Είναι από τους πλέον αναγνωρισμένους «νοϊζάδες» των τελευταίων χρόνων, όμως δηλώνει ευθαρσώς την αγάπη του για τους Iron Maiden –την απόλυτη μέταλ μπάντα, κατ’ αυτόν– και για τον Dio. Δεν θα περιμέναμε βέβαια κάτι λιγότερο από τον Νορβηγό Lasse Marhaug, καθώς έχει πολλές φορές αποδείξει την αξία του δουλεύοντας έξω από τα αυστηρώς πειραματικά όρια, καταπιανόμενος τόσο με το ακραίο μέταλ, όσο και με τον αυτοσχεδιασμό και την αφηρημένη τζαζ. Έρχεται το Σάββατο (25 Φεβρουαρίου) στο 6 D.O.G.S. και με την ευκαιρία απάντησε σε διάφορες απορίες μας...
Υποθέτω ότι στη συναυλία σου στην Αθήνα σε λίγες μέρες θα παραστούν και κάποιοι από απλή περιέργεια. Πώς θα τους περιέγραφες το τι πρόκειται να ακούσουν;
Θα είμαι απλά εγώ με ένα τραπέζι γεμάτο φτηνά ηλεκτρονικά. Κι ελπίζω να μπορέσω να αιχμαλωτίσω την προσοχή του ακροατηρίου δημιουργώντας ένα 30λεπτο ή 40λεπτο εκστατικής ηχητικής ευδαιμονίας. Δεν παίζω τόσο συχνά σόλο κι έτσι αποτελεί μια ιδιαίτερη εμπειρία για μένα. Ελπίζω και κάποιοι στο κοινό να αισθανθούν έτσι.
Συμφωνείς ότι οι πλέον κοινές προκαταλήψεις για τη noise music τη θέλουν να μην είναι καν μουσική ή, έστω, να αποτελεί μια ακραία κατηγορία; Έχεις ποτέ μπλεχτεί σε συζήτηση όπου έπρεπε να απαντήσεις σε τέτοιες απόψεις;
Δεν έχω κανένα ενδιαφέρον για αυτή τη συζήτηση. Κι αυτό γιατί δεν έχει σημασία αν η noise ονομάζεται ή όχι μουσική. Δεν αλλάζει τίποτα σε ό,τι κάνω εγώ. Πες τη λοιπόν μουσική ή μην την πεις –δεν με νοιάζει. Εγώ θα συνεχίσω να κάνω και τις εμφανίσεις μου και τις ηχογραφήσεις μου.
Στην άλλη πλευρά της συζήτησης, ποια η γνώμη σου για το παρόν της διεθνούς noise σκηνής; Έφερε η αύξηση σε παγκόσμιες κυκλοφορίες και καλύτερη ποιότητα;
Νομίζω ότι έχουν εμφανιστεί ορισμένοι ενδιαφέροντες νέοι καλλιτέχνες, όμως δεν βλέπω μια αύξηση σε ποιότητα η οποία να είναι ισάξια με την ποσότητα. Είναι βέβαια και δύσκολο να πεις, λόγω του ότι η noise σκηνή είναι τόσο διασπασμένη... Οπότε γίνεται δύσκολο να ορίσεις τι είναι noise music κι ακόμα δυσκολότερο να οριοθετήσεις μια σκηνή.
Παρότι συχνά αυτοσχεδιάζεις, το κάνεις ως έναν τρόπο σύνθεσης. Δεν συμμερίζεσαι τον παραδοσιακό ενθουσιασμό των αυτοσχεδιαστών για το «τώρα» και για τη «συγκεκριμένη στιγμή»;
Χρησιμοποιώ πράγματι τον αυτοσχεδιασμό ως ένα εργαλείο σύνθεσης. Δεν συμμερίζομαι την ιδέα της «χρυσής στιγμής» που τόσοι αυτοσχεδιαστές –αλλά και τζαζ μουσικοί– θεωρούν τόσο σπουδαία. Η μουσική είναι μια τέχνη βασισμένη στον χρόνο και ο αυτοσχεδιασμός απλά ένα εργαλείο για αυτό το ταξίδι.
Στην καριέρα σου έχεις κάνει πολλές συνεργασίες, με πολύ διαφορετικούς μάλιστα καλλιτέχνες –από τον Merzbow μέχρι τους Enslaved. Έχουν πιστεύεις κάποιο νόημα τα είδη μουσικής;
Τα είδη μουσικής μπορεί να βοηθούν και να είναι και ενδιαφέροντα και διασκεδαστικά. Δεν νομίζω όμως ότι μπορούν στ’ αλήθεια να περιγράψουν τι γίνεται, οπότε δεν με απασχολούν και πολύ. Δεν ενοχλούμαι βέβαια αν κάποιος με κατατάξει στους noise μουσικούς και καταλαβαίνω ότι ειδικά οι μουσικοί δημοσιογράφοι χρειάζεται να κάνουν κάτι τέτοιο. Αλλά το βρίσκω διασκεδαστικό, όχι απογοητευτικό.
Έχω ακούσει ότι είσαι μεγάλος fan των Iron Maiden. Είναι όντως η καλύτερη μέταλ μπάντα στην ιστορία; Αλήθεια, παρακολουθείς νεότερες μπάντες σαν τους Meshuggah ή τους Deathspell Omega;
Μου αρέσει γενικά το death metal και το thrash, αλλά και το κλασικό μέταλ, όπως και το χαρντ ροκ. Οι Meshuggah είναι μια χαρά, βασίζονται όμως πολύ σε ρυθμικά μοτίβα και στο γκρουβ, πράγματα που δεν με τραβάνε πολύ. Τους Deathspell Omega τώρα δεν τους ξέρω τόσο καλά, ανήκουν στο black metal και δεν έχω έτσι δώσει πολλή σημασία, παρότι αρέσουν σε πολλούς γνωστούς μου –ίσως να ασχοληθώ μαζί τους αργότερα. Όσο για τους Iron Maiden, είναι ακόμα η απόλυτη μέταλ μπάντα για μένα. Υπερέβησαν μάλιστα το μέταλ είδος και στάθηκαν με επιτυχία ως κάτι το ξεχωριστό. Είναι επίσης μία από τις λίγες παλιές μέταλ μπάντες που ακόμα βγάζουν κάποιες δουλειές που μπορείς να τις βάλεις στις καλύτερες της καριέρας τους: όχι μόνο παίζουν λοιπόν καλύτερα από ποτέ, αλλά γράφουν και δυνατό καινούργιο υλικό. Ο μόνος άλλος καλλιτέχνης που έκανε κάτι τέτοιο ήταν ο Ronnie James Dio, μα δυστυχώς τον χάσαμε πριν 2 χρόνια.
Το μέταλ έχει πάντως σημαντική επιρροή στη δουλειά σου. Οφείλεται στην ισχυρή παράδοση που υπάρχει στη χώρα σου;
Ναι. Αν μεγαλώνεις στην επαρχιακή βόρεια Νορβηγία κι έχεις κάποιο ενδιαφέρον για μουσική με υψηλά επίπεδα ενέργειας, τότε η αυτονόητη λύση είναι το μέταλ. Για μένα, το χέβι μέταλ υπήρξε το θεμέλιο για άλλες φόρμες έντονης ηχητικής εμπειρίας.
Η Pica Disc εντωμεταξύ, η εταιρεία σου, φτάνει φέτος στον 5ο της χρόνο. Το διασκεδάζεις ακόμα ή σου τρώει πια πολύ χρόνο;
Ισχύουν και τα δύο! Ακόμα διασκεδάζω το να στήνω έναν δίσκο για να κυκλοφορήσει και είναι κάτι που μου τρώει πολύ χρόνο. Είμαι ένα είδος εργασιομανή, αλλά ειδικά με τη σειρά Jazkamer το 2010 σαν να το έκαψα λιγάκι... Έκανα 12 Jazkamer άλμπουμ, συν το box-set του Kevin Drumm κι ένα CD του Tommi Keränen στην Pica Disk. Και επίσης βοήθησα στο να βγουν κάμποσα άλλα άλμπουμ με την άλλη μου εταιρεία, την Prisma Records. Οπότε, μετά το 2010, αποφάσισα ότι ήταν καιρός να ρίξω λίγο τους ρυθμούς. Τώρα κάνω 2-3 κυκλοφορίες ανά χρονιά και επικεντρώνω την ενέργειά μου στον εκδοτικό μου οίκο, Marhaug Forlag.
Αν δεν κάνω λάθος χαμένος σε τόσες κυκλοφορίες, το τελευταίο σου πλήρες άλμπουμ ήταν το Kiss Of Acid, μια συνεργασία με τον Mark Wastell. Αναζήτησες μια πιο ambient αίσθηση σε αυτήν τη «σύνθεση για προηχογραφημένα ταμ ταμ και ηλεκτρονικά», όπως την περιγράψατε;
Βασικά, το Kiss Of Acid είχε ολοκληρωθεί πριν 6 χρόνια, αλλά πήρε καιρό μέχρις ότου εκδοθεί. Από τότε έχω κάνει άλλα 30 άλμπουμ, οπότε πλέον πολύ δύσκολα μπορείς να το θεωρήσεις αντιπροσωπευτικό των παρόντων ηχητικών μου εμμονών. Παρ’ όλα αυτά, το αγαπώ ιδιαιτέρως το συγκεκριμένο άλμπουμ. Ο Mark είναι άλλωστε ένας λαμπρός μουσικός, χάρηκα που συνεργαστήκαμε. Το άλμπουμ είναι ίσως πιο ήσυχο σε σύγκριση με το τι κάνω συνήθως, και πάλι όμως υπάρχει πολύς δυναμισμός για να το πεις ambient. Είναι μια δουλειά στην οποία πρέπει να επικεντρώσεις, δεν γίνεται να λειτουργήσει αν την αντιμετωπίσεις ως μουσική-φόντο.
Η μουσική σου θα μπορούσε να έχει πολιτική διάσταση στις ταραγμένες μέρες στις οποίες ζούμε; Ή κάτι τέτοιο θα συνέβαινε μόνο αν ακολουθούσες κάποια πολιτική ατζέντα;
Η μουσική έχει πολιτική αξία, γιατί κάθε πράξη έχει έναν αντίκτυπο στην κοινωνία μας. Για κάθε τι που κάνεις, υπάρχει και κάτι που δεν κάνεις. Φτιάχνοντας δυνατή noise μουσική κάνεις μια δήλωση ελευθερίας ή ελεύθερης βούλησης, η οποία –από την ίδια της τη φύση– αντιπροσωπεύει το αντίθετο της καταπίεσης και του ελέγχου. Ασφαλώς, αυτός είναι ένας απλουστευτικός τρόπος για να το δεις, πιστεύω όμως ότι είναι αλήθεια. Το noise μου δεν είναι άμεσα πολιτικό, δεν ακολουθεί κάποια ατζέντα, έχει όμως και πολιτικό βάρος.