Έπεσα πάνω στον δίσκο τους σχεδόν κατά λάθος, αλλά λίγο το ένστικτο για το πολύ καλό εξώφυλλο, λίγο η περιέργεια, έγιναν αιτίες να φανερωθεί ένα μικρό διαμαντάκι δυναμικότητας, αυθεντικότητας και φρεσκάδας στη φετινή δισκογραφία. Ένα δίδυμο αποτελούμενο από έναν ποιητή του δρόμου και έναν κατσαβιδάτωρα παλαιών μηχανημάτων είναι οι Dan Le Sac Vs Scroobius και με την ευκαιρία της πρόσφατης εμφάνισης τους στην Ευρωπαϊκή Γιορτή Της Μουσικής 2010 (στην Αθήνα) δράξαμε την ευκαιρία να θέσουμε μερικές ερωτήσεις στον Scroobius Pip, περί του μανιασμένου υπόγειου ρυθμού τους, ο οποίος στολίζεται με αιχμηρούς (αλλά επικεντρωμένους, όχι φτηνιάρικους) στίχους περί αυτοδιάθεσης και ρομαντισμού…
Από την πρώτη στιγμή που έρχεται κάποιος σε επαφή με το υλικό σας γίνεται φανερό ότι το χειρίζεστε περισσότερο ως ένα αμάλγαμα λόγου/μουσικής παρά σαν τον κλασικό 3λεπτο pop ύμνο. ‘Ηταν μια συνειδητή απόφαση ή σχηματοποιήθηκε στις πρώτες σας πρόβες;
Δεν κάνουμε πρόβες! Νομίζω ότι αυτό που αναφέρεις προέρχεται λόγω διαφορετικού υπόβαθρου. Πριν δουλέψω με τον Dan έδινα παραστάσεις spoken word, όπου αναμιγνυόταν η ποίηση. Όταν λοιπόν πήρε (ο Dan) το υλικό μου και το ανάδειξε με τη δική του δουλειά, ακούστηκε να κολλάει θαυμάσια. Από εκεί και πέρα ήταν φανερός πια ο τρόπος με τον οποίον θα δουλεύαμε.
Σε χώρες όπου τα Αγγλικά δεν είναι η κύρια γλώσσα (όπως καλή ώρα η Ελλάδα) θεωρείς ότι το κοινό χάνει κάποια σημεία της οπτικής σας;
Φαντάζομαι ότι αυτό όντως συμβαίνει. Αλλά κανονίζουμε έτσι τα πράγματα ώστε να μην υπάρχει η λεγόμενη λογική του «χαμένου μηνύματος». Προσέχουμε ώστε η ενέργεια να είναι σωστή και οι άνθρωποι να απολαμβάνουν την παράσταση. Με αυτό τον τρόπο, ακόμα και αν χάσουν κάτι στην μετάφραση, εξακολουθούν να μένουν ευχαριστημένοι από το σόου και μπορούν να συμπληρώσουν την όποια έλλειψη ακούγοντας αργότερα στο σπίτι τους το CD.
Στις πρώτες γραμμές των στίχων του “Sick Tonight” αναφέρεσαι στον Ιησού Χριστό. Ποια είναι η θέση (αν δε γίνομαι αδιάκριτος) πάνω σε ζητήματα όπως ο Θεός και η θρησκεία;
Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι να πιστεύουν σε όποιον θεό θέλουν. Προσωπικά έχω μία κλασική ανατροφή Καθολικού, αλλά δεν είμαι πια θρησκευόμενος. Έχουμε πολλές αναφορές στα τραγούδια μας στη θρησκεία και αυτό γιατί είναι ένα θέμα το οποίο επικοινωνεί με πάρα πολλούς ανθρώπους. Είτε το δέχονται είτε όχι!
Ποιος θεωρείς ότι είναι ο λόγος πίσω από τις κακές κριτικές που έλαβε ο πρώτος δίσκος της συνεργασίας σας;
Όταν εκδώσαμε το πρώτο άλμπουμ μείναμε έκθαμβοι από την άμεση ανταπόκριση που είχε. Το να πάρουμε τόσες καλές κριτικές από τελείως διαφορετικού ύφους περιοδικά, εφημερίδες και ιστότοπους ήταν κάτι πολύ παραπάνω από την πιο αισιόδοξη πρόβλεψη μας, μιλώντας –μην το ξεχνάμε αυτό– για έναν δίσκο σε μια μικρή ανεξάρτητη εταιρεία. Βέβαια, από εκεί και πέρα, υπήρξαν όντως μερικές πραγματικά κακές κριτικές, αλλά θα ανησυχούσα αν δεν υπήρχαν. Η μουσική μας έχει σημεία τριβής μη κομφορμιστικά, δεν πρόκειται για ευκαιριακή pop. Είναι έτσι λογικό να προκαλεί ένα μεγάλο φάσμα αντιδράσεων και κρίσεων.
Ποια είναι η διαδικασία δουλειάς σε αυτή τη συνεργασία; Η μουσική και ο λόγος γράφονται σε τελείως διαφορετικούς χωρόχρονους και μετά προσπαθείτε να τα ενώσετε επιτυχημένα;
Ναι, γράφουμε τελείως ξεχωριστά αρχικώς! Μετά δείχνουμε ο ένας στον άλλο τα παράγωγα της δουλειάς μας. Μερικές φορές κολλάνε απόλυτα από την πρώτη στιγμή ενώ σε κάποιες άλλες εμπνέουν κάτι καινούργιο. Από σύνθεση σε σύνθεση αλλάζει τελείως η λογική της προσέγγισης των δύο αρχικών υλικών.
Το “Cauliflower” είναι ένα σύγχρονο ερωτικό τραγούδι. Η κλασική ιστορία «αγόρι συναντάει κορίτσι» σε απόλυτο συγχρονισμό με τις σημερινές μητροπόλεις. Είναι πιο δύσκολο στις σημερινές εποχές να υπάρχει ατόφιος και αρραγής έρωτας;
Πραγματικά δεν ξέρω τι να απαντήσω! Τα φωνητικά μου αρχικώς είχαν να κάνουν με την αγάπη την οποία βιώνει κάποιος σε σχέση με τη μουσική, αλλά σιγά-σιγά το σμίλεψα σε μία κλασσική ερωτική ιστορία και του έδωσα την αφήγηση μιας ιστορίας του τύπου «ένα κορίτσι από την πόλη»…
Ποιες εμπειρίες της καθημερινότητας αποτελούν έμπνευση για το υλικό σου;
Τα πάντα αποτελούν έμπνευση. Ποτέ δεν ξέρω τι και σε ποιο βαθμό θα με επηρεάσει. Στο The Logic Of Chance μεγάλο μέρος του υλικού προέρχεται από ζητήματα τα οποία αντιμετώπιζα σε καθημερινή βάση. Το να ταξιδεύεις σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ευρώπη μπορεί πραγματικά να φέρει στην ΚΑΝΟΝΙΚΗ (σ.σ.! δικά του τα κεφαλαία) ζωή θέματα που θα αντιμετωπίσεις με την επιστροφή σου στο σπίτι.
Δε γνωρίζω αν υπάρχει κάποιος όρος σχετικός με το ύφος σας αλλά νομίζω ότι αποφεύγετε τις κατηγοριοποιήσεις έτσι κι αλλιώς, σωστά; Αυτό δημιουργεί προβλήματα;
Ποτέ δεν βάλαμε ως στόχο να αποφύγουμε την κατηγοριοποίηση, αλλά φαίνεται ότι το κάνουμε. Μπορεί να είναι κατάρα και ευχή ταυτόχρονα. Όπως καταλαβαίνεις, όταν ξεκινήσαμε οι άνθρωποι προσπάθησαν (είναι αντανακλαστική αυτή η προσπάθεια) να μας βάλουν σε κάποια ετικέτα. Δεν είχαν ίσως ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Το πλεονέκτημα που έχεις πάντως όταν αναμιγνύεις τη dance μουσική με το hip hop αλλά και το indie είναι ότι ταυτόχρονα μπορείς να συμπεριλάβεις και άλλα τόσα (και παραπάνω) είδη, τα οποία βρίσκονται στο μεσοδιάστημα αυτών.
Το “Get Better” είναι ένας οπτιμιστικός ύμνος στην αιώνια πάλη του ανθρώπου για αυτοεπίγνωση και αξιοπρέπεια, απέναντι σε κάθε είδους εμπόδιο. Ο καλλιτέχνης κάποιες φορές γίνεται για τις ανάγκες μίας σύνθεσης πιο πεσιμιστής ή οπτιμιστής απ’ ότι στην πραγματική του ζωή; Το τραγούδι μπορεί να έχει ένα ρόλο προσφοράς στην κοινωνία;
Είναι θολή η γραμμή μεταξύ της αισιοδοξίας και της απαισιοδοξίας. Στις μέρες μας πολλοί άνθρωποι έχουν την εντύπωση ότι με το να αγαπάς τη χώρα σου και να δηλώσεις οπτιμιστής σου δίνει τη δυνατότητα να στέκεσαι τυφλός απέναντι στα προβλήματα που υπάρχουν στο εσωτερικό της χώρας. Η μεγαλύτερη αισιοδοξία μπορεί να προέλθει μόνο κατά τη σκέψη και προσπάθεια επίλυσης ενός χρόνιου ζητήματος/προβλήματος. Μπορεί όντως ένα τραγούδι να οδηγήσει σε μία τέτοια λογική, αλλά η ενίσχυση της λύσης από μία σύνθεση φτάνει μέχρι ενός και ορισμένου σημείου μόνο.