Ο Joshua Redman είναι γεννημένος και μεγαλωμένος στην Καλιφόρνια, έχτισε όμως το όνομά του στην πολύχρωμη σκηνή της Νέας Υόρκης. Ενεργός από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, έχει κατά καιρούς μοιραστεί τη σκηνή με μπόλικους από τους θρύλους της τζαζ, ενώ θεωρείται από αρκετούς ως ένας από τους κορυφαίους σαξοφωνίστες της γενιάς του. Έρχεται στα μέρη μας για μια μοναδική συναυλία στο Παλλάς, τη Δευτέρα στις 21 Οκτώβρη –πριν όμως από αυτό απαντά σε ορισμένες ερωτήσεις μας…
Το τελευταίο σας άλμπουμ (Walking Shadows) απαρτίζεται κυρίως από διασκευές. Πώς κι αποφασίσετε αυτή τη φορά να εστιάσετε σε συνθέσεις άλλων;
Ήθελα να φτιάξω ένα άλμπουμ με μπαλάντες, να στραφώ σε πιο αργά, πιο ήπια και πιο ρομαντικά μοτίβα, όπως επίσης και σε περισσότερο μελωδικά, λυρικά και εκφραστικά παιξίματα. Ήθελα να παίξω κομμάτια τα οποία ακουμπούν τόσο εμένα, όσο και την υπόλοιπη μπάντα· κομμάτια τα οποία θα ήμασταν σε θέση να μετασκευάσουμε με πειστικό τρόπο σε εκφραστικές μπαλάντες. Δεν είχε και τόσο σημασία αν όλο αυτό θα προέκυπτε με μουσική που είχαμε γράψει εμείς ή κάποιος τρίτος. Όποια κι αν ήταν η πηγή, εμείς προσπαθήσαμε να κάνουμε τα κομμάτια δικά μας. Καμιά φορά όταν παίζεις μουσική άλλων, υπό μία έννοια απελευθερώνεσαι και έχεις την ευχέρεια να ρίξεις όλη σου τη φροντίδα στο παίξιμο, στην ερμηνεία ή και στον αυτοσχεδιασμό· ίσως γιατί δεν περιορίζεσαι από τις όποιες προκαταλήψεις ή τα όποια «μεγάλα οράματα» μπορεί να έχεις ως συνθέτης.
Και πόσο δύσκολο είναι να ενοποιηθούν σε μία οντότητα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους ακούσματα (σημ.: στο Walking Shadows θα βρει κανείς να διασκευάζονται θέματα από τους Blonde Redhead έως τον Μπαχ!);
Δεν είναι δύσκολο. Αρκεί να αισθανόμαστε μια σύνδεση προς το υλικό και το ρεπερτόριο που επιλέγουμε· εφόσον δηλαδή αυτές οι αποφάσεις έρχονται φυσικά (σχεδόν ενστικτωδώς) και όχι μέσω της πίεσης που επιβάλλει η υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης και εκ των προτέρων αποφασισμένης ατζέντας. Δεν επιλέγω να παίξω κάτι επειδή προσπαθώ να αποδείξω πόσο ευρύ ρεπερτόριο διαθέτω. Επιλέγω να παίξω κομμάτια με τα οποία αισθάνομαι μια σύνδεση και μια έλξη, κομμάτια που αισθάνομαι πως ταιριάζουν με μια συγκεκριμένη μπάντα και μ’ ένα συγκεκριμένο πρότζεκτ.
Για τις ηχογραφήσεις ενός προηγούμενου δίσκου, του Compass (2009), είχατε χρησιμοποιήσει ένα πολύ ιδιόμορφο σχήμα το οποίο είχατε ονομάσει διπλό τρίο (double trio): εσείς στο σαξόφωνο και δύο rhythm section να δουλεύουν ταυτόχρονα. Θα θεωρούσατε αυτό το φορμάτ ως το πιο απαιτητικό συγκριτικά με όσα έχετε εργαστεί;
Κάθε οργανόγραμμα έχει τις δικές του προκλήσεις και ιδιαιτερότητες. Σίγουρα το Compass εμπεριείχε μια σημαντική πρόκληση, αναφορικά με το πώς θα σταθούμε σε ένα ορχηστρικό περιβάλλον το οποίο ήταν ξένο για όλους μας. Το πώς δηλαδή θα αποκτήσει νόημα όλος αυτός ο ρυθμικός καταιγισμός και η συνεχής ροή πληροφορίας που παρήγαν δύο σετ από μπάσο και ντραμς. Ή το πώς θα υπερβούμε τους τυπικούς ρόλους που έχει το κάθε όργανο ως προς ένα rhythm section. Απαιτούσε απ’ όλους μας να είμαστε πρωτίστως πολύ προσεκτικοί και συγκεντρωμένοι ακροατές και να αφιερώσουμε τους εαυτούς μας στο σύνολο· να επικεντρωνόμαστε σε έννοιες όπως η επικοινωνία και ο μεταξύ μας διάλογος, αντί να παίζουμε εγωιστικά. Δεν υπάρχει χώρος για προσωπικές ατζέντες σ’ ένα διπλό τρίο –τα πάντα πρέπει να εξυπηρετούν το σύνολο.
Για να πω την αλήθεια βέβαια, κάπως έτσι αντιμετωπίζω κάθε μπάντα με την οποία παίζω. Περίπου τα ίδια θα σου έλεγα αν μιλούσαμε και για ένα «τυπικό» τζαζ κουαρτέτο, όπως αυτό με το οποίο θα παίξουμε στην Αθήνα. Νομίζω πως η διαφορά με το διπλό τρίο ήταν ότι τα πάντα ήταν τόσο καινούργια για όλους μας. Δεν είχαμε κάποια ιδέα ή κάποια σχετική εμπειρία στην οποία θα μπορούσαμε να βασιστούμε· τίποτα δεν μας ήταν οικείο από πριν και τελικά ανακαλύψαμε πως η διαδικασία έκρυβε πολλές εκπλήξεις…
Ποια θα λέγατε πως είναι η αγαπημένη σας –ή ίσως η καλύτερη– ηχογράφηση;
Δεν θεωρώ κάποιον από τους δίσκους μου ως αγαπημένο. Θα έλεγα πως κάθε φορά ο αγαπημένος μου είναι αυτός που έχω περισσότερο καιρό να ακούσω…
Είστε γιος ενός μεγάλου σαξοφωνίστα, του Dewey Redman. Αισθανθήκατε ποτέ ένα επιπλέον βάρος στους ώμους σας; Σαν να είχατε να επαληθεύσετε ορισμένες προσδοκίες;
Όχι, ποτέ. Μεγάλωσα με τη μουσική του πατέρα μου, αλλά δεν μεγάλωσα με τον πατέρα μου. Δεν αισθάνθηκα ποτέ λοιπόν ότι προσπαθούσα να ακολουθήσω τα βήματά του ή να συνεχίσω κάποιου είδους πατρική κληρονομιά. Προσπάθησα απλώς να παίξω όσο γίνεται καλύτερα και όσο πιο ειλικρινά και δημιουργικά μπορούσα κάθε δεδομένη στιγμή. Και νομίζω πως αυτός είναι κι ο σκοπός (ή η ευθύνη αν θες) κάθε τζαζ μουσικού, ανεξαρτήτως οικογενειακών καταβολών ή του πώς μπήκε καθένας στη μουσική. Αυτή είναι η κληρονομιά της τζαζ.
Ακολουθούσατε σπουδές στις ανθρωπιστικές επιστήμες, όταν ξαφνικά βρεθήκατε στη Νέα Υόρκη και γίνατε επαγγελματίας μουσικός. Θα θέλατε να περιγράψετε εκείνες τις πρώτες ημέρες στη Νέα Υόρκη;
Ήταν απίθανες μέρες! Σαν ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Ήταν η πρώτη φορά που είδα την ενασχόλησή μου με τη μουσική πιο σοβαρά και ξαφνικά βρέθηκα να παίζω πλάι σε σημαντικούς μουσικούς –τόσο με ανθρώπους της γενιάς μου, όσο και με μεγάλους δασκάλους, με μουσικούς δηλαδή με τα έργα των οποίων μεγάλωσα. Ήταν εκπληκτικό!
Στην ποπ/ροκ κουλτούρα, ένας μουσικός θεωρείται περίπου «βετεράνος» μετά από 5, 6 ή 7 άλμπουμ. Στην τζαζ τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Έχετε καμιά εξήγηση;
Δεν είμαι σίγουρος τι είναι αυτό που κάνει κάποιον «βετεράνο» στην τζαζ –και να σου πω την αλήθεια δεν με ενδιαφέρει. Για εμένα η τζαζ είναι ένα συνεχές, μια δίχως τέλος διαδικασία μάθησης, εξερεύνησης και ανακάλυψης. Αισθάνομαι πως θα είμαι για πάντα ένας μαθητής της τζαζ. Πάντοτε βρίσκω κάτι νέο στη μουσική το οποίο θα με εκπλήξει, θα με προκαλέσει και θα με εμπνεύσει.
Σε μια παλαιότερη συνέντευξη, είχατε μιλήσει περί μιας γραμμής μεταξύ της παράδοσης και της πρωτοπορίας, η οποία υπήρχε όταν εσείς αρχίσατε να παίζετε μουσική, αλλά σήμερα μοιάζει να έχει εκλείψει. Εξηγεί αυτή η –κατά κάποιον τρόπο– εξαφάνιση τέτοιων διαχωρισμών το γεγονός ότι η τζαζ είναι σήμερα ένας τόσο εύφορος μουσικός τόπος;
Δεν είχα πει ακριβώς ότι υπήρχε μια τέτοια γραμμή. Είχα πει πως υπήρχε μια αντίληψη (κυρίως από ανθρώπους των μίντια και της βιομηχανίας), ότι μια τέτοια γραμμή ήταν υπαρκτή. Αλλά αυτή η γραμμή ήταν ένα νοητικό κατασκεύασμα, όχι μια αληθινή μουσική πραγματικότητα. Νομίζω πως χρησιμοποιήθηκε από κάποιους για να στηρίξει τις ιδεολογίες τους και να προμοτάρει –ή τέλος πάντων να κάνει ευρύτερα γνωστούς– συγκεκριμένους μουσικούς και συγκεκριμένα μουσικά είδη. Και δεν λέω πως ήταν απαραίτητα κάτι κακό. Ίσως απ’ όλο αυτό βοηθήθηκαν μερικοί πραγματικά ικανοί μουσικοί, ίσως και η τζαζ στο σύνολό της να κέρδισε κάπως σε δημοφιλία. Όπως όμως προείπα, η γραμμή δεν ήταν ποτέ πραγματική, επομένως λογικά εξαφανίστηκε. Οι άνθρωποι δεν μιλάνε πλέον για τέτοια πράγματα –παράδοση εναντίον πρωτοπορίας, παλιό εναντίον καινούργιου, συντηρητική εναντίον ριζοσπαστικής τζαζ κ.ο.κ. Απλώς προσπαθούν να φτιάξουν καλή μουσική. Κι αυτό είναι σίγουρα ευεργετικό για την ίδια τη μουσική.
Στο κουαρτέτο με το οποίο περιοδεύετε, συνεργάζεστε με μουσικούς με τους οποίους παίζεται μαζί χρόνια (Aaron Goldberg/πιάνο, Reuben Rogers/μπάσο και Greg Hutchinson/τύμπανα). Τι είδους ποιότητες θεωρείτε ότι αναπτύσσει μια μπάντα που παίζει μαζί για πάνω από μια δεκαετία και σε τι τελικά συνίσταται αυτό που εύκολα αποκαλούμε εμείς οι γραφιάδες «καλή χημεία»;
Λατρεύω να παίζω με το συγκεκριμένο κουαρτέτο. Είναι τρεις από τους αγαπημένους μου μουσικούς στον πλανήτη! Έχουμε μακρά ιστορία, παίζοντας μαζί σε διάφορα σχήματα. Και οι τρεις είναι αφοσιωμένοι σ' ό,τι κάνουμε: εξαιρετικοί αυτοσχεδιαστές, δυναμικοί ως ερμηνευτές, ιδιαίτερα βιρτουόζοι και καθόλου εγωιστές. Ως κουαρτέτο τώρα, το σημαντικό είναι να είμαστε καλοί ακροατές (να ακούμε δηλαδή ο ένας τον άλλον) και να αφηνόμαστε στον ενθουσιασμό, στο απρόβλεπτο, στην ειλικρίνεια και στην αλήθεια της στιγμής. Όταν παίζουμε, είμαστε κι οι τέσσερεις πραγματικά μέσα στη μουσική –τότε μόνο αυτό είναι που μετράει…
Σε ποιο μέρος του ρεπερτορίου σας θα επικεντρωθείτε στη συναυλία στο Παλλάς;
Θα παίξουμε ένα μείγμα από δικές μας συνθέσεις –κάποιες παλιές, κάποιες καινούργιες– όπως επίσης και ορισμένα standards. Πιθανότατα θα παίξουμε μερικά τραγούδια από το Walking Shadows, όπως επίσης και μερικά από προηγούμενες δουλειές, ενώ ίσως επεκταθούμε και σε υλικό που δεν έχει ηχογραφηθεί ακόμα. Ποτέ δεν ξέρω τι ακριβώς θα παίξουμε, μέχρι να βρεθούμε πάνω στη σκηνή και να αρχίσουμε να παίζουμε! Μας αρέσει να το αφήνουμε ανοικτό… Ανυπομονούμε πάντως να έρθουμε στην Αθήνα!
{youtube}APvr7vEBZBA{/youtube}