Ήταν να έρθουν από τα μέρη μας τον Μάιο –και στην Αθήνα, μα και στη Θεσσαλονίκη– μα τελικά δεν κατέστη εφικτό, καθώς οι καιροί δεν ευνόησαν την προπώληση. Θεωρώντας όμως το περιπλανώμενο ντουέτο των Jeremy Barnes & Heather Trost ένα αληθινά ιδιαίτερο σχήμα, με ένα ευρύ σύμπαν στο οποίο χωρούν τόσο οι indie folk, όσο όμως και ρουμάνικοι, βουλγάρικοι, τούρκικοι και ελληνικοί ρυθμοί, σπεύσαμε να τους ζητήσουμε μια συνέντευξη, που η Heather απάντησε με προθυμία...
Ας ξεκινήσουμε με ένα παραδοσιακό ουγγαρέζικο ρητό: «Η καλή μουσική κινείται από κοιλιά σε κοιλιά». Πώς σας φαίνεται αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ξανακούσει αυτό το ρητό, οπότε σας ευχαριστώ που το μοιράζεστε μαζί μου! Δεν παραξενεύομαι, μιας και στην Ουγγαρία φημίζονται για την αγάπη τους στη μουσική και στο φαγητό. Πώς είναι όταν μοιράζεσαι την καλή τροφή; Έτσι και η μουσική αποτελεί ένα κοινό γεγονός. Θεωρώ, ότι όπως αυτή η γαστριμαργική εμπειρία υπάρχει παντού στον κόσμο, έτσι και η μουσική διαδικασία ενυπάρχει τόσο ανάμεσα σε ομάδες, όσο και στην ευρύτερη κοινότητα στην οποία ζούμε.
Νιώθετε ότι οι συνθέσεις σας πατούν πάνω σε κοινά ή και σε διαχρονικά θέματα;
Δεν είμαι ο καλύτερος κριτής για κάτι τέτοιο... Για μένα η δημιουργία μουσικής και τέχνης γενικότερα αποτελεί μια κοινή και διαχρονική εμπειρία.
Γνωρίζουμε πόσο σημαντικό είναι για εσάς να κάνετε πράγματα που αντανακλούν αυτό που είστε ως Αμερικανοί. Πώς εμπλέκεται αυτό με το πνεύμα του μουσικού πλούτου της Δυτικής Ευρώπης;
Δεν ξέρω αν είναι σημαντικό να κάνουμε πράγματα τα οποία αντανακλούν τον τόπο καταγωγής μας, όσο το τι είμαστε ως ξεχωριστές οντότητες. Αυτό θα έλεγα ότι αφορά περισσότερο στην αμερικανική νοοτροπία. Δεν είμαι σίγουρη με ποιον τρόπο η δυτικοευρωπαϊκή μουσική ενυπάρχει σε ό,τι αναφέρω, πλην της αμέριστης αγάπης μας για τον πλούτο της συγκεκριμένης κουλτούρας και των Βαλκανίων. Αυτό είναι ολίγον δύσκολο να το εντοπίσεις στο mainstream αμερικανικό πνεύμα.
Έχετε αναφέρει στο παρελθόν ότι ένας συγκεκριμένος ρουμάνικος δίσκος σας είχε πάρει τα μυαλά και αποτέλεσε, κατά έναν τρόπο, την έμπνευση για τον νέο σας μουσικό προσανατολισμό. Θυμάστε το όνομα του καλλιτέχνη ή του άλμπουμ;
Νομίζω ότι μιλάτε για τον δίσκο που ο Jeremy ανακάλυψε σε ένα δισκάδικο του Σικάγο! Αρχικά του τράβηξε το ενδιαφέρον το εσωτερικό σχέδιο της ρουμανικής δισκογραφικής εταιρείας, η οποία δεν ήταν άλλη από την Electrecord. Ήταν η δουλειά του επιφανούς Ρουμάνου κλαρινετίστα Dumitru Farcas.
Ας μιλήσουμε λίγο και για την τελευταία σας δουλειά, Cervantine, η οποία κυκλοφόρησε στην προσωπική σας εταιρεία –τη L.M. Dublication. Αισθάνεστε ακόμη τον Δον Κιχώτη ως σύμβολο που εμπνέει;
Όντως, η δημιουργία μιας δισκογραφικής εταιρείας είναι ένα από τα πιο δονκιχωτικά πράγματα που μπορεί να κάνει κάποιος!
Αναφορικά με αυτό το άλμπουμ, πρέπει να σας ομολογήσω ότι απολαύσαμε ιδιαίτερα δύο τραγούδια, το ελληνικό “Μάνα Θέλω Έναν Άντρα” και το τουρκικό “Uskudar”. Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από την επιλογή των συγκεκριμένων κομματιών ;
Αγαπάμε πάρα πολύ τα ρεμπέτικα! Είναι ένα από τα αγαπημένα μας μουσικά είδη. Ξεκινήσαμε να τα παίζουμε με τον εκλεκτό μας φίλο Chris Hladowski, που είναι άσος στο μπουζούκι. Σε αυτόν οφείλουμε την πραγμάτωση τέτοιων τραγουδιών.
Αν δεν λανθάνω, έχετε μείνει στην Αθήνα για ένα σύντομο διάστημα. Ποια ήταν η πιο δυνατή και αξέχαστη εμπειρία που είχατε εδώ;
Πράγματι, είχαμε την ευκαιρία να μείνουμε για λίγες μέρες στην Αθήνα, μακριά από υποχρεώσεις. Περάσαμε αξέχαστα, είναι μία από τις αγαπημένες μας πόλεις! Αρχικά ακολουθήσαμε όλα τα τυπικά τουριστικά πράγματα, κάναμε π.χ. μια επίσκεψη στην Ακρόπολη. Ήταν άνοιξη, δεν είχε πολύ κόσμο και αποτέλεσε μια θαυμάσια έμπνευση. Φυσικά το φαγητό –όντας σημαντικότατο θέμα για εμάς– δεν μας απογοήτευσε διόλου. Παράλληλα βρήκαμε ένα δισκοπωλείο με παλιά βινύλια και εμπλουτίσαμε τη ρεμπέτικη συλλογή μας. Επίσης πήραμε το πλοίο από τον Πειραιά για την Ύδρα, όπου παίξαμε με τα γαϊδουράκια και τις γάτες.
{youtube}aLRH5HouLYg{/youtube}