μεγέθους. Ή μια άλλη συναυλία στην οποία ο διοργανωτής έβαλε μέσα στο πιάνο μου μια κάμερα-ρομπότ, τη συνδύασε με έναν προτζέκτορα και το κοινό μπορούσε να βλέπει απευθείας το τι γινόταν μέσα στο όργανο καθώς έπαιζα.
Έχεις μπλέξει ποτέ ευρισκόμενος σε ξένη χώρα, λόγω των όσων έχεις ψωνίσει;
Την πρώτη μου φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρέθηκα στο τελωνείο με μια τσάντα γεμάτη μηχανικούς δονητές, σαν εκείνους περίπου που χρησιμοποιούμε στα κινητά τηλέφωνα, αλλά κάπως μεγαλύτερους. Ο υπάλληλος εκεί με κοίταξε καλά-καλά, με ρώτησε τι είναι όλα αυτά κι έπρεπε να δείτε το ύφος του όταν του εξήγησα ότι τα βάζω μέσα στο πιάνο! Δεν άκουγε τίποτα, πείστηκε μόνο μόλις ένας συνάδελφός του με γκούγκλαρε και του έδειξε το σχετικό υλικό. Έπεσα μάλιστα στον ίδιο σε κάποια επόμενη επίσκεψη και με αναγνώρισε. «Α, ο πιανίστας!», μου είπε, «τι παλαβό κουβαλάς πάλι μαζί σου»;
{youtube}D2HX3peUN8o{/youtube}