Πήραν το όνομά τους από ένα δανέζικο παραμύθι, είναι όμως Βρετανοί και στη Matador τους έχουν μη στάξει και μη βρέξει, ως ένα από τα πλέον ανερχόμενα ονόματα του label. Μιας και καταφτάνουν μεθαύριο για την πρώτη τους εμφάνιση στη χώρα μας (στο Six d.o.g.s.), αδράξαμε την ευκαιρία για μια κουβέντα εφ' όλης της ύλης με τον Thomas Fischer...
Θυμάμαι πόσο με εντυπωσιάσατε την πρώτη φορά που σας είδα ζωντανά, πριν 3 χρόνια στο Λονδίνο, ν' ανοίγετε τους Wild Beasts. Από τότε η καριέρα σας εκτοξεύτηκε! Πόσο ικανοποιημένοι αισθάνεστε από τις εξελίξεις; Πιστεύετε πως έχετε προοδεύσει τόσο μουσικά όσο και ως συγκρότημα από όταν ξεκινήσατε;
Πολλά έχουν αλλάξει από εκείνες τις ημέρες και θα ήμουν αγνώμων αν έλεγα πως δεν είμαι ικανοποιημένος από τη μέχρι τώρα τροπή των πραγμάτων. Μας δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψουμε πολύ, γεμίζοντας με καύσιμα τον δημιουργικό μας οίστρο. Κι αυτός ο κύκλος, ταξίδια-σύνθεση-ταξίδια, είναι ο βασικός τρόπος ζωής μας τα τελευταία χρόνια. Τι αποκομίσαμε; Σίγουρα μια σειρά προφανών μουσικών (και όχι μόνο) εξελίξεων κι αλλαγών. Πλέον δεν παίζω πλήκτρα ή κάτι σχετικό, παρά μόνο κιθάρα, ενώ ο Daniel έχει στη διάθεσή του ένα πλήρες σετ ντραμς –έχει χτίσει γύρω από τον εαυτό του ένα πιλοτήριο πλημμυρισμένο από pads! Και ως συγκρότημα όμως, εννοιολογικά, έχουμε αλλάξει πολύ, όσο κι αν δεν γίνεται ακόμη εμφανές στο κοινό μας. Αντλούμε πλέον έμπνευση από ένα ευρύτερο φάσμα, η Rachel έχει αναλάβει το πηδάλιο των στίχων, ενώ ο Daniel κι εγώ λειτουργούμε στο κομμάτι αυτό περισσότερο συμβουλευτικά.
Αυτό το ευρύτερο φάσμα, πώς ακριβώς εκφράζεται στους δίσκους σας; Υπάρχουν αγαπημένοι καλλιτέχνες, τους οποίους προτιμάτε να ακούτε το τελευταίο διάστημα και σας έχουν επηρεάσει;
Είτε το καταλαβαίνουμε, είτε όχι, σίγουρα μας επηρεάζουν τα όσα ακούμε. Σε ποιον όμως βαθμό, είναι άγνωστο. Μιλώντας για τον εαυτό μου, ο τρόπος με τον οποίον παίζω κιθάρα και ο ήχος που παράγω είναι ένα συνονθύλευμα πραγμάτων, αποτέλεσμα της ετοιμόρροπης θα έλεγα προσέγγισής μου στην εκμάθηση του οργάνου. Μερικές φορές ακούω κάτι και η αντίδρασή μου το επόμενο λεπτό είναι «πώς στο διάολο θα το παίξω»; Και δεν αναφέρομαι τόσο στην τεχνική ή στην ανυπομονησία μου να εφαρμόσω τη συγκεκριμένη τεχνική στα τραγούδια μας, αλλά στην ανάγκη μου να μάθω και να εξελιχθώ ως κιθαρίστας. Μέχρι πρόσφατα άκουγα πολύ Godspeed You! Black Emperor, Tim Hecker και Swans. Η Rachel μου πρότεινε όμως να ακούσω Alice Coltrane και είχε τόσο δίκιο! Δεν ξέρω, βρίσκω μαγική την αίσθηση που μου προκαλεί η άρπα. Είναι μουσική που θα μπορούσε κάλλιστα να ντύσει μια ταινία με θέμα τον Ιάσονα και τους Αργοναύτες!
Με ποια όμως είδη μουσικής μεγαλώσατε; Ποιο το μουσικό σας υπόβαθρο;
Στο μυαλό μου έχω μόνο ένα συγκρότημα: τους Tangerine Dream. Μεγάλωσα μαζί τους, κυριολεκτικά. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει πως συνήθιζε να με νανουρίζει με τη μουσική τους. Ήμουν πάντα βουτηγμένος στη μουσική, αλλά ως ακροατής κι όχι ως μουσικός. Σκέψου, και μη γελάσεις, πως απέτυχα να περάσω τη βασική βαθμίδα στο πιάνο (Grade One), που είναι ότι ευκολότερο μπορεί να αποκτήσει κάποιος! Με θυμάμαι την ώρα της εξέτασης να κάθομαι μουδιασμένος, με τον εξεταστή να μου ζητά να επαναλαμβάνω κλίμακες τις οποίες δεν είχα προετοιμάσει. Κι εγώ να αγχώνομαι, να ιδρώνω και απογοητευμένος να βγαίνω από την αίθουσα. Κι έτσι άδοξα έληξε και η επαφή μου με τα επίσημα μουσικά διπλώματα.
Και πώς γεννήθηκε τελικά η ιδέα της δημιουργίας των Esben And The Witch;
Γνώρισα τον Daniel πριν από πέντε περίπου χρόνια, στο Μπράιτον. Εργαζόμασταν παρέα και είχαμε τη συνήθεια να περνάμε ατελείωτες ώρες συζητώντας για την κατάσταση της post-rock σκηνής στην Αγγλία εκείνη την εποχή. Πειραματιζόμασταν με διάφορες ιδέες και θυμάμαι πως είχαμε εστιάσει το ενδιαφέρον μας σε ένα drum machine (ο Daniel ήταν ο σχετικός με τον προγραμματισμό του), γύρω από το οποίο προσπαθούσαμε να χτίσουμε τα τραγούδια μας. Από τη μεριά μου είχα στοιχειώδεις γνώσεις κιθάρας, τις οποίες προσπαθούσα να αξιοποιήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στη συνέχεια βρέθηκε στον δρόμο μας η Rachel, η οποία ανταποκρινόταν στο φωνητικό και λυρικό όραμα που είχαμε. Κι αυτό ήταν όλο!
Από το ντεμπούτο σας, Violet Cries (2011), μέχρι το φετινό δεύτερο άλμπουμ σας Wash The Sins Not Only The Face, προχωράτε σε ολοένα πιο ευφάνταστες κι άγριες ηχητικές εξερευνήσεις. Είχατε από το ξεκίνημά σας ένα καθορισμένο όραμα μουσικής έκφρασης; Άλλαξε αυτό στην πορεία; Πού βρίσκονται τώρα οι Esben And The Witch;
Από το ξεκίνημά μας είχαμε θέσει κάποιους στόχους, οι οποίοι θα έλεγα πως παραμένουν σημαντικοί και απαράβατοι: η μουσική μας δεν θα πάψει ποτέ να είναι έντονη, ατμοσφαιρική και εγκεφαλική. Ο συμβιβασμός δεν μας αφορά, μας ενδιαφέρει μόνο η εξέλιξη, οι προκλήσεις, η διαφοροποίηση• η εμπλοκή σε μια διαρκή περιπέτεια. Όσον αφορά στα άλμπουμ μας, οι στόχοι ήταν διαμετρικά διαφορετικοί. Σκοπός του Violet Cries ήταν η δημιουργία μιας σκοτεινής, πυκνής και αφιλόξενης ατμόσφαιρας, ενώ στο Wash The Sins Not Only The Face θελήσαμε να είμαστε πιο προσιτοί και «φωτεινοί». Τι θα επακολουθήσει τώρα... Αυτή τη στιγμή δουλεύουμε πάνω σε νέα τραγούδια. Απολαμβάνουμε την περιοδεία, τα live, το μεγαλείο της μουσικής. Επίσης, γράψαμε τη μουσική για μια ταινία από την Αργεντινή, το La Antena, η οποία θα προβληθεί αρχικά σε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου στο Λονδίνο κι αργότερα θα επαναληφθεί μέσα στη χρονιά, έτσι ώστε να έχουμε τον χρόνο να διασφαλίσουμε πως κάθε κομμάτι μας θα έχει τη θέση του στο φιλμ.
Απαρνηθήκατε λοιπόν συνειδητά τη «γοτθική», μελαγχολική χροιά των τραγουδιών σας στο πρόσφατο άλμπουμ;
Σίγουρα το Wash The Sins Not Only The Face αποπνέει μια πιο χαρούμενη διάθεση. Όλα όμως είναι σχετικά: αυτό που για κάποιον φαντάζει γοτθικό, σκοτεινό και μελαγχολικό, για εμάς μπορεί να είναι φυσιολογικό... Αλλά και μια τέτοια διαπίστωση κάτι λέει για την ψυχοσύνθεση των τριών μας, δεν νομίζεις;
Γενικά, πώς ακριβώς ξεκινάτε να γράφετε ένα τραγούδι; Υπάρχει κάποιο σημείο εκκίνησης;
Όλα τα τραγούδια γεννιούνται από μια ιδέα, ένα ριφάκι, έναν στίχο, έναν χτύπο που έδωσε κάποιος από εμάς στα τύμπανα –και στη συνέχεια μεγαλώνουν, εξελίσσονται, παίρνουν τελική μορφή. Χωρίς αυτό να είναι κάτι που συνηθίζουμε, τα πιο πρόσφατα τραγούδια μας ξεκίνησαν από μια μελωδία στη κιθάρα, ίσως συνέβη έτσι γιατί είχα περισσότερο χρόνο να πειραματιστώ με το συγκεκριμένο όργανο. Νομίζω πάντως πως έχει ενδιαφέρον και οδηγεί τελικά σε θετικό αποτέλεσμα το να έρχονται στη ζωή τα τραγούδια με τον ίδιο τρόπο. Να αποτελούν δηλαδή μια κοινή οντότητα. Μιλώντας γι’ αυτά που γράφουμε τώρα, ακολουθούμε μια πιο «ζωντανή» προσέγγιση και προσομοίωση. Προτού ακόμη φτάσουμε στα demos, τα οποία απαιτούν έναν συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης και διαχείρισης από τον Daniel, απολαμβάνουμε προς το παρόν τη χαρά του να στήνουμε μικρόφωνα στο δωμάτιο και να τζαμάρουμε. Είναι τόσο τραχύ και συναρπαστικό συναίσθημα!
Αν προσπαθούσε πάντως κάποιος να περιγράψει τα τραγούδια σας, ειδικά εκείνα με τα οποία και μας συστηθήκατε, θα έλεγε πως αποπνέουν έναν σκοτεινό συναισθηματισμό και μια γκόθικ αισθητική. Επίσης, η θεματολογία σας αλλά και οι τίτλοι που επιλέγετε, μοιάζουν να αντλούν έμπνευση από την ποίηση, το υπερφυσικό και τα παραμύθια, ενώ και το όνομά σας είναι δανεισμένο από τον τίτλο ενός δανέζικου παραμυθιού...
Η διαδικασία της σκέψης που οδηγεί στη γέννηση ενός τίτλου ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό και αντλεί έμπνευση από μια πληθώρα πραγμάτων. Ναι, το όνομά μας είναι δανεισμένο από μια ιστορία που ξεθάψαμε κάποτε με τον Daniel. Δεν μας είχε απασχολήσει τότε το πώς και το γιατί κι ούτε φανταζόμουν πως στο μέλλον θα βρισκόταν κάποιος να με ρωτήσει. Αλλά να που εμφανίστηκες εσύ! Θα στο αναλύσω όμως λίγο. Νομίζω πως το Esben And The Witch αποπνέει ένα μυστήριο και μια ιδιαίτερη, σκοτεινή ατμόσφαιρα –δύο ιδιότητες που αποτελούν βασικά συστατικά της μουσικής μας. Τώρα, η έμπνευση μπορεί να κρύβεται παντού: στα βιβλία, στις ταινίες, σε έναν περίπατο, σε καθημερινά πράγματα τα οποία τσιγκλίζουν τη προσοχή σου. Όπως σου έλεγα και πριν, έχουμε οργώσει τον κόσμο με τις περιοδείες μας τα τρία τελευταία χρόνια και σίγουρα οι εμπειρίες που αποκομίσαμε, οι εικόνες, οι ήχοι, μας έχουν επηρεάσει τόσο συνειδητά όσο και υποσυνείδητα. Για παράδειγμα, έχουμε ένα τραγούδι, το "Smashed To Pieces In The Still Of The Night". Ο τίτλος του λοιπόν προέρχεται από τις λέξεις που είδαμε γραμμένες πάνω στην τεράστια τσιμεντένια πλάκα ενός κτιρίου στη Βιέννη. Η φράση αυτή μας έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση με την επιβλητικότητά της, ώστε αυτόματα γέννησε και το τραγούδι. Κι επειδή μας αρέσει να σκαλίζουμε το παρελθόν και την ιστορία, ψάξαμε κι ανακαλύψαμε την ταυτότητα του κτιρίου. Το κτίριο λοιπόν ονομάζεται Haus Des Meeres, ήταν ένας παλιός αντιαεροπορικός πύργος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η πατρότητα των στίχων ανήκει σε έναν Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Lawrence Weiner.
Πώς γεννήθηκε αλήθεια το EP με τα remixes στο Wash The Sins Not Only The Face;
Προέκυψε πολύ φυσικά. Είχαμε ήδη στα χέρια μας μερικά remixes, οπότε το επόμενο βήμα ήταν να τα συγκεντρώσουμε σε ένα μέρος.
Ήταν λοιπόν δική σας επιλογή. Είχατε τον πρώτο λόγο στην επιλογή των καλλιτεχνών που διασκεύασαν τα τραγούδια σας; Υπάρχει κάποιο remix το οποίο ξεχωρίζετε ως αγαπημένο;
Ναι, ήταν καθαρά προσωπική μας υπόθεση η δημιουργία του EP, όσο και η επιλογή των μουσικών. Μόνο ο Dave Sitek μας συστήθηκε μέσω της Matador, είχε ακούσει το “Deathwaltz” και ήθελε πολύ να δουλέψει πάνω του. Αν διάλεγα μόνο ένα remix, τότε σίγουρα θα ήταν η εκδοχή των Teeth Of The Sea στο “Smashed To Pieces In The Still Of The Night”. Αυτοί οι τύποι είναι απίστευτοι και πολύ καλοί μας φίλοι. Μάλιστα, όταν εμφανιστήκαμε στη Scala στο Λονδίνο, ανέβηκαν μαζί μας στη σκηνή για να αποδώσουμε την εκτενή εκδοχή του τραγουδιού. Εκπληκτική εμπειρία! Τους είχαμε συναντήσει την προηγούμενη μέρα σε ένα μικρό δωμάτιο δοκιμών που έχουν κι έτσι στριμωγμένοι, οι εφτά μας, κάναμε πρόβες για το βράδυ του λάιβ, σφραγίζοντας την πολύ ωραία συνεργασία μας με άφθονο ουίσκι!
Μιας και αναφερθήκατε στη Matador: στον δικό σας αντίποδα, ολοένα και περισσότερα συγκροτήματα ακολουθούν τη μοναχική διαδρομή του DIY. Πιστεύετε πως η έλλειψη χρηματοδότησης και ρίσκων από την πλευρά των δισκογραφικών έχει τελικά αρνητικό αντίκτυπο στην εμφάνιση/εξέλιξη των νέων συγκροτημάτων, αναγκάζοντάς τα να παλεύουν μόνα για να εξασφαλίσουν στούντιο, τεχνικούς και παραγωγούς και βέβαια για την προώθηση και πώληση της μουσικής τους;
Δεν νομίζω πως η επιλογή του DIY έγκειται μόνο στην έλλειψη χρηματοδότησης από την πλευρά των δισκογραφικών. Έχει κυρίως να κάνει με το ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι πολύ εύκολο να ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο. Η συνεργασία μας με τη Matador είναι άψογη και είμαστε πραγματικά χαρούμενοι που αποτελούμε κομμάτι της εταιρείας. Πέραν του ότι είναι καλοί άνθρωποι, μας παρέχουν και τη στήριξη την οποία χρειαζόμαστε και κυρίως την ελευθερία να δουλεύουμε με τον δικό μας τρόπο. Το ότι ανήκουμε στη Matador, δεν μας εμποδίζει καθόλου στο να έχουμε καθοριστική ανάμειξη σε κάθε στάδιο της μουσικής δημιουργίας, της παραγωγής, του artwork και της προώθησης. Κι αυτό δεν θα το παραχωρήσουμε ποτέ και σε κανέναν.
Ποια θα λέγατε πως ήταν τα highlights του 2013 για τους Esben And The Witch;
Για μένα κορυφαία στιγμή του 2013 ήταν σίγουρα η εμφάνισή μας στο Gebäude 9 στην Κολωνία, στις αρχές της χρονιάς. Το λατρεύω αυτό το μέρος! Αν δεν έχεις πάει, φαντάσου μια παλιά αποθήκη με συμπαγείς τσιμεντένιους τοίχους από άκρη σε άκρη και μια εξαιρετικά υπερυψωμένη σκηνή, καλυμμένη με βαριά μαύρη κουρτίνα –συν δυνατά φώτα. Θυμάμαι ήταν Φεβρουάριος και ένιωθα σαν να με είχες βάλει στη κατάψυξη! Περιμέναμε να ξεκινήσει το soundchecκ και είχαμε μαζευτεί ξυλιασμένοι γύρω από ένα τραπέζι, όπου πάνω του υπήρχε η μοναδική πηγή θέρμανσης του κτιρίου: μια μικρή ηλεκτρική θερμάστρα. Μας αποζημίωσε όμως το απίστευτο πλήθος, θα το θυμάμαι για πολύ καιρό αυτό το εκπληκτικό λάιβ.
Υπάρχουν, αντίστοιχα, στιγμές στις οποίες νιώσατε απογοήτευση;
Δεν είμαι σίγουρος αν έχω να μοιραστώ μια στιγμή στην οποία νιώσαμε απογοήτευση... Αλλά, αν κάτι τέτοιο μετράει, βρισκόμασταν θυμάμαι στο Τορόντο –κατά την πρώτη μας περιοδεία στη Βόρεια Αμερική– και ήμασταν σίγουροι πως θα μας στέλνανε όλους σπίτια μας, καθώς ο οδηγός μας δεν είχε βίζα. Αυτή ναι, ήταν μια δυσάρεστη κι αγχωτική εμπειρία.
Πώς μετουσιώνετε αυτό που ακούμε στο άλμπουμ πάνω στη σκηνή; Τι αλλάζει και τι παραμένει ίδιο;
Εξαρτάται πραγματικά από το τραγούδι. Ορισμένα βρίσκουν πολύ απλά κι απαλά τον δρόμο προς τη σκηνική τους μετενσάρκωση. Άλλα μας παιδεύουν λίγο παραπάνω κι άλλα παραμένουν στη στουντιακή τους μορφή. Το “Light Streams”, για παράδειγμα, είναι αδύνατο να παιχτεί ζωντανά –κι αυτό κάνει έξαλλη τη Rachel, γιατί λατρεύει τη μελωδία του! Μιλώντας πάντα ενορχηστρωτικά, στις ζωντανές παρουσιάσεις θυσιάζουμε συνήθως τη φινέτσα και την πολυπλοκότητα ενός τραγουδιού, ενώ στις ηχογραφήσεις χτίζουμε τον ήχο στοιβάζοντας στρώματα θορύβου (από φυσικά όργανα ή synths). Αυτό δεν μπορεί να επαναληφθεί επακριβώς στα λάιβ, κι έτσι η κιθάρα αναλαμβάνει να παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο. Κάτι που σημαίνει πως το τραγούδι μπορεί να γίνει πιο σπλαχνικό, να αποκτήσει μια αρχέγονη ποιότητα. Είναι σημαντικότερο για μένα όταν βρισκόμαστε σε «ζωντανό» περιβάλλον, γιατί επιτρέπει στο κοινό μας να συνδεθεί άμεσα μαζί μας. Το προτιμώ λοιπόν χίλιες φορές από το να χρησιμοποιώ πληθώρα προηχογραφημένων. Μου φαίνεται βαρετό.
Θέλετε να μας δώσετε μια μικρή πρόγευση της εμφάνισής σας στην Αθήνα;
Θα είναι σίγουρα μια δυνατή ηχητική περιπέτεια, γεμάτη κιθαριστικούς θορύβους και ηλεκτρονικούς πειραματισμούς. Και, ποιος ξέρει; Ίσως και να παίξουμε για πρώτη φορά ζωντανά μερικά από τα καινούρια μας τραγούδια!
{youtube}VP0Nv_ivTaw{/youtube}