Χρονικά και αριθμητικά περιορισμένη η παραγωγική δραστηριότητα του Avatism και αντιστρόφως ανάλογη με τη συχνότητα των ζωντανών εμφανίσεών του τον τελευταίο χρόνο, κυρίως στην Ευρώπη. Στην Αθήνα θα φτάσει για το φετινό ενTechno Festival, το οποίο θα φιλοξενηθεί για τρίτη χρονιά στο 6 D.O.G.S. (Παρασκευή 21 & Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου, με τον Avatism να εμφανίζεται τη δεύτερη μέρα). Στην παρακάτω συνομιλία, ο Ιταλός δημιουργός μας αποκαλύπτει πώς έφτασε από το metal στην ηλεκτρονική μουσική, αλλά και μερικά πράγματα για τις φιλοδοξίες του...
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ο Thomas Feriero, ο οποίος ξεκίνησε να φτιάχνει τη δική του μουσική. Θα ήθελες να εμπλουτίσεις την ιστορία μας;
Έπαιζα ντραμς ως παιδί, αλλά τα παράτησα γρήγορα καθώς μου άρεσε να παίζω βιντεοπαιχνίδια και γενικά να είμαι ένας σπασίκλας που «πηδούσε» τις τάξεις. Έτσι κι αλλιώς, στο σπίτι είχα μόνο έναν σχεδόν αθόρυβο εξοπλισμό για εξάσκηση. Ο μόνος τρόπος λοιπόν με τον οποίο θα μπορούσα να παίξω, θα ήταν να παρακολουθήσω μαθήματα, όμως δεν είχα την υπομονή για κάτι τέτοιο. Αργότερα, κάποιοι φίλοι μου πρότειναν να παίξω σε μια death metal μπάντα την οποία τότε σχημάτιζαν, αλλά επειδή ήμουν υπερσκουριασμένος αποφάσισα να ενημερωθώ σχετικά με ηλεκτρονικά προγράμματα που αφορούσαν σε ντραμς –και γενικά στην ηλεκτρονική μουσική– προσπαθώντας να δημιουργήσω metal/grincore πρότυπα για μπάντες.
Ποιες ήταν οι εφηβικές μουσικές σου προτιμήσεις; Σε ποιον βαθμό σε έχουν επηρεάσει;
Metal και grindgore ήταν τα αγαπημένα μου είδη. Άκουγα και hip hop, αλλά τα αγαπημένα μου συγκροτήματα ήταν Burzum, Immortal, Nasum, Dying Fetus, Cannibal Corpse και μπάντες από τη χώρα μου, όπως οι Cripple Bastards. Μπορεί να ακούγεται λίγο αταίριαστο, αλλά νομίζω πως με έχουν επηρεάσει αρκετά, αν και δημιουργώ εντελώς διαφορετική μουσική. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως τα μελαγχολικά ριφ των Burzum και των Immortal αποτελούν ακόμα υποσυνείδητη έμπνευση για τις δουλειές μου.
Τι είδους εξοπλισμό χρησιμοποιούσες στο ξεκίνημά σου; Θα ήθελες να κάνεις μια σύγκριση μεταξύ εκείνου κι αυτού που χρησιμοποιείς σήμερα;
Ξεκίνησα με έναν απλό υπολογιστή και με μια αρχική έκδοση του Reason, της εταιρίας Proppellerhead. Αλλά γρήγορα χρησιμοποίησα Cubase. Μεταχειριζόμουν κάτι πραγματικά μικρά, παλιά KRK μόνιτορ, τα οποία πρέπει να είχαν τετράιντσο woofer ή κάτι τέτοιο. Όταν ξεκίνησα δεν είχα ιδέα τι ήταν τα plug-ins και μόλις που κατάφερνα να συγχρονίσω τους ήχους. Αλλά μου άρεσε που μάθαινα τα βασικά μόνος μου, περισσότερο μέσω της δοκιμής και του λάθους. Επίσης, δεν ήξερα καθόλου από θεωρία μουσικής κι έτσι δεν είχα καθόλου synths. Αφού δοκίμασα διάφορες ρυθμίσεις και προγράμματα, σήμερα κατέληξα να ακολουθώ τις σειρές της Logic. Λατρεύω το hardware που διαθέτει για ήχους οι οποίοι θυμίζουν μουσικά όργανα, αλλά κυρίως κολλάω σε plug-ins για δημιουργία εφέ. Δουλεύω με πολύ απλά πράγματα: οι πιο χαρακτηριστικοί ήχοι μου προέρχονται από το Moog Little Phatty μου, ενώ οι υπόλοιποι (textures, pads) παράγονται από τα Access Virus, Dave Smith Prophet 08 ή Microkorg XL μου. Πρόσφατα απέκτησα κι ένα MFB-522 για ντραμς! Τα plug-ins των Korg’s Legacy Collection και Native Instruments FM8 είναι επίσης εκπληκτικά και κατέληξα να τα χρησιμοποιώ πολύ. Ε ναι, τα πράγματα έχουν σίγουρα αλλάξει, όμως δεν θα έλεγα πως υπάρχει κάποιος μηχανισμός που είναι απαραίτητος για να δημιουργηθεί καλή (ή με καλό ήχο) μουσική. Η βασική αιτία που με ωθεί να αγοράσω κάτι καινούριο είναι η έμπνευση, μιας και πολλοί ήχοι γίνονται εύκολα βαρετοί.
Το νέο σου EP, Constants, κυκλοφόρησε τον Ιούλιο. Στο κείμενο που συνοδεύει τα κομμάτια στο beatbort.com περιέγραψες: «Στην ιστορία πίσω από αυτό το EP δεν κρύβονται ούτε δράκοι, ούτε σεξ, ούτε ναρκωτικά, μα ούτε και ροκ εν ρολ. Και τα τέσσερα κομμάτια δημιουργήθηκαν από εμένα, καθώς έπινα καφέ με το μποξεράκι μου μπροστά στον υπολογιστή». Αφήνοντας στην άκρη την αίσθηση χιούμορ, μπορείς να περιγράψεις τις ιδανικές συνθήκες παραγωγής;
Ιδανική κατάσταση είναι οι πολλές ώρες στο στούντιο χωρίς να αποσπά οτιδήποτε την προσοχή μου πέρα από τη δημιουργική διαδικασία. Τη χρονιά που πέρασε μου άρεσε πολύ να παίζω, αλλά παραδέχομαι πως έτσι η παραγωγή γινόταν δυσκολότερη: αν επιστρέφεις την Κυριακή ή τη Δευτέρα, χρειάζεσαι τουλάχιστον μια-δυο μέρες για να ανακτήσεις δυνάμεις μετά το Σαββατοκύριακο. Και τότε είναι ξαφνικά πάλι Παρασκευή και είσαι πάλι καθ’ οδόν... Το Constants γράφτηκε λοιπόν κάτω από τέτοιες συνθήκες και σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη κατάσταση. Αγάπησα το τελικό αποτέλεσμα αλλά αποφάσισα να μείνω λίγο εκτός αυτό το καλοκαίρι, ώστε να συγκεντρωθώ στην επόμενη κυκλοφορία μου.
Η απόρριψη αποτελεί πάντα μέρος του παιχνιδιού. Είναι υπολογίσιμος παράγοντας για σένα αυτός όταν στέλνεις κάποιο demo;
Ένα πράγμα που καθένας πρέπει να θυμάται είναι ότι κάποτε ο Jimmy Hendrix μάθαινε να γρατζουνάει και ο Mike Portnoy δεν μπορούσε να κρατήσει κανονικά τα τυμπανόξυλα. Η μουσική του καθένα είναι χάλια στην αρχή. Και ναι, η απόρριψη είναι μέρος του παιχνιδιού: γνωρίζω πολλούς ανθρώπους των οποίων πολλά demos είχαν απορριφθεί και τώρα συνεργάζονται με εκπληκτικές εταιρείες και παίζουν σε πολλά φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Οι δικές μου εμπειρίες δεν ήταν τόσο ακραίες, αλλά τα πρώτα κομμάτια που είχα στείλει στις Haunt και Dumb-Unit δεν ήταν «σωστά». Ο Jeremy και ο Mike έδειξαν κατανόηση και με οδήγησαν στη σωστή κατεύθυνση. Έτσι, η επόμενη παρτίδα που έστειλα και στους δύο εγκρίθηκε άμεσα. Νομίζω πως το σημαντικότερο πράγμα είναι κάποιος να επικοινωνεί και να μαθαίνει πληροφορίες σχετικές με τη δισκογραφική εταιρεία στην οποία θα ήθελε να πραγματοποιήσει κάποια κυκλοφορία.
Με ποιους καλλιτέχνες και με ποιες εταιρείες θα επιθυμούσες να συνεργαστείς; Ποιος παράγοντας αποτελεί προτεραιότητα για την επιλογή αυτή, η ομοιότητα του ύφους μεταξύ σας ή η έκπληξη της διαφορετικότητας;
Επιζητώ την απλότητα και την ξεκάθαρη επικοινωνία όταν συνεργάζομαι με μια εταιρεία. Σε αυτό βοηθά αν ο ιδιοκτήτης της έχει αίσθηση του χιούμορ ώστε τα πράγματα να μην γίνουν περίεργα πολύ γρήγορα! Πέραν του χιούμορ, είμαι ικανοποιημένος με όλες τις πρόσφατες συνεργασίες μου. Η Dumb-Unit πρόσφατα έκλεισε, καθώς ο Jeremy θέλει να επικεντρωθεί σε νέες δραστηριότητες. Η συνέχεια της συνεργασίας μου με τη Vacant και τη Haunt με κάνει χαρούμενο. Επίσης, κυκλοφόρησα ένα κομμάτι με τους Clockwork στο δίσκο τους Life And Death. Συμπαθώ και τον Matteo και τον Manfredi και ελπίζω να ξανασυνεργαστούμε στο μέλλον. Θα ήθελα να συνεργαστώ και με τους Mind Against, τον Christian Loeffler και τον Francis Harris. Πιστεύω πως οι συνεργασίες μερικές φορές μπορεί να αποδειχτούν παγίδες, αλλά, όταν είναι μοιραίες, το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό.
Έχεις εμφανιστεί σε διάφορα φεστιβάλ και κλαμπ. Ποια εμφάνιση υπήρξε η αγαπημένη σου και γιατί; Ποια βρίσκεται πρώτη στη λίστα αναμονής;
Δεν έχω κάποιο αγαπημένο, για να είμαι ειλικρινής... Δεν έχω δει τόσα πολλά, καθώς έχω ξεκινήσει να παίζω εδώ και λιγότερο από έναν χρόνο. Το Βερολίνο είναι πάντα εξαιρετικό, επειδή πολύς κόσμος την ψάχνει και πραγματικά γνωρίζει τι παίζεται. Αλλά το θερμότερο και πιο ενθουσιώδες κοινό για το οποίο έχω παίξει ως τώρα ήταν εκείνο στο ReSolute της Νέας Υόρκης. Δυστυχώς, έπρεπε να ακυρώσω μια περιοδεία στη Νότια Αφρική για λόγους υγείας, αλλά θα ήθελα σύντομα να έχω τη δυνατότητα να την οργανώσω εκ νέου. Θα ήθελα επίσης να επισκεφτώ την Ασία και την Αυστραλία και είμαι ενθουσιασμένος για τις προγραμματισμένες εμφανίσεις μου –στη συνέχεια της χρονιάς– στη Νότια Αμερική.
Κάποια κομμάτια σου έχουν κερδίσει αξιοσημείωτες θέσεις στις λίστες τελευταία. Πιστεύεις ότι, στη συγκεκριμένη εποχή, αυτός είναι καταλυτικός παράγοντας επιτυχίας στην ηλεκτρονική σκηνή;
Ειλικρινά, δεν ξέρω... Νομίζω πως τα περισσότερα είναι λίγο «ανόητα». Είναι λίγο θλιβερό να υποδεικνύεται η επιτυχία από τυχαίες αριθμήσεις σε μια λίστα. Την ίδια στιγμή, όμως, πιστεύω ότι τα charts είναι διασκεδαστικά για τους θαυμαστές των καλλιτεχνών, ώστε να ανακαλύπτουν ποια μουσική προτιμούν. Εγώ φτιάχνω λίστες με την αγαπημένη μου μουσική μόνο επειδή πιστεύω πως το να μοιράζεσαι είναι ένα από τα σημαντικότερα πράγματα στη μουσική δημιουργία.
Υπάρχει κάποια έκταση σε bpm την οποία προτιμάς στις παραγωγές και στις εμφανίσεις σου; Και πιο συγκεκριμένα, θα χορέψουμε στο 6 D.O.G.S., κατά τη διάρκεια του φετινού ενTechno Festival;
Χαχα! Σίγουρα ελπίζω να χορέψετε! Πιστεύω ότι τα bpms είναι ανεξάρτητα από τη δυνατότητά τους να προκαλέσουν τη διάθεση για χορό. Στο Fusion τον Ιούνιο ξεκίνησα στα 108 bpms μετά από έναν τύπο που έπαιζε γύρω στα 125. Και όμως, το κοινό ενθουσιάστηκε! Είναι αρκετά μόνο τα πρώτα κομμάτια για να μπει κανείς στον ρυθμό, αλλά το γκρουβ είναι πάντα γκρουβ. Δεν ξέρω ακριβώς για ποιον λόγο έχω χαρακτηριστεί για τα χαμηλά μου bpms από τη στιγμή που οι ζωντανές μου εμφανίσεις κυμαίνονται πάντα ανάμεσα στα 100 και τα 126…
{youtube}TywAj2Igc_g{/youtube}