Τείνει να γίνει μόνιμος επισκέπτης της χώρας μας ο Matt Elliott. Βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη την Κυριακή, παίζει μεθαύριο Παρασκευή στη Λάρισα (Μικρό Θέατρο Μύλου), το Σάββατο στην Πάτρα (Ακτή Δυμαίων) και την Κυριακή 23/10 θα βρίσκεται στην Αθήνα (6 D.O.G.S.). Η συζήτηση μαζί του, πάντα ενδιαφέρουσα. Δοθείσης λοιπόν της αφορμής, μας εξηγεί ορισμένα πράγματα περί της μουσικοτροπίας του, στέλνοντάς μας και τους αγωνιστικούς του χαιρετισμούς…
Νομίζω ότι αυτόν τον καιρό δουλεύεις το νέο σου άλμπουμ, έτσι δεν είναι; Θα ήθελες να μοιραστείς κάποιες από τις σκέψεις σου σχετικά με αυτό;
Δόξα τω Θεώ έχει τελειώσει τώρα! Ήταν αρκετά δύσκολη η όλη διαδικασία, αλλά είμαι ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Βέβαια σχεδόν αμέσως μόλις το τελείωσα, άρχισα να δουλεύω πάνω στο επόμενο! Επομένως το μυαλό μου είναι περισσότερο προσανατολισμένο στο πώς εξελίσσεται αυτό, παρά στο τι αποτέλεσμα έφερε το προηγούμενο…
Πέρσι κυκλοφόρησες έναν δίσκο ως Third Eye Foundation, έπειτα από μία δεκαετία. Πώς βίωσες αυτήν την επιστροφή σε ηλεκτρονικές συνθέσεις, έπειτα από τέσσερις δίσκους με ακουστική βάση;
Είχε πολύ πλάκα. Ξεκίνησε εύκολα, τελείωσε όμως όπως όλοι οι δίσκοι που έχω φτιάξει ως Third Eye Foundation: με εμένα εμμονικό με τις λεπτομέρειες, σχεδόν στα όρια της παραφροσύνης! Ήταν παρόλα αυτά μία απολαυστική εμπειρία.
Σε μια παλαιότερη συνέντευξή σου στο Avopolis (στον Γιώργο Φλωράκη), λες ότι η τριλογία The Songs (με σειρά κυκλοφορίας: Drinking Songs, Failing Songs και Howling Songs) δεν ξεκίνησε ως τέτοια. Δουλεύει εξαιρετικά όμως ως τριλογία, έτσι δεν είναι;
Μου είναι λίγο δύσκολο να πω, για να είμαι ειλικρινής. Βρίσκομαι πολύ κοντά σε αυτούς τους δίσκους για να μπορέσω να έχω μία αντικειμενική γνώμη. Η αλήθεια είναι ότι συνήθως μισώ τους δίσκους μου μέχρι να παρέλθει σχεδόν μία δεκαετία από την κυκλοφορία τους. Μετά τη δεκαετία αποκαθιστώ την εκτίμησή μου για μερικούς, προς το παρόν όμως δεν αντέχω να ακούω κανέναν από τους δίσκους του The Songs!
Το εξαιρετικό artwork του Uncle Vania έχει γίνει σχεδόν νευραλγικό στοιχείο των δίσκων σου. Η συνεργασία σας θα συνεχιστεί;
Θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο που συνεργάζομαι με έναν τέτοιο καλλιτέχνη και εννοείται πως, αν είναι στο δικό μου χέρι, θα συνεχίσω να δουλεύω μαζί του για πάντα. Οπτικοποιεί εύστοχα τη μουσική μου –δεν μπορώ πλέον να σκεφτώ ένα μου άλμπουμ για το οποίο ο Uncle Vania δεν θα έχει κάνει το οπτικό κομμάτι. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για τον μεγαλύτερο εν ζωή καλλιτέχνη…
Ας ταξιδέψουμε λιγάκι στον χρόνο: το The Mess We Made σηματοδότησε μία σημαντική αλλαγή στην πορεία σου, αφού τα ηλεκτρονικά άρχισαν να αφήνουν σταδιακά το έδαφος χάριν των ακουστικών ενορχηστρώσεων. Μιλάμε δηλαδή για έναν τελείως διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της μουσικής –από τη σύνθεση, την ενορχήστρωση μέχρι και την ηχογράφηση– έτσι δεν είναι; Πώς αντιμετώπισες αυτήν την αλλαγή και τι απετέλεσε αλήθεια το κίνητρό σου;
Μάλλον ό,τι και για τα περισσότερα πράγματα, η βαρεμάρα! Θυμάμαι πως, όταν ξεκινούσα αυτό που τότε αποτελούσε τη συνέχεια του Little Lost Soul (σ.σ.: το τελευταίο του «κανονικό» άλπουμ ως Third Eye Foundation, το 2000 –πριν φυσικά επανέλθει σε αυτό το project με το περσινό The Dark) και τελικά έμεινε στο 10” Borderline Schizophrenic, είχα ήδη βαρεθεί εντελώς: δεν μπορούσα να δουλεύω άλλο με τον ίδιο τρόπο. Γι’ αυτό και δοκίμασα κάτι διαφορετικό. Ένας καλός φίλος μου είχε δώσει μια κλασική κιθάρα κι όταν άρχισα να την παίρνω στα σοβαρά συνειδητοποίησα ότι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο θα ήθελα να δουλεύω στο εξής. Φυσικά δεν γίνεσαι δεξιοτέχνης απλώς και μόνο επειδή άρχισες να το βλέπεις σοβαρά... Είδα έτσι ότι ήμουν αρκετά κακός ως κιθαρίστας και βάλθηκα να μάθω να παίζω, κάτι που φυσικά άλλαξε τελείως τον τρόπο με τον οποίο συνέθετα ως τότε. Το Mess We Made, πάντως, ηχογραφήθηκε με samplers και sequencers. Αυτός είναι κι ο λόγος που έχει αυτήν την περίεργη ποιότητα ήχου, βρέθηκε ακριβώς ανάμεσα στις δύο φάσεις της πορείας.
Με ποιον τρόπο επηρέασε την μουσική σου η μεταφορά της βάσης σου από το Μπρίστολ στη Γαλλία, η οποία συνέβη, αν δεν κάνω λάθος, πάνω-κάτω στην ίδια περίοδο;
Με ρωτάνε συχνά αυτήν την ερώτηση και η απάντηση είναι πάντα η ίδια: δεν έχω ιδέα! Δεν μπορώ να συγκρίνω το τι μουσική θα έκανα αν παρέμενα στο Μπρίστολ. Η έμπνευση, τουλάχιστον για μένα, έρχεται από τόσα πράγματα και τόσα μέρη, ώστε μου είναι κυριολεκτικά αδύνατο να ξέρω. Κάποια πρακτικά πράγματα βέβαια μπορεί να επηρέασαν τη μουσική μου, όπως το γεγονός ότι στη Γαλλία δεν είχα γείτονες, οπότε μπορούσα άνετα να πειραματιστώ με την φωνή μου, με διάφορα τύμπανα, με το να δημιουργώ θόρυβο με την κιθάρα μου μέρα-νύχτα. Αλλά στην πραγματικότητα μου είναι αδύνατο να πω πώς με επηρέασε στην ουσία. Γίνονταν τόσα πολλά πράγματα εκείνη την περίοδο… Και για την ακρίβεια, το Mess We Made το ξεκίνησα στο Μπρίστολ και το τελείωσα στην Γαλλία…
Αυτή η αλλαγή ύφους, άλλαξε καθόλου και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεις τη μουσική; Ποιο κομμάτι του εαυτού σου αφήνεις να διαπεράσει, τι είδους σκέψεις βάζεις μέσα σε αυτήν (πολλοί λ.χ. ισχυρίζονται ότι οι δίσκοι σου έγιναν όλο και πιο ενδοσκοπικοί) ή πρόκειται για την ίδια προσέγγιση, χρησιμοποιώντας απλώς διαφορετικά μέσα;
Νομίζω ότι οι δίσκοι μου ήταν πάντα εσωστρεφείς, αλλά γενικά ο ισχυρισμός σου έχει βάση. Κατ’ ουσία πρόκειται και πάλι για την ψυχή μου, μετέρχομαι απλώς διαφορετικών μέσων. Είναι πάντως αδύνατο να θεωρείς τον εαυτό σου μουσικό χωρίς να είσαι κύριος κάποιου μουσικού οργάνου. Η κιθάρα μού έμαθε τόσα πολλά σχετικά με τη μελωδία και με τον συγχρονισμό, πράγματα τα οποία δεν είχα πολυσκεφτεί ως προγραμματιστής στην Third Eye Foundation περίοδο –και φυσικά η κατανόησή μου γινόταν πληρέστερη όσο μελετούσα. Το να γράφω στίχους, από την άλλη, επαφίεται σε μία άλλου είδους πειθαρχεία και μου φαίνεται ακόμα το πιο δύσκολο στοιχείο ενός τραγουδιού. Η μουσική είναι μία υπέροχη και ατελείωτη σπουδή πάνω σε όλα αυτά τα πράγματα και σε ακόμα περισσότερα... Κι αυτή η γνώση που σιγά-σιγά αποκτάς σε κάνει να την κατανοείς καλύτερα και τελικά να κατανοείς καλύτερα και τον ίδιο σου τον εαυτό. Σπουδάζοντας τη μουσική έχω διδαχθεί και πολλά άλλα πέρα από αυτήν.
Υπάρχει μία γενική αύρα στην μουσική σου αλλά και κάποια συγκεκριμένα στοιχεία (ανατολικοευρωπαϊκοί ρυθμοί για παράδειγμα ή κάποια κιθαριστικά θέματα που φέρνουν σε σπανιόλικα μοτίβα), τα οποία υπονοούν επιρροές από ένα ευρύ φάσμα της παράδοσης του ευρωπαϊκού λυρισμού. Σε ενδιαφέρει όντως αυτή;
Ναι, φυσικά! Θεωρώ αυτή τη μουσική σημαντική, διότι έχει μία συγκεκριμένη αγνότητα, η οποία λείπει από το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής στο τέλος του 20ου αιώνα. Η μοντέρνα (ευρωπαϊκή) μουσική τείνει να λαμβάνει τα ερεθίσματά της από τις απλοποιημένες αμερικάνικες εκδοχές των μπλουζ, την στιγμή που εδώ στην Ευρώπη έχουμε τόσο υπέροχα στυλ μουσικής, τα οποία αποτελούν κομμάτια του συλλογικού μας υποσυνείδητου. Και είναι επίσης σημαντική γιατί μας μεταφέρει το μήνυμα ότι, όπου κι αν έχει γεννηθεί ο καθένας μας, αισθανόμαστε όλοι πόνο, αγάπη, χαρά, λύπη, θλίψη…
Μιλώντας για συναισθήματα, εσύ τραγουδάς για αποτυχίες, φαντάσματα, ναυάγια… Δεν μπορώ έτσι να καταπιέσω την ερώτηση: η μουσική σου είναι μία εικόνα μελαγχολικών συναισθημάτων, σκέψεων και στιγμών, μία όψη των δρώντων δαιμόνων σου (κατά το demons at play, του μεγάλου Sun Ra); Ή πρόκειται για μια προσπάθεια να τους εξορκίσεις;
Στα σίγουρα η μουσική είναι μία τέλεια θεραπεία. Τίποτα δεν σε εξαγνίζει περισσότερο από μία σπαρακτική κραυγή, αλλά νομίζω πως φτιάχνω θλιμμένα τραγούδια επειδή απλά αυτό μου βγαίνει. Δεν είμαι θλιμμένος συνέχεια, για την ακρίβεια είμαι αρκετά χαρούμενος τον περισσότερο καιρό, άρα υποθέτω πως απλώς με αυτόν τον τρόπο ξορκίζω τους δαίμονές μου. Δεν ξέρω, για να είμαι ειλικρινής. Απλώς, τέτοια πράγματα με δελεάζουν…
Για να το θέσω λιγάκι διαφορετικά: αν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μία φάση της ύπαρξης του ανθρώπου την οποία τραγουδάς, αυτή είναι η πτώση του. Σου δίνει περισσότερο έμπνευση από την «άνοδο»;
Υποθέτω τις φορές που αισθάνομαι αυτήν την «άνοδο», την άνθηση, είμαι πολύ απασχολημένος με το να τη βιώνω… Μόνο η πτώση σου δίνει τον χρόνο να την προβάλεις στον εαυτό σου και να κάτσεις να σκεφτείς. Επίσης κανείς δεν θέλει να ακούσει για την «άνοδο» κάποιου, είναι σαν να ακούς κάποιον να μιλάει για ένα «ταξίδι» με ναρκωτικά. Αν δεν συμμετείχες δεν δίνεις σημασία, αλλά όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε με το απόλυτο hangover που ακολουθεί…
Στο τραγούδι “The Kursk” περιγράφεις την ιστορία αυτών που επιβίωσαν από την αρχική έκρηξη στο ομώνυμο υποβρύχιο, αλλά πέθαναν αργότερα, αβοήθητοι, στον βυθό. Μοιάζεις να αιχμαλωτίζεις, με μουσική και λόγο, αυτήν τη στιγμή της συνειδητοποίησης του μοιραίου πεπρωμένου από εκείνους τους ανθρώπους. Βλέπεις καθόλου τον εαυτό σου ως ενός είδους αφηγητή τέτοιων σκοτεινών και στοιχειωτικών ιστοριών;
Μία τέτοιου είδους παράδοση υπήρχε πάντα, σε όλες τις περιόδους του ανθρώπου και πιστεύω ότι ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας το περνάμε με το να προσπαθούμε να αποσπάσουμε τους εαυτούς μας από τις σκοτεινότερες πτυχές της. Αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να προβληματιστούμε με το συμβάν του υποβρυχίου Kursk, όχι απλώς επειδή συνέβη μία τραγωδία, αλλά γιατί η ρωσική κυβέρνηση καθυστέρησε τη διεθνή βοήθεια –πιθανότατα οδηγώντας αυτούς τους νέους ανθρώπους σε αργό και βασανιστικό θάνατο (σ.σ.: υπολογίζεται ότι περίπου 23 άνθρωποι επέζησαν της ισχυρής έκρηξης και πέθαναν παγιδευμένοι στον βυθό, έπειτα από απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Η ρωσική κυβέρνηση αρνήθηκε αρχικώς τη βοήθεια που της προσέφεραν αμέσως άλλα κράτη, όπως η Βρετανία και η Νορβηγία). Υπάρχει επίσης κι ένα βίντεο, το οποίο δείχνει τη μητέρα ενός εκ των ναυτών, την οποία ναρκώνουν δημοσίως παρά τη θέλησή της. Αυτά είναι πράγματα που θα πρέπει να μας προβληματίσουν, διότι δείχνουν την περιφρόνηση των κυβερνήσεων (όλων των κυβερνήσεων) για την προστασία μας, την ασφάλειά μας, την ευημερία μας και την ελευθερία έκφρασής μας. Για αυτούς σημαίνουμε κάτι λιγότερο από τους δείκτες του χρηματιστηρίου, πρέπει επομένως να δούμε τα σημάδια και να αντιδράσουμε. Ζούμε για πολύ καιρό σε ένα απαρχαιωμένο και άδικο σύστημα, χρειαζόμαστε αλλαγές, αλλιώς τραγωδίες όπως αυτή του Kursk ή δολοφονίες πολιτών από κρατικές υπηρεσίες θα συνεχίσουν να συμβαίνουν. Πάντα, λοιπόν, υπήρχε μία τέτοια λαμπρή, λαϊκή παράδοση, η οποία έλεγε στον κόσμο για το πόσο μπάσταρδος ήταν ο βασιλιάς και τι τρομερά πράγματα έκανε κ.ο.κ.
Μιας που αναφέρεις την αξία που δίνεται στην ανθρώπινη ζωή, ξανάκουσα πρόσφατα, έπειτα από καιρό, το “Our Weight In Oil” και μου φάνηκε σαν να έχει μεταπηδήσει, κατά κάποιον τρόπο, από τον κόσμο της μεταφοράς στον πραγματικό. Επισκέπτεσαι συχνά την Ελλάδα, φαντάζομαι γνωρίζεις τι γίνεται εδώ από κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πλευράς. Αυτό που μου φαίνεται εμένα ως τραγική ειρωνεία είναι ότι η λύση που μας προτείνεται είναι στην ουσία η ρίζα του προβλήματος… Πού βλέπεις να μας οδηγεί όλο αυτό; Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στο μεγαλύτερο κομμάτι του Δυτικού κόσμου –καθώς αυτή η σκληρή, νεοφιλελεύθερη ατζέντα είναι παγκόσμια και διογκούμενη;
Είναι καθάρματα, έχεις δίκιο. Το πρόβλημα –πλέον το βλέπουν όλο και περισσότεροι– βρίσκεται στο σύστημα καθ’ αυτό. Και νομίζω πως φθάνουμε σε ένα σημαντικό σημείο αυτής της κρίσης, όχι οικονομικά μιλώντας: σε ένα σημείο όπου η θέληση των λαών και η θέληση του κορπορατισμού φθάνουν σε σύγκρουση. Χαίρομαι που το Δ.Ν.Τ. διάλεξε την Ελλάδα για το πείραμά του γιατί πιστεύω βαθιά ότι αυτήν την στιγμή μόνο οι Έλληνες από όλη την Ευρώπη έχουν τα κότσια να αντιπαρατεθούν μαζί τους –κι αυτό είναι που βάζει την Ελλάδα μπροστά από την υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι τρομερά σημαντικό τώρα οι άνθρωποι να μην λυγίσουν και να πουν στο Δ.Ν.Τ., χωρίς περιττές ευγένειες, να πάει να γαμηθεί –και ακόμη περισσότερο να πάρουμε πίσω όλα όσα μας έχουν κλέψει. Πιστεύω πως η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις λίγες χώρες που μπορεί να το κάνει. Δυστυχώς, δεν θα είναι εύκολη η μάχη, ελλοχεύει ίσως κι ο κίνδυνος ενός ακόμα εμφυλίου. Όμως είναι σημαντικό για όλους μας να στείλουμε το μήνυμα στις κυβερνήσεις μας, ότι αρκετά ως εδώ. Ευτυχώς κάτι τέτοιο αρχίζει να συμβαίνει τώρα στην Ευρώπη.
Δείχνεις αρκετά αισιόδοξος για τη μαχητικότητα του ελληνικού λαού…
Κοίτα, πρέπει ίσως να δείτε το παράδειγμα της Ισλανδίας, η οποία διέγραψε το χρέος της και ήταν αυτό ακριβώς που βοήθησε την χώρα να σύρει τον εαυτό της μακριά από το χειρότερο. Αλλά φυσικά κανένας δεν μιλάει για την Ισλανδία, γιατί εκεί ξεφορτώθηκαν τους τραπεζίτες και τους πολιτικούς που ήταν υπεύθυνοι για την κατάσταση. Αυτό όμως είναι αναγκαίο βήμα. Για παράδειγμα, αν οι βουλευτές έχουν πιαστεί να κλέβουν τον λαό, θα πρέπει να φύγουν. Από όσους τραπεζίτες και επενδυτές είναι υπεύθυνοι για αυτό το χάος, θα πρέπει να τους αφαιρεθούν τα περιουσιακά στοιχεία. Αλλά τα πράγματα θα φθάσουν σε ένα σημείο, όπου –όπως είδα γραμμένο κάπου– είτε θα φύγουν με ελικόπτερο είτε με νεκροφόρα. Γιατί όταν ο κόσμος θα αρχίσει να πεινάει, τα πράγματα μπορεί να γίνουν πολύ άγρια. Πάντοτε έλεγα πως την επανάσταση δεν θα την αρχίσουν άνθρωποι σαν κι εμένα. Θα ξέρω ότι συμβαίνει επανάσταση όταν βγουν στον δρόμο οι αδελφές μου, γιατί τότε θα έχουμε φθάσει στο σημείο απ’ όπου δεν θα υπάρχει επιστροφή. Όταν η πλειοψηφία του λαού εξεγερθεί, δεν θα υπάρχει κανένας τρόπος για αυτούς να κερδίσουν: θα είναι η δημοκρατία στην αμεσότερη μορφή της.
Το ενδιαφέρον σου για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, με πάει πάλι στη μουσική. Δεν έχει περάσει ένας χρόνος από τις περσινές σου εμφανίσεις στο Half Note και επιστρέφεις. Μοιάζει να έχει δημιουργηθεί ένας ισχυρός δεσμός μεταξύ εσένα και του ελληνικού κοινού, έτσι δεν είναι;
Την πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα, συγκινήθηκα με την καλοσύνη και την γενναιοδωρία του κόσμου. Χαίρομαι πολύ όταν παίζω στην Ελλάδα, έχω ζήσει τόσες όμορφες εμπειρίες, τόσο στη σκηνή, όσο κι εκτός αυτής… Είμαι συγκινημένος που στην Ελλάδα, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα (ίσως η Ισπανία να είναι κοντά) με έχουν περιβάλλει με τόση ζεστασιά.