Χρονιά αλλαγών για τον Δανό μουσικό Anders Trentemoller. Νέο άλμπουμ μετά το πολυσυζητημένο Last Resort (ονόματι Into The Great Wide Yonder), νέος ήχος, νέο label. Αν και πολλοί τον ξέρετε από club remixes διάσημων κομματιών (όπως π.χ. αυτό στο “What Else Is There?”), o πολυδιάστατος αυτός μουσικός επιλέγει τώρα να αποκλίνει σε κάποιο βαθμό από το ηλεκτρονικό παρελθόν του, δοκιμάζοντας τον εαυτό του σε πιο «rock» προκλήσεις. Ο Δανός μας έστησε λίγο στο τηλεφωνικό μας ραντεβού, αναπλήρωσε όμως στη συνέχεια με την αμεσότητά του και την αποκάλυψη ότι αναμένεται από τα μέρη μας τον Οκτώβριο...

Νέο άλμπουμ λοιπόν μετά από 4 χρόνια. Ποια είναι τα συναισθήματα;

Είμαι πολύ χαρούμενος που επιτέλους μπορώ και κυκλοφορώ νέα μουσική! Βλέπεις, μετά την κυκλοφορία του Last Resort ήμουν σε μακροχρόνια περιοδεία με τη μπάντα. Μετά από κάποιο καιρό έκανα και τη μουσική για μια Δανέζικη ταινία και έτσι το πρόγραμμά μου αποδείχθηκε αρκετά βαρύ. Ήταν πολύ ωραίο έτσι που επιτέλους βρήκα τον χρόνο να δημιουργήσω νέους ήχους.

Ποιες είναι οι προσδοκίες σας απ’ το Into The Great Wide Yonder;

Είμαι περίεργος να δω πώς θα αντιδράσει ο κόσμος σε αυτόν τον ήχο, γιατί είναι διαφορετικός από τον ήχο του Last Resort. Εκείνο είχε καθαρά ηλεκτρονικό χαρακτήρα, ενώ αυτή η δουλειά είναι περισσότερο οργανική και αναλογική, με έναν αισθητά πιο «θερμό» ήχο. Έχει, θα έλεγα, μία rock προσέγγιση σε αντίθεση με την πρώτη μου δουλειά. Αδημονώ λοιπόν να δω τις αντιδράσεις, αφού πιστεύω ότι πολλοί με ξέρουν μέσα από τα remix σε δουλειές συναδέλφων και γνωρίζουν επομένως μόνο τον techno χαρακτήρα μου. Πραγματικά ελπίζω ο κόσμος να ακούσει το Into The Great Wide Yonder ως μία οντότητα. Οι περισσότεροι πλέον ακούνε και κατεβάζουν μεμονωμένα κομμάτια. Αν και ίσως τα άλμπουμ αργοπεθαίνουν, θέλω να ελπίζω πως κάποιος θα το ακούσει αυτό από το πρώτο ως το τελευταίο κομμάτι, γιατί προσπάθησα ώστε ο ακροατής να κλείνει τα μάτια του καθώς το ακούει και να οδηγείται σε ένα μουσικό ταξίδι.

Μιλήστε μας για τον τρόπο με τον οποίον προσεγγίσατε την δημιουργία αυτή τη φορά...

Στο Into The Great Wide Yonder χρησιμοποίησα αρκετά τον προσωπικό μου υπολογιστή. Αλλά, εκτός αυτού, πολλά σημεία έχουν ηχογραφηθεί απευθείας σε αναλογική ταινία, με στόχο έναν πιο ζεστό ήχο στη μουσική. Τα ψηφιακά μέσα πολλές φορές μπορούν να σε κάνουν άπληστο στο ηχητικό αποτέλεσμα, δημιουργώντας έτσι έναν κρύο και απόμακρο ήχο.

Σας εκφράζει περισσότερο ο νέος ήχος από εκείνον του Last Resort;

Ναι, κατά κάποιον τρόπο. Το βασικό πιστεύω αυτή τη φορά ήταν ότι δεν σκεφτόμουν τι είδος μουσικής θα έπρεπε να παράγω: άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο και ανοιχτό σε πολλών ειδών ερεθίσματα. Είναι σημαντικό να παράγεις μουσική από την καρδιά, χωρίς να περιορίζεσαι σε ταμπέλες. Όλο αυτό ήταν αρκετά πειραματικό για μένα και τελικά παρήγαγε έναν πιο σκοτεινό και μελαγχολικό ήχο.

Εκτός από νέο άλμπουμ, όμως, έχουμε και τη δημιουργία του δικού σας label, της In My Room. Συνοδεύεται αυτή η κίνηση από νέους στόχους στην καριέρα σας;

Ως αφορμή πίσω απ’ τη δημιουργία της In My Room στάθηκε η επιθυμία μιας νέας πλατφόρμας για τη μουσική μου. Ήθελα να ελευθερώσω τις μουσικές μου δυνατότητες και να μην έχω να ακολουθήσω την προεπιλεγμένη κατεύθυνση μιας εταιρείας, όπως και έγινε στην προηγούμενη μου εμπειρία (με την Poker Flat), η οποία έχει μία καθαρά ηλεκτρονική techno/house κατεύθυνση. Επίσης είναι και μία επένδυση για το μέλλον, αφού για μένα έχει σημασία να ξέρω από πού μπορώ να κυκλοφορήσω μουσική μελλοντικά. Έτσι, νιώθω πλέον ελεύθερος να οδηγήσω την καριέρα μου όπου εγώ θέλω.

Ως παραγωγός ασχολείστε με κάτι άλλο αυτόν τον καιρό;

Ναι. Αυτήν τη στιγμή δουλεύω με ένα Δανέζικο, γυναικείο, indie ντουέτο στην επόμενη δισκογραφική τους δουλειά. Λέγονται Darkness Falls. Ελπίζω ακόμα να έχω την ευκαιρία να κυκλοφορήσω το άλμπουμ τους μέσω της δικιάς μου εταιρείας.

Θα περιοριζόσασταν ποτέ στην θέση του παραγωγού, αφήνοντας στην άκρη την καθαρά δική σας προσωπική έκφραση;

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μένα να δημιουργώ δικιά μου μουσική. Απ’ την άλλη πιστεύω ότι δεν είναι σωστό να αφομοιώνεσαι μόνο στον δικό σου ήχο, πράγμα που ίσως σε κουράσει. Θεωρώ ωραία ιδέα την ενασχόληση με την μουσική άλλων μέσω των remix και την παραγωγή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θέλω να παραμείνω στη διαδικασία δημιουργίας της δικιάς μου μουσικής.

“Sycamore Feeling”: Το single από το νέο άλμπουμ που συνοδεύεται από ένα σκοτεινό όσο και γοητευτικό βιντεοκλίπ. Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο για το τελευταίο;

Βασικά η δουλειά και τα εύσημα ανήκουν στον Δανό καλλιτέχνη Jesper Just. Υπήρξα ανέκαθεν θαυμαστής του λόγω της σκοτεινής και μυστηριώδους αισθητικής που περικλείει τη δουλειά του. Αισθητική η οποία ταιριάζει σε μεγάλο βαθμό στο τραγούδι, καθώς διαθέτει και το ίδιο ένα μελαγχολικό, στοιχειωμένο ύφος. Του έδωσα λοιπόν την ελευθερία των κινήσεων να δημιουργήσει ό,τι αισθανόταν ο ίδιος σωστό. Το οπτικό μέρος έχει γυριστεί σε μία μικρή πόλη στις Ηνωμένες Πολιτείες που ονομάζεται Centralia. Υπάρχει μία περίεργη ιστορία πίσω απ’ αυτήν την πόλη, γιατί στη δεκαετία του 1960 ξέσπασε μια μεγάλη φωτιά στα εκεί ορυχεία. Φωτιά που, λόγω κάποιων γεωφυσικών φαινομένων, μοιάζει να καίει ακόμα κάτω από την πόλη. Η πόλη εκκενώθηκε και είναι εγκαταλελειμμένη έκτοτε, με τη φωτιά να καίει ακόμα και τους ειδικούς να λένε ότι θα καίει για τουλάχιστον ακόμα 20 χρόνια! Ρωγμές στους δρόμους και καπνός που βγαίνει κατευθείαν από το έδαφος φτιάχνουν ένα ανατριχιαστικό σκηνικό.

Προγραμματίζετε αυτόν τον καιρό και τη νέα τουρνέ για την προώθηση του καινούργιου δίσκου. Κάποια ιδιαίτερα σχέδια;

Λοιπόν, θα υπάρξει και πάλι μια live μπάντα! Αυτή τη φορά αποτελούμενη από 7 μουσικούς, εφόσον το Into The Great Wide Yonder εσωκλείει περισσότερους ήχους. Η μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία ξεκινάει τον Οκτώβριο. Αν και δεν έχω συγκεκριμένες ημερομηνίες, μπορώ να σας πω ότι θα παίξουμε και στην Αθήνα στα τέλη Οκτωβρίου.

Ποια είναι τα θετικά και τα αρνητικά του να δουλεύεις με μία live μπάντα;

Πιστεύω ότι το πιο δύσκολο είναι να μπορέσεις να μεταφέρεις τα κομμάτια του δίσκου πάνω σε μια ζωντανή σκηνή. Ωστόσο πιστεύω ότι θα είναι ευκολότερο αυτή τη φορά, εφόσον παίζω πολλά από τα όργανα τα οποία ακούγονται στον νέο δίσκο. Οι πρόβες δεν έχουν αρχίσει ακόμα αν και δουλεύω πάνω σε κάποιες ιδέες. Το να μην έχεις όμως τον ίδιο έλεγχο που έχεις στον υπολογιστή σου είναι πολλές φορές κάτι καλό, γιατί μπαίνεις στη διαδικασία να διασκευάσεις τις δημιουργίες σου και να τις δεις μέσα από μία άλλη οπτική. Επίσης πολλές φορές η αλληλεπίδραση με τους μουσικούς μπορεί να φέρει ενδιαφέροντα αποτελέσματα, αφού θα προτείνουν νέα στοιχεία, τα οποία εσύ ο ίδιος ίσως και να μην σκεφτόσουν ποτέ. Η παραγωγή μουσικής είναι μία μοναχική διαδικασία. Και είναι πολύ ενδιαφέρον να μοιράζεσαι το όραμά σου, στη συνέχεια, με άλλους ανθρώπους και να περιμένεις εναλλακτικές προτάσεις από εκείνους.

Ποιος ο ρόλος των οπτικών εφέ στην επικοινωνία σας με το κοινό;

Αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικός στην προηγούμενη περιοδεία, επειδή –λόγω της έλλειψης φωνητικών– στάθηκαν αναγκαία ώστε να ερεθίσουν ακόμα περισσότερο τις αισθήσεις των ακροατών. Τώρα πάντως, επειδή κατά πάσα πιθανότητα θα έχω τρεις από τους τραγουδιστές του άλμπουμ μαζί μου, θα επικεντρωθούμε περισσότερο σε αυτούς, περιορίζοντας τη χρήση των οπτικών «βοηθημάτων».

Πότε αποφασίσατε ότι θα ασχοληθείτε επαγγελματικά με τη μουσική;

Νομίζω πριν 8 χρόνια, όταν παραιτήθηκα από τη δουλειά μου σε παιδικό σταθμό. Και φυσικά όταν άρχισα να βγάζω λεφτά από αυτό, γιατί η μουσική ήταν κάτι με το οποίο ήθελα να ασχοληθώ από παιδί –από όταν οι γονείς μου αγόρασαν εκείνο το πρώτο μου, μικρό drum kit. Νιώθω πλέον ευγνώμων για το ότι δεν χρειάζεται να κάνω κάποια άλλη δουλειά ώστε να ενισχύσω το εισόδημά μου.

Μπορείτε να ονομάσετε 3 καλλιτέχνες οι οποίοι επηρέασαν αρχικά τη δημιουργικότητά σας;

Σίγουρα το ηλεκτρονικό ντουέτο Suicide με το πρώτο τους άλμπουμ το 1978. Αποτέλεσαν για μένα μεγάλη έμπνευση στο να ασχοληθώ με το είδος. Οι Velvet Underground επίσης, τους οποίους άκουγα παθιασμένα από μικρός. Το τρίτο όνομα... για να δω –υπάρχουν τόσα ονόματα που μου έρχονται στο μυαλό!– μάλλον πρέπει να είναι οι Mazzy Star, στους οποίους λάτρεψα αυτόν τον τόσο ατμοσφαιρικό και μελαγχολικό ήχο. Η φωνή της τραγουδίστριας, Hope Sandoval, ακόμα με συνεπαίρνει.

Μπορείτε να ξεχωρίσετε μέσα από το πλήθος κάποια συναυλιακή εμπειρία ως την πιο αξιομνημόνευτη;

Νομίζω πως ναι. Όταν έπαιξα στο Roskilde Festival της Δανίας, μπροστά σε 60.000 θεατές. Τρομερή εμπειρία και μεγάλη απόλαυση το να βρίσκομαι σε εκείνη τη σκηνή...

Τέλος, αν είχατε τη δυνατότητα να συνεργαστείτε με οποιοδήποτε καλλιτέχνη ποιος θα ήταν αυτός;

Σίγουρα με τη Hope Sandoval. Θα ήταν υπέροχο να δουλέψω κάποια στιγμή μαζί της!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured