Οι πιο ωραίες συνεντεύξεις προκύπτουν όταν υπάρχουν διαψεύσεις. Όταν το ειδικό βάρος εκείνου που απαντά, του επιτρέπει να αμφισβητεί τις ερωτήσεις. Να τις αναδιατυπώνει, να τις αρνείται, να διαλύει τους μύθους που η δημοσιογραφική έξη προσπαθεί διαρκώς να κατασκευάζει. Στην παρούσα συνέντευξη είναι αστείο ακόμα και να αναρωτηθούμε προς τα πού γέρνει η ζυγαριά αυτού του ειδικού βάρους. Ο Colin Newman και ο Graham Lewis των Wire απάντησαν στις ερωτήσεις του Avopolis με ιδιαίτερη προθυμία κι επαγγελματισμό (όπως δείχνει το μέγεθος των απαντήσεων), ενώ ταυτόχρονα υπήρξαν αυστηροί. Σαν να μου έλεγαν «δεν ήσουν εκεί, μη βγάζεις συμπεράσματα, μην προσπαθείς να διηγηθείς την ιστορία».

 

Κι όμως οι Wire, η μπάντα που ξεπήδησε από τις εμπορικές στάχτες της punk φρενίτιδας του 1976-77 και κατάφερε να σοβαρέψει τα ουρλιαχτά του Johnny Rotten –κάνοντας πιο καλλιτεχνικό τον ήχο και περισσότερο πολιτικό το statement– αναγνωρίστηκαν ως οι ηγέτες του post-punk. 34 χρόνια ενεργοί, με αρκετά on-off κι έναν εξαιρετικό καινούργιο δίσκο, έρχονται στην Αθήνα την επόμενη Κυριακή, 13 Μαρτίου (στο Gagarin). Κι αν κρίνω από την τελευταία επαφή μαζί τους (στο περσινό Primavera), παίρνουν κεφάλια…

Φέρετε την ετικέτα των πρωτοπόρων του post-punk. 34 χρόνια μετά την κυκλοφορία του Pink Flag, ποιος είναι ο ορισμός σας γι’ αυτό το, τελικά, τόσο καθοριστικό είδος που διαρκώς αναβιώνει;

Colin Newman: Ω, η επίφοβη λέξη «post”... Ιστορικά, ο όρος «μεταμοντερνισμός» επινοήθηκε ως επακόλουθο του μοντερνισμού στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, αλλά, προσωπικά, δεν τον είχα αντιληφθεί μέχρι την αλλαγή των 1970s με τα 1980s. Κι έπρεπε να φτάσουμε στα 1990s για να δούμε μουσικό είδος που να ονομάζεται από την ίδια τη λέξη, το post rock. Γιατί ο όρος post punk δεν χρησιμοποιούταν μέχρι το τέλος των 1990s, πολύ μετά το ξεκίνημα των Wire. Πάλι ιστορικά μιλώντας, η σχέση μεταξύ μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού είναι σαφώς ο τρόπος για ορίσεις κάθε «μετα -» περιγραφή. Χωρίς τον πρώτο δεν θα υπήρχε ο δεύτερος, άσχετα αν προέκυψε για να κριτικάρει τις βασικές δομές της πηγής. Βγήκε πολλή μουσική στα τέλη των 1970s και στις αρχές των 1980s που επηρεάστηκε από την ελευθερία την οποία φάνηκε να επιτρέπει το punk, παρότι διατήρησε λίγα δομικά του στοιχεία. Τότε δεν υπήρχε συνοχή, αυτή διαμορφώθηκε από τη γενιά του millennium που προσπάθησε να δει διαφορετικά τον φορμαλισμό των 1980s και των 1990s. Αυτή ονόμασε και το είδος.

Graham Lewis: Είναι ένας όρος που συχνά χρησιμοποιείται για να προσδώσει κάποια σοβαρότητα σε μια γνώμη εκτεταμένα βασισμένη στην εμπειρία του ότι ΔΕΝ ήσουν εκεί…. Αλλά, παρόλα αυτά, μιλάς θεωρητικά για εκείνη την περίοδο.

Ποιο ήταν το «post» στοιχείο που έκανε τη διαφορά στους Wire, τόσο στο πολιτιστικό πλαίσιο όσο και στο μουσικό περιεχόμενο;

C.N.: Προφανώς η ερώτηση δεδομένα τοποθετεί τους Wire σε μια καθαρή «post» σχέση με το punk, παρότι εκείνη την εποχή, για να είμαι ειλικρινής, μας βλέπαμε ως «not punk». Γι’ αυτό σχετίζεται περισσότερο με τις εμμονές της ποπ κουλτούρας περί συνεχούς ανανέωσης και αναβίωσης του είδους.

G.L.: Μόλις είχα αποφοιτήσει από τη Σχολή Καλών Τεχνών, δούλευα με επιτυχία ως free-lance σχεδιαστής μόδας και προσωπικά δεν υπήρχε τίποτα post με το οποίο μπορούσα να ταυτιστώ. Εάν το punk ήταν post, αυτό συνέβη γρηγορότερα στο Λονδίνο απ’ οπουδήποτε αλλού. Και τελείωσε με το που έφυγε το 1976. Εμείς είμαστε είναι ένα «καθαρό», σχεδιασμένο, έξυπνο, όχι «μολυσμένο» από το R’n’B γκρουπ του 1977 που αντιπροσωπεύαμε την τέχνη σε ένα εχθρικό περιβάλλον… Ένιωθα λοιπόν περισσότερη συγγένεια με τη δουλειά των Gilbert & George και του καθηγητή Joseph Beuys, παρά με όσα κακώς είχαν γίνει στο όνομα του punk. Πήραμε την ιδέα της πλήρους αλλαγής στα πάντα και τη βάλαμε στο κέντρο των πράξεων/διαδικασιών μας. Μάλλον, γι’ αυτό επιβιώσαμε…

Κάνοντας homework, βρήκα μια δήλωση του Colin όπου έλεγε ότι μισεί όσες μπάντες λένε «Ας φτιάξουμε ένα γκρουπ από την τάδε λίστα επιρροών… είναι σαν να γράφεις το δελτίο τύπου πριν καν γράψεις τραγούδια!». Σωστό, αλλά πώς σας φαίνεται το γεγονός ότι οι Wire έφτασαν να θεωρούνται κύρια επιρροή συγκροτημάτων όπως οι Pixies, οι R.E.M., οι Sonic Youth και το σύνολο του αμερικάνικου hardcore;

C.N.: Νομίζω ότι η ερώτηση γενικεύει. Αυτή η ιδέα, ότι φτιάχνεις μια μπάντα από λίστα επιρροών, προέκυψε κυρίως στα 1980s και είναι αρκετά επιβλαβής για τη δημιουργική ανανέωση –που είναι φυσικά απολύτως απαραίτητη για την ανάπτυξη οποιασδήποτε μορφής τέχνης. Ασφαλώς όλοι έχουν επιρροές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μετά παράγουν το ίδιο πράγμα. Στο φινάλε, κάθε καλλιτέχνης παίρνει μαζί τις επιρροές του, αλλά η αναζήτηση της ξεχωριστής φωνής δεν παύει να είναι πρωταρχικός στόχος, έτσι δεν είναι;

G.L.: O Julian Temple ρώτησε κάποτε έμενα και τον Bruce (σ.σ.: Gilbert, ιδρυτικό μέλος του γκρουπ) αν ενδιαφερόμαστε για ένα πρότζεκτ που έστηνε στις αρχές των 1980s. Μέρος της πλοκής του αφορούσε την κατασκευή κάποιου είδους «ποπ», βασισμένης στην εκμετάλλευση αρχείων από ένα στούντιο στο West End του Λονδίνου. Φτιάξαμε το soundtrack κάπως έτσι: “Ace Of Spades” σκέψεις + bubble-gum Jap-noise =POP. Μαζί με σχεδόν διαστημική παραγωγή. Νοστιμέψαμε δηλαδή την πρόκληση! Αλλά, δυστυχώς ο Temple δεν βρήκε χρήματα κι άλλο ένα φιλμ έμεινε στο συρτάρι (σ.σ.: αλληγορική απάντηση όσον αφορά την αξιοποίηση των επιρροών ή απλά μια ιστορία που πάντα ήθελε να πει ο Graham;).

Μπορείτε όμως να αναφερθείτε λίγο παραπάνω στη σχέση των Wire με hardcore μπάντες –όπως οι Black Flag, οι Minutemen και οι Minor Threat; Το είχατε αντιληφθεί τότε ότι κάποιοι πιτσιρικάδες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού πήγαιναν στα άκρα το μοτίβο του κομματιού των 100 δευτερολέπτων; Σας άρεσε;

C.N.: Η δική μου ανάγνωση αυτής της σχέσης έχει κυρίως να κάνει με το γεγονός ότι το Pink Flag είχε διανομή από μεγάλη εταιρεία στις Η.Π.Α. κι έτσι ακούστηκε από πολύ κόσμο έτοιμο για κάτι διαφορετικό, που όμως δεν είχε πειστεί από το βρετανικό punk. Το αμερικάνικο πλαίσιο είναι αρκετά διαφορετικό από το βρετανικό, αλλά αισθάνομαι ότι η απλότητα και η έλλειψη τυπικών δομών (τουλάχιστον σε σχέση με το «κλασικό ροκ») ήταν κάτι που εκείνη η γενιά είδε σε μας και ήθελε να προχωρήσει την αισθητική του. Βέβαια, στις αρχές των 1980s κάθε είδος punk rock ήταν τόσο uncool στη Μεγάλη Βρετανία, ώστε, για να είμαι ειλικρινής, δεν ακούσαμε το hardcore στην ώρα του.

G.L.: Αγνοούσα βαθιά τη σχέση που είχε ειδικά το Pink Flag με το hardcore. Όταν βρεθήκαμε με τους Big Black, μιλώντας με τον Steve (σ.σ.: Albini) και τον Santiago (σ.σ.: Durango), τότε το κατάλαβα. Ο Henry Rollins ήταν βέβαια πάντα πολύ γενναιόδωρος στους επαίνους του για εμάς, όπως και πολλά άλλα μέλη hardcore συγκροτημάτων υπήρξαν εξίσου ειλικρινή στις «οφειλές» τους στους Wire. Αλλά εκείνη την εποχή εγώ ήμουν στο στούντιο κάνοντας πειραματική μουσική, κυρίως με τον Bruce ως Dome, κι αργότερα με τους δίσκους των He Said στη Mute και την Opal.

Συμφωνείτε με το συμπέρασμα ότι η φήμη των Wire είναι κάπως «μεταθανάτια»; Εννοώντας πως εκτιμηθήκατε κυρίως ως μέντορες και λιγότερο ως εμπορικά επιτυχημένοι (κυρίως στα 1980s). Θεωρείτε αυτήν την καθυστερημένη αναγνώριση, απογοήτευση ή δικαίωση;

C.N.: Προφανώς δεν έχουμε έρθει ποτέ στην Ελλάδα για να ξέρουμε πώς μας βλέπετε εκεί, αλλά στη Μεγάλη Βρετανία βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να θεωρούμαστε τόσο «σύγχρονοι» όσο και «ιστορικοί», ειδικά με το νέο άλμπουμ Red Barked Tree, το οποίο έτυχε μεγάλης προσοχής. Όλο αυτό είναι μια ιστορία σε εξέλιξη, όχι κάτι για να σε απογοητεύει!

G.L.: Είμαι σωστός που τοποθετώ το «posthumus» ως «μετά το θάνατο»; Το πλησιέστερο που έφτασαν οι Wire σε αυτήν την κατάσταση, ήταν η περίοδος 2004-06. Τότε το γκρουπ αντιμετώπισε τη λήθη, δημιουργικά –επιχειρηματικά αλλά και προσωπικά. Συμπλήρωσε έναν διαβολικά δύσκολο μάνατζερ και θα καταλάβεις ότι ο λογαριασμός ήταν μοιραίος. Έπρεπε να ψάξω βαθιά στην ψυχή μου για να καταλάβω αν άξιζε τον κόπο να συγχωρέσω, να επαναξιολογήσω και να «επισκευάσω» τα πράγματα. Πέντε χρόνια μετά, σου λέω ειλικρινά πώς, ναι, άξιζε. Είμαστε δυνατοί ξανά…

Έχετε διαλυθεί κι επανενωθεί τέσσερις φορές από το 1976. Φοβηθήκατε ότι το 2006, την τελευταία φορά δηλαδή φορά που τα ξαναβρήκατε, θα σας κατηγορούσαν για προσπάθεια εξαργύρωσης της κληρονομιάς, για απόπειρα να κάνετε κι εσείς cash-in;

C.N.: Οι Wire στ’ αλήθεια δεν κάνουν comebacks. Κι επίσης ποτέ δεν χωρίσαμε, απλά βρεθήκαμε σε αδράνεια σε κάποιες περιόδους. Θεωρούμε ότι το σήμερα ανήκει σε μια φάση που το γκρουπ μπήκε το 1999. Είναι η φάση 3b, αν προτιμάς! Ποια ήταν η καλύτερη περίοδος; Δύσκολο να πω, αλλά σίγουρα τώρα μας συμβαίνουν πολλά. Αν ξεπουλιόμαστε; Αφού δεν περιοδεύουμε παίζοντας το παλιό υλικό, δεν το νομίζω.

G.L.: Cashing–in;! Εδώ ακόμα με το ζόρι παίζουμε στους «πρόποδες» των περισσότερων περιοχών… Ο λόγος; Ίσως γιατί πάντα επιχειρούμε μια νέα δημιουργική πρόταση και ποτέ τη «μεγάλη-παλιά- κλασική-μυθική-κυνική-νοσταλγική» δικαιολογία του θρύλου που θέλει να παραμείνει ζωντανός.

Τι σας κινητοποιεί για να γράφετε μουσική το 2011; Δεν σας πιάνει μερικές φορές το ότι τα έχετε πει/κάνει όλα και ότι ο κόσμος πιστεύει ότι δεν θα ξεπεράσετε ποτέ π.χ. το Chairs Missing;

C.N.: Προσωπικά το ίδιο πράγμα πάντα μου δίνει κίνητρο, η αναζήτηση της τελειότητας. Δεν έχω καθόλου την αίσθηση ότι άφησα πίσω την καλύτερη δουλειά που μπορώ να κάνω. Εξάλλου, το Chairs Missing, όταν κυκλοφόρησε, έλαβε σχεδόν παγκοσμίως εχθρικές κριτικές, όποτε τι ξέρουν κι αυτοί;

G.L.: Η φαγούρα δεν φεύγει ποτέ. Όπως κι ο Colin, έτσι κι εγώ έχω την αυτοπεποίθηση ότι τα καλύτερά μου έρχονται ή σίγουρα δεν έχουν κυκλοφορήσει ακόμα!

Πού ζείτε τώρα; Αν είναι το Λονδίνο ακόμα η πόλη σας, τι πιστεύετε για το σύγχρονο πολυπολιτισμικό του πρόσωπο;

C.N.: Για την ακρίβεια, είμαι ο μόνος Λονδρέζος του γκρουπ αυτήν τη στιγμή. Ο Rob (σ.σ.: Grey, ντράμερ) γύρισε στα Midlands και ο Graham ζει εδώ και χρόνια στη Σουηδία. Παραμένουμε μια πολύ βρετανική μπάντα με ισχυρούς δεσμούς με το Λονδίνο. Η πολυπολιτισμικότητα είναι από τα δυνατά σημεία του, κάνει την πόλη δύσκολο να οριστεί με πολλούς καλούς τρόπους.

G.L.: Άφησα το Λονδίνο το 1988. Τώρα το σπίτι μου είναι στην παλιά πανεπιστημιούπολη Ουψάλα της Σουηδίας. Δουλεύω διάφορα πρότζεκτ εκεί, όπως κινηματογραφική μουσική, χορό Butoh, pop, spoken word, ζωγραφική, ηλεκτρακουστικούς αυτοσχεδιασμούς. Δουλεύω οπουδήποτε είμαι κατάλληλα καλεσμένος. Με δεδομένο ότι το Arlanda International Airport απέχει 25 λεπτά από το σπίτι μου, διατηρώ καλούς φίλους στο Λονδίνο. Επίσης, το σουηδικό broadband είναι γρήγορο και η Jajah τηλεφωνία φθηνή!

Περιγράψτε λίγο το νέο σας δίσκο Red Barked Tree... Είναι πιο pop και σοφός από το παρελθόν ή κάνω λάθος;

C.N.: Οι χαρακτηρισμοί σου είναι αρκετά καλοί, αλλά και διαφορετικοί επίσης. Νομίζω ότι κάναμε μια σοβαρή απόπειρα να φτιάξουμε το καλύτερο Wire άλμπουμ της πορείας μας. Δεν μένουμε ακίνητοι.

G.L.: Σοφότεροι; Αν είναι αλήθεια, είναι μεγάλο κομπλιμέντο. Όσον αφορά στους στίχους, αισθάνομαι ότι είχα τον χρόνο να χωνέψω το υλικό και να σκαλίσω τις λέξεις. Οι στίχοι του προηγούμενού μας άλμπουμ, Object 47, γράφτηκαν βίαια. Όταν δεν ηχογραφούσαμε, έγραφα –και κοιμόμουν λίγο. Ίσως γι’ αυτό είναι τρωτοί, ασαφείς και κάπως εύθραυστοι… Σαν προϊόν hangover από τη βαθιά λήθη που προσέγγισε το γκρουπ. Πάντοτε οι στίχοι μας αποτελούσαν μια σειρά από ερωτήσεις. Στο Red Barked Tree υπάρχουν τουλάχιστον και κάποιες δηλώσεις. Δεν είμαι σίγουρος τι είναι σοφό. Ικανοποιούμαι με τον στίχο ενός συγκεκριμένου τραγουδιού όταν τελειώνει και δεν αναγνωρίζω ότι έχω βάλει το χεράκι μου στη συγγραφή. Τι είναι αυτό; Παγκοσμιότητα; Σοφία;

Οι Wire υπήρξαν πάντα πολιτικά επίκαιροι και πολλοί μουσικοί ιστορικοί θεωρούν ότι απεικόνισαν την «τσιμεντένια» ατμόσφαιρα των ύστερων 1970s, ακριβώς πριν τον ερχομό της Θάτσερ. Ποιες είναι οι σημερινές σας πολιτικές σας ανησυχίες;

C.N.: Προσωπικά, δεν συμμερίζομαι τα παραπάνω. Ένα από τα χαρακτηριστικά των Wire στα 1970s ήταν ότι απέφυγαν την εύκολη συνθηματολογία των τυπικών punk συγκροτημάτων. Ο κόσμος πίστευε ότι ο ήχος μας ήταν ζοφερός, αλλά αυτό είχε κυρίως να κάνει με την απόρριψη συγκεκριμένων μορφών φορμαλισμού. Προσωπικά, τοποθετούμαι λίγο πιο αριστερά από το κέντρο και θεωρώ δημοκρατικό μου καθήκον την ψήφο. Δεν ψήφισα όμως την τωρινή κυβέρνηση.

G.L.: Το 1974 και το 1975 ήταν αρκετά βαρετά στη Μεγάλη Βρετανία, σώζονται μόνο οι Dr. Feelgood, Dury’s Kilburn και Highroads. Δεν υπήρχε ούτε σκηνή μοντέρνας τέχνης που να την παραδέχεσαι επίσης… Ήσουν μόνος σου με τον Sly Stone, τους Stooges, τους Dolls και τον Al Green. Μετακόμισα σε μια σοσιαλιστική, φεμινιστική Σουηδία το 1988 όχι πολύ μετά τη διακήρυξη της Θάτσερ ότι «δεν υπάρχει η έννοια κοινωνία». Τι σύνθημα! Αναγνωρίζω πλήρως αυτό που αποκαλείς «τσιμεντένια περίοδο», με την απεργία των ανθρακωρύχων και τις βόμβες του IRA. Ήταν πολύ σκληρό το περιβάλλον και νομίζω το αποτύπωσα στη δουλειά μου, τσέκαρε το Dome 2, δίσκο που αποδέχεται τη δική μου σχιζοφρένεια. Έχει να κάνει με την Art Pauvre, τους Beuys και Keifer, τον Mike Leigh και τον Alan Bleasdale, τους Beckett και Pinter.

Είστε αλήθεια ακόμα καταστασιακοί; Μπορεί η φιλοσοφία τους να δώσει λύσεις στο μεταμοντέρνο κοινωνικοπολιτικό σύστημα του 2011, κάτω από την πίεση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης;

C.N.: Η καταστασιακή ετικέτα είναι κάτι που κάποιος ηλίθιος έγραψε στο προφίλ μας στη Wikipedia. Δεν είμαστε ούτε τώρα ούτε ποτέ καταστασιακοί. Το αφήσαμε για άλλους.

G.L.: Τι έχεις; Τι πρέπει να γίνει; Τι εργαλεία χρειάζεσαι για να κάνεις τη δουλειά;

Μερικές καλές μπάντες που ακούσατε τελευταία;

C.N.: Αυτήν τη στιγμή ακούω το soundtrack του φίλου μου Teho Teardo. Είναι πολύ αναγνωρισμένος στην Ιταλία, αλλά όχι τόσο έξω απ’ αυτή. Μου αρέσει ο αρμονικός του κόσμος.

G.L.: Η δεύτερη συλλογή soundtrack του Teho είναι πράγματι καλή, η πρόσφατη κυκλοφορία του David Lynch είναι επίσης καλοδεχούμενη, η βελγική μπάντα Madensuyu έχει μεγάλες δυνατότητες –είναι 33 χρόνων και παίζουν μαζί από τα 12. Μας έχουν ανοίξει μερικές φορές, είναι έξυπνοι και περίεργοι. Έχουν την ικανότητα να «αλλάζουν μυαλά».

Τι θα παίξετε στην Αθήνα; Το καινούργιο ή ένα, ας με συγχωρέσετε, «greatest hits» σετ;

C.N.: Περίμενε και θα δεις! Αν κι επειδή δεν είχαμε και ποτέ hits, μάλλον δεν θα γίνει το δεύτερο που αναφέρεις!

G.L.: Θα παίξουμε αυτό που μπορούμε να υποστηρίξουμε ως σύγχρονη δήλωση. Παλιό και νέο σε μοντέρνο πλαίσιο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured