Ο Micah P. Hinson είναι 29 ετών, μένει στο Abilene του Τέξας κι έχει δει τον Θεό να του χαμογελάει. Όταν δεν γράφει μουσική, δουλεύει σε ένα κατάστημα με κόμιξ και πληρώνεται σε είδος και σε αλήθειες. Δεν αποδέχεται τον χαρακτηρισμό «αντι-ήρωας», που συχνά του αποδίδεται, και προτιμά να τον θεωρούν υποτιμημένο καλλιτέχνη παρά διάσημο σταρ. Άλλωστε, όπως λέει κι ο ίδιος, είναι απλώς ένας μοναχικός, βουνίσιος τύπος, ο οποίος γράφει και παίζει μουσική. Οι φίλοι του, στον ελεύθερο χρόνο τους, τινάζουν τα μυαλά τους στον αέρα ή επισκέπτονται το πλησιέστερο σωφρονιστικό ίδρυμα. Κι ο Hinson, που αντί για δάσκαλος έγινε μουσικός στεναχωρώντας τον παππού του ο οποίος είχε άλλα σχέδια για το εγγόνι του, βλέπει τον καινούργιο του δίσκο Τhe Pioneer Saboteurs περισσότερο σαν ένα κίνημα, παρά σαν μία ακόμα μουσική παραγωγή. Και πιστεύει, με όλη του την ψυχή, στο Αμερικανικό Όνειρo…
Κάποιοι λένε ότι είσαι ένας από τους πιο υποτιμημένους μουσικούς της γενιάς σου και κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι είσαι ένας κλασικός Αμερικάνος αντιήρωας. Ισχύει κάτι από αυτά;
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος για το ποιος ή τι είμαι. Απλώς γράφω και παίζω τραγούδια. Πιστεύω ότι ένας αντιήρωας λειτουργεί και λίγο σαν πρότυπο, ενώ εγώ είμαι ο τύπος που κανείς δεν θα ήθελε να του μοιάσουν τα παιδιά του όταν μεγαλώσουν. Όσο για το «υποτιμημένος καλλιτέχνης», όπως δείχνουν τα πράγματα τα έχω πάει αρκετά καλά, τουλάχιστον στην underground σκηνή. Νομίζω ότι προτιμώ τον χαρακτηρισμό «υποτιμημένος» από το να ήμουν εξωφρενικά διάσημος. Γιατί, πρώτον, δεν πιστεύω ότι το αξίζω τόσο πολύ και, δεύτερον, ποιος είμαι εγώ που θα αξιολογηθώ ως ανώτερος και από ποιον; Κανείς δεν με συγκρίνει με τους «συμμαθητές» μου στη μουσική σκηνή. Όλοι με συγκρίνουν συνήθως με τον Cash, τον Dylan, τον Cave και τον Cohen –και είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν είμαι και ούτε πρόκειται ποτέ να γίνω ένας από αυτούς. Αυτοί οι τύποι είναι θρύλοι. Κι εγώ απλώς ένας μοναχικός hillbilly της ερήμου.
Σπούδασες για ένα διάστημα Αγγλική Λογοτεχνία, αλλά τώρα εργάζεσαι σαν μουσικός. Είναι τελικά η μουσική πλήρης απασχόληση για σένα;
Πήγα σε ένα πανεπιστήμιο που λέγεται Abilene Christian University, αλλά κατάφερα να παρακολουθήσω μόνο έναν χρόνο. Η αλήθεια είναι ότι τα πήγα πολύ άσχημα σε όλα τα μαθήματα, εκτός από τα Αγγλικά. Ήξερα από παλιά ότι το όλο πράγμα με τη μουσική δεν θα τραβούσε πολύ κι έτσι σχεδίαζα να γίνω καθηγητής κάποια στιγμή. Ο παππούς μου, o L. J. Nichols, ήθελε πολύ να γίνω καθηγητής (όπως εκείνος) και μάλιστα μου είχε πει ότι δεν έχω καμία δουλειά με τη μουσική, γιατί θα είναι χάσιμο χρόνου για μένα: «Δεν πρόκειται ποτέ να γίνεις ένας Woody Gurthie νεαρέ, γι’ αυτό κοίτα να δεις τι θα κάνεις για να έχεις μια αληθινή και σωστή δουλειά». Όταν όμως κάποια στιγμή με κάλεσαν στις 4 τα ξημερώματα από την πρώτη μου δισκογραφική (Sketchbook Records) και μου έκαναν πρόταση να ηχογραφήσω γι’ αυτούς, ήξερα ότι ήταν αδύνατον να αρνηθώ... Σίγουρα ήμουν κάπως πιο αφελής τότε, αλλά όχι τόσο ώστε να αγνοήσω τη φωτιά που έκαιγε μέσα μου. Γιατί τελικά είχε ανοίξει μια πόρτα, μου είχε δοθεί η ευκαιρία να γράφω μουσική, να κάνω δίσκους και περιοδείες. Και ναι, αυτά όλα είναι τώρα η δουλειά μου. Είναι μια ευλογία από τον Μεγάλο Μαγνήτη του Ουρανού (σ.σ.: Ο Μεγάλος Μαγνήτης είναι μια ανεπίσημη φιλοσοφική, ψυχολογική και λογοτεχνική έννοια. Σε γενικές γραμμές είναι μια αλληγορία η οποία εξηγεί τις συμπτώσεις με επιστημονικό και όχι με θρησκευτικό τρόπο). Είμαι απίστευτα τυχερός διότι γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που δουλεύουν πολύ μεγαλύτερο διάστημα απ’ ότι εγώ στη μουσική, κι όμως βρίσκονται ακόμα στην απ’ έξω. Πιστεύω ότι ο Θεός μου χαμογέλασε. Λέω λοιπόν να πάρω αυτό το ζεστό χαμόγελο και να το απολαύσω.
Διάβασα κάπου ότι δουλεύεις και σε ένα κατάστημα με βιβλία και κόμιξ, είναι αλήθεια;
Ναι, δουλεύω εκεί part time! Το μαγαζί βρίσκεται στην πόλη μου, στο Abilene του Τέξας, και το έχει ένας φίλος μου, ο Larry Saben, o οποίος είναι ένας αληθινά σοφός άνθρωπος. Μου δείχνει τις αλήθειες του κόσμου και μου μαθαίνει πράγματα τα οποία έχουν αλλάξει τη ζωή μου προς μια πολύ θετική κατεύθυνση. Δεν δουλεύω εκεί για χρήματα, πληρώνομαι σε κόμιξ και νομίζω ότι αυτό είναι καλύτερο. Έτσι και ο τραπεζικός μου λογαριασμός δεν βουλιάζει και τα βιβλία που θέλω, τα έχω. Διαθέτω μια εκπληκτική συλλογή: πάνω από 7.000 βιβλία, τα οποία εκτείνονται χρονικά από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και σήμερα. Οι αγαπημένοι μου ήρωες από την Comicdom είναι οι Jack Kirby, Frank Miller, Steve Mannion & Jim Lee, Wally Wood, Lynn Varley, Steve Ditko, και Basil Wolverton. Υπέροχοι άνδρες και υπέροχες γυναίκες.
Ο τίτλος του προηγούμενου δίσκου σου ήταν All Dressed Up And Smelling Of Strangers και τελικά ήταν ένας τίτλος πολύ ταιριαστός για έναν δίσκο με τόσο όμορφες διασκευές. Το καινούργιο σου άλμπουμ έχει τίτλο The Pioneer Saboteurs. Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από αυτό τον τίτλο;
Νομίζω ότι είσαι ο πρώτος καταραμένος άνθρωπος που λέει κάτι καλό για τον δίσκο μου με τις διασκευές... Οι περισσότεροι μιλάνε γι’ αυτή μου τη δουλειά σαν να είναι μια πλήρης αποτυχία, σαν να έπρεπε να ντρέπομαι που τόλμησα και ηχογράφησα εκείνα τα τραγούδια. Και φυσικά είμαι εντελώς αντίθετος μαζί τους, διαφωνώ πλήρως. Μου άρεσε πολύ που τα ηχογράφησα, απόλαυσα τη διαδικασία. Πήρα τραγούδια τα οποία άλλαξαν τη ζωή μου όταν τα είχα πρωτοακούσει και δούλεψα πάνω τους όσο καλύτερα μπορούσα. Αλλά τελικά, όταν κάποιος κάνει έναν δίσκο με διασκευές, οι περισσότεροι σκέφτονται ότι «ο τύπος έχει στερέψει από έμπνευση». Μόνο που εγώ δεν έχω στερέψει ή τελοσπάντων δεν νιώθω καθόλου έτσι. Αντιθέτως, νιώθω σαν ένα ορμητικό ποτάμι. Ο κόσμος επίσης ξεχνάει πως οι διασκευές εκπληρώνουν τον σκοπό για τον οποίο είναι φτιαγμένη η folk –και τολμώ να πω και το rock ‘n’ roll: να πιάνεις την ιστορία και να την κάνεις κάτι δικό σου. Πιστεύω ότι όλοι οι διάσημοι μουσικοί –χωρίς να περιλαμβάνω φυσικά τον εαυτό μου στη λίστα– έχτισαν ολόκληρες καριέρες με τις διασκευές που έκαναν: ο Hendrix, οι Animals, ο Orbison, ο Denver, οι Byrds, ο Dylan, ο Cash, ο Willie Nelson, οι Carter Family, η Patsy Cline, ο Elvis... Kαι η λίστα συνεχίζεται. Αλλά χαίρομαι που σου άρεσε το All Dressed Up And Smelling Of Strangers. Και το στηρίζω κι εγώ. Είναι πάντα πολύ καλό να ξέρω ότι ο δίσκος άρεσε, έστω και σε έναν μόνο άνθρωπο εκτός από μένα.
Τώρα, η ιστορία πίσω από τον τίτλο του The Pioneer Saboteurs έχει στοιχεία τόσο πολιτικά, όσο και κοινωνικά. Το εξώφυλλο και το πρώτο τραγούδι του δίσκου “Α Call To Arms” είναι πολιτικά –με την έννοια ότι οι άνθρωποι πρέπει κάποια στιγμή να ξεσηκωθούν και να κάνουν κάτι όταν βλέπουν την κυβέρνησή τους να έχει αρχίσει να σαπίζει. Και η μουσική, υποθέτω, είναι μια πολιτική πράξη με την έννοια ότι μεταφέρει τις ιστορίες και τις εμπειρίες ανθρώπων οι οποίοι έχουν ζήσει στο παρελθόν, μέσα σε ένα παρόμοιο πολιτικό κλίμα: ο θάνατος, ο φόνος, η βία, η αγάπη, η καταστροφή, η αυτοκτονία και ευτυχώς κάπου μέσα σε όλα αυτά βρίσκεται και η ειρήνη, η αγάπη και η κατανόηση. Το The Pioneer Saboteurs δεν είναι το όνομα κάποιας μπάντας. Είναι ένα κίνημα, μια επανάσταση των ανθρώπων, αφορά στον οποιοδήποτε που δεν αντέχει άλλο το πώς εξελίσσονται τα πράγματα, το πώς καθημερινά καταλύονται τα δικαιώματά μας, την ώρα που ο Μεγάλος Αδελφός έχει γίνει μια ολοκάθαρη και τρομοκρατική πραγματικότητα: είμαστε όλοι δυνάμει Pioneer Saboteurs, αρκεί να το θελήσουμε. Πού είναι άραγε τα ικριώματα; Είναι μέσα στη σκουριά και την αχρηστία.
Όταν κάποιος ακούει το νέο σου άλμπουμ για πρώτη φορά, σχηματίζει την εντύπωση ότι εδώ υπάρχουν αρκετά διαφορετικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν πολλές αντιθέσεις: ορχηστρικά μέρη γεμάτα φως, από την άλλη πλευρά μπόλικο feedback, reverb και drums, ενώ στο τέλος ακούμε και μερικές παλιομοδίτικες country μελωδίες. Είχες από την αρχή στο μυαλό σου να φτιάξεις ένα τέτοιο ηχητικό αποτέλεσμα ή έτσι απλώς εξελίχθηκε στην πορεία;
Ποτέ δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη απόφαση σχετικά με το τι θα γράψω και πώς θα είναι τα τραγούδια μου. Ξεκινάω πάντα με έναν βασικό κορμό, τη λεγόμενη σπονδυλική στήλη: την κιθάρα ή το πιάνο και τα λόγια. Μετά, απλώς αφήνω τα τραγούδια να με οδηγήσουν εκεί που θέλουν αυτά. Μπορείς πάντα να κάνεις μια προσπάθεια για να τα ελέγξεις, αλλά καλό είναι να το αποφύγεις –γιατί το μόνο που θα καταφέρεις είναι να γυρίσει όλο εναντίον σου. Το τραγούδι θα σε νικήσει και θα πάρει τον έλεγχο. Βλέπω μέσα σε ένα τραγούδι κομμάτια από folk, country, shoegaze, rock ‘n’ roll… Όλα αυτά τα πράγματα που βλέπω και ακούω δηλαδή καθημερινά. Τελικά, το είδος που παίζω το ονομάζω «violent folk».
Συνήθως κάθε τραγούδι έχει να πει και από μια ιστορία. Μερικά από τα τραγούδια σου έχουν μια θλίψη και μια σκληρότητα (“Seven Horses Seen”), κάποια άλλα μοιάζουν λίγο τρομαχτικά (“The Striking Before The Storm”), ενώ κάποια κρύβουν επιθετικότητα και μια εσωστρέφεια (“The Returning”). Τι είδους ιστορίες σου αρέσει να διηγείσαι στα τραγούδια σου;
Κάθε είδους ιστορία! Στον τελευταίο μου δίσκο η γυναίκα μου περνούσε μια άσχημη περίοδο, οι φίλοι μου τίναζαν τα μυαλά τους στον αέρα, κάποιοι έμπαιναν φυλακή με ψευδείς καταθέσεις εναντίον τους… Έτσι υπάρχει αρκετό υλικό για να εμπνευστεί κάποιος. Θέλω και έχω ανάγκη τα τραγούδια μου να μπορούν να περιγράφουν μονομιάς τα πάντα. Όλα τα πάνω και τα κάτω, κάθε τέλος και κάθε αρχή. Τόσο μέσω της μουσικής, όσο και μέσω των στίχων μου. Αυτό άλλωστε δεν είναι και η ίδια η ζωή; Συμβαίνουν πράγματα παντού και όλα είναι μία κι έξω. Πιστεύω ότι η μουσική που ασχολείται αποκλειστικά με ένα θέμα, με μία μόνο έννοια είναι απλώς σκατά. Η αγάπη δεν είναι πάντα κάτι καλό και ο πόνος μπορεί να γίνει εύκολα μιζέρια. Ο θυμός, από την άλλη, μπορεί να γίνει δύναμη, μια υπέροχη δύναμη. Οι φίλοι αλλά και οι συγγενείς μας δεν είναι όλοι καλοί. Οι άνθρωποι όμως χρειάζονται και τα καλά και τα άσχημα. Χρειαζόμαστε κάτι για να παίζουμε όταν είμαστε λυπημένοι. Χρειαζόμαστε και κάτι όταν είμαστε χαρούμενοι. Τρελοί, χαρούμενοι, ενοχλημένοι. Τα πάντα.
Tα περισσότερα τραγούδια στο The Pioneer Saboteurs τα ηχογράφησες μόνος σου, αλλά συνεργάστηκες επίσης και με κάποιους μουσικούς που μένουν στην Ισπανία και στη Νέα Υόρκη. Πώς σου φάνηκε σαν εμπειρία; Με ποιον τρόπο οι συνεργάτες σου βοήθησαν στο να βγει ο δίσκος;
Ναι, σε αυτόν τον δίσκο έπαιξα μόνος μου τα περισσότερα όργανα κι έκανα και τις ηχογραφήσεις. Ένας παλιός μου φίλος και τωρινός συνεργάτης, ο T. Nicholas Phelps, απέκτησε πρόσφατα μωρό και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Έτσι, η δουλειά που έπρεπε να γίνει στο στούντιο έγινε από το σπίτι του: κάποια επιπλέον τύμπανα στο “She’s Building Castles…” και κιθάρα, μπάντζο και πιάνο στο “My God, My God”. Μέρος της ενορχήστρωσης έχει κάνει ο Eric Bachmann ο οποίος έχει ξαναδουλέψει στα τρία τελευταία άλμπουμ μου, μαζί και με κάποιους μουσικούς από τους Devotchka. Επίσης, στην ενορχήστρωση συνεισέφερε και ο Manuel “Manitee” Sanchez μαζί με τον αδελφό του –μέλη της ισπανικής μπάντας Autumn Cοmets. Η ενορχήστρωση στις τρομπέτες έγινε από τον Mike Luval κι από μένα. Στην πραγματικότητα ο τύπος αυτός δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική… Φυσάει την τρομπέτα του, το κεφάλι του είναι γεμάτο jazz, είναι μανιώδης καπνιστής και τεϊοπότης! Στα δεύτερα φωνητικά συμμετείχε η πανέμορφη σύζυγός μου, Asley Bryn Hinson, καθώς κι ένας ακόμα φίλος, ο M. Perkins, ο οποίος έχει και μια μπάντα τους Blinded By Bears. Μαζί του έχω ηχογραφήσει και δύο EPs, τα οποία μπορεί να τα βρει κάποιος δωρεάν στο Facebook και στο MySpace ή σε κάποιο άλλο περίεργο site στο διαδίκτυο. Παρεμπιπτόντως, αυτά τα sites είναι θλιβερά και τελειωμένα.
Δεν ήμουν παρών σε όλες τις ηχογραφήσεις των μουσικών που συμμετέχουν στον δίσκο, βρέθηκα μόνο με εκείνους που μένουμε στην ίδια πόλη. Ανταλλάξαμε κάμποσες φορές τα αρχεία με το υλικό μέχρι να καταλήξουμε στην τελική μορφή του κάθε τραγουδιού. Είμαι όμως πολύ περήφανος για όλους όσους δούλεψαν σε αυτό το άλμπουμ. Από την άλλη, γουστάρω πολύ να ηχογραφώ στο σπίτι μου. Δεν είναι όπως στο στούντιο που πληρώνεις τα κέρατά σου και πρέπει να βγάλεις το τέλειο αποτέλεσμα σε περιορισμένο χρόνο. Στο σπίτι μπορείς να έχεις όσο χρόνο θέλεις και είναι και δωρεάν. Χρησιμοποιώ συχνά παλιό εξοπλισμό: κάτι αρχαίες μονάδες για reverb, παλιές μπομπίνες μαγνητοφώνου της μιάμισης ίντσας, παλιά κασετόφωνα και γενικά οτιδήποτε μπορώ να βρω. Μου αρέσουν επίσης πολύ τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, νομίζω δίνουν πολύ βάθος και πνοή στη μουσική. Αν όλα ήταν καθαρά και λεία σε σχέση με τον ήχο, τότε απλώς δεν θα ακουγόταν σωστά η μουσική μου. Την τελειότητα την αφήνω πάντως στα Μεγάλα Παιδιά (sic).
Παλιότερα είχες πει ότι ο κόσμος δεν συμπαθεί και τόσο τους «χαρούμενους» μουσικούς. Όταν σε ακούω να τραγουδάς, νιώθω ότι η φωνή σου ποτέ δεν χαμογελάει, απλώς σαρκάζει. Αυτό συμβαίνει λόγω του τι θέλει ο κόσμος, ή απλώς έτσι σου βγαίνει;
Τίποτα από ό,τι κάνω δεν βασίζεται στο τι θέλουν οι άλλοι από μένα ή τι σκέφτονται ότι θα ήθελαν από μένα. Αυτό θα με μεταμόρφωνε σε ένα παιχνίδι, σε μια μαϊμού η οποία χτυπάει μηχανικά δύο μικρά μεταλλικά κύμβαλα κολλημένα στα χέρια της. Πιστεύω ότι έχω γράψει και χαρούμενα τραγούδια, ίσως απλώς η έννοια «χαρούμενος» να σημαίνει κάτι διαφορετικό για μένα, από ότι για σένα. Το “Diggin A Grave”, λ.χ., το θεωρώ ένα πολύ χαρούμενο τραγούδι –απλώς πρέπει να το δεις από μια διαφορετική γωνία για να το καταλάβεις.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή σου (http://thequietus.com/articles/04439-micah-p-hinson-interview-obama-bush) έλεγες ότι δεν είσαι ούτε Ρεπουμπλικάνος, ούτε Δημοκρατικός και τόνιζες ότι δεν σου αρέσουν ούτε οι σοσιαλιστές, ούτε οι κομμουνιστές, ούτε και ο Barack Obama. Μπορείς να γίνεις πιο συγκεκριμένος πάνω σε αυτό;
Ο πατέρας μου μού έλεγε πάντα: «Γιέ μου, μη μιλάς για την πολιτική ή για την θρησκεία, γιατί θα βρεις κακό μπελά»!
Τι είναι για σένα το Αμερικανικό Όνειρο; Να πηγαίνεις εκκλησία, να έχεις συνδρομητική τηλεόραση, τρία παιδιά κι έναν σκύλο στην αυλή, μια βολική δουλειά κι ένα αυτοκίνητο Dodge; Ή τελικά δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά;
Όχι, το Αμερικανικό Όνειρο είναι να μπορείς να δημιουργήσεις κάτι από το μηδέν. Το Αμερικανικό Όνειρο επιτρέπει στους ανθρώπους που έχουν τα κότσια να δημιουργήσουν και να πουν ό,τι θέλουν. Ακόμα κι αν στο τέλος αποτύχουν. Το Αμερικανικό Όνειρο δεν είναι μια φάρσα, ούτε ένα ψέμα. Είναι κάτι ζωντανό. Βλέπω ανθρώπους να αγωνίζονται σκληρά γι’ αυτό και να ζουν γι’ αυτό κάθε μέρα της ζωής τους. Γάμησε την καλωδιακή TV, γάμησε τον περιποιημένο φράχτη του σπιτιού, γάμησε μια καλοπληρωμένη δουλειά. Εγώ θέλω ελευθερία. Και το Αμερικανικό Όνειρο είναι ο δρόμος για να τη βρεις.
Τι πιστεύεις για τη μουσική βιομηχανία σήμερα; Ποια είναι η γνώμη σου για το downloading;
Δεν μου αρέσει καθόλου. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλοι θέλουν χρήματα και τσάμπα γκόμενες. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι εμείς οι μουσικοί προσπαθούμε να ζήσουμε από αυτό, όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι που εργάζονται. Οι περιοδείες είναι πλέον ο μόνος τρόπος για να βγάλω μερικά χρήματα με τα οποία θα πληρώσω το ηλεκτρικό και όλους τους υπόλοιπους λογαριασμούς μου. Για να σου δώσω ένα παράδειγμα, δεν έχω δει ούτε μια πεντάρα από τις πωλήσεις των δίσκων μου τα τελευταία 3 χρόνια. Με την τεχνολογία, τα MP3 κτλ. είναι πολύ εύκολο να κλέψεις το υλικό ή να στο δώσει ένας φίλος σου. Ο σεβασμός προς τους μουσικούς έχει πάρει την κάτω βόλτα σε αυτή τη γενιά και, παρόλο που δεν βρίσκομαι χρόνια στη μουσική σκηνή, το βλέπω πολύ καθαρά. Εγώ, πάντως, εξακολουθώ να αγοράζω CDs και δίσκους –και κυρίως 12’’ βινύλια.