Υπεύθυνος για έναν από τους καλύτερους δίσκους του 2009, το Tarantella, ο Σουηδός Lars Danielsson συγκαταλέγεται πλέον στους πιο άξιους εκπροσώπους της σύγχρονης σκανδιναβικής jazz. Θα έχουμε την τύχη να τον δούμε για πρώτη φορά από τα μέρη μας, στα πλαίσια του πάντα ενδιαφέροντος φεστιβάλ Jazz + Πράξεις του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας (17, 18 & 19 Ιουνίου, στο Αίθριο του Παλιού Δημοτικού Νοσοκομείου). Με την ευκαιρία αυτή, μας παραχώρησε και μια μικρή συνέντευξη...
Έχεις σπουδάσει κλασική μουσική και χρησιμοποιείς αρκετά στοιχεία της στους δίσκους σου. Πόσο εύκολο είναι να αναμιγνύεις την κλασική μουσική με την jazz;
Μου έρχεται πολύ φυσικό να αναμείξω την κλασική μουσική με τη jazz, καθώς έχω μεγαλώσει παίζοντας κλασική, rock, blues και jazz. Χρησιμοποιώ πολλά στοιχεία της jazz καθώς αυτοσχεδιάζω, ειδικότερα πολλά από τα αρμονικά και μελωδικά στοιχεία που έχω μάθει μέσα από την ενασχόληση μαζί της. Μπορώ να σου πω ότι αρκετές φορές σκέφτομαι κλασικότροπα όταν αυτοσχεδιάζω.
Έχεις συνεργαστεί με πολλούς μουσικούς της jazz και της σύγχρονης μουσικής. Υπάρχουν κάποιοι που σε έχουν εντυπωσιάσει ιδιαίτερα;
Νιώθω πολύ τυχερός που είχα την ευκαιρία να παίξω με τόσους πολλούς και διαφορετικούς μουσικούς μέσα στα χρόνια. Ο καθένας από αυτούς μού έδωσε κάτι πολύ σημαντικό. Αν όμως έπρεπε να αναφέρω συγκεκριμένα ονόματα, θα άρχιζα από τον drummer Jon Christensen, ο οποίος σήμαινε πολλά για μένα. Είχαμε ένα κουαρτέτο μαζί με τον Dave Liebman και τον Bobo Stenson. Ο τρόπος που αυτοσχεδιάζαμε ήταν τόσο ιδιαίτερος, ώστε δεν τον συνάντησα ποτέ μέσα στα επόμενα χρόνια. Επίσης, είναι πολύ ειδικό το συναίσθημα που έχω όταν παίζω με τον Leszek Mozdzer.
Ο τίτλος του τελευταίου δίσκου σου είναι Tarantella. Πρόκειται για έναν μεσαιωνικό χορό της Μεσογείου. Πώς αποφάσισες να δώσεις αυτόν τον τίτλο;
Όταν ήμουν ακόμη στο ωδείο, αρκετά μικρός, έπαιζα ένα κομμάτι που λεγόταν (ή ήταν) ταραντέλλα. Η ομώνυμη σύνθεση του δίσκου μού το θύμισε, μαζί κι ολόκληρη εκείνη την εποχή. Έτσι, ονόμασα τόσο την ίδια όσο και το άλμπουμ Tarantella.
Διαβάζω σε μια κριτική του Tarantella τα ακόλουθα λόγια: «Αν και στον δίσκο παίζουν μουσικοί από διάφορες χώρες, υπάρχει κάτι πολύ έντονα σκανδιναβικό (nordic) στο album αυτό». Πιστεύεις ότι υπάρχει σκανδιναβικός ήχος στη jazz; Και πώς θα τον περιέγραφες;
Νομίζω πώς υπάρχει. Κατά κύριο λόγο έχει να κάνει πολύ με μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Αλλά και με μια συγκεκριμένη ακολουθία στις μελωδίες. Επίσης και με μια αφαίρεση: είναι σαν να μη λες τα πάντα στον ακροατή, αλλά να τον αφήνεις να συμπληρώσει την εικόνα με την φαντασία του.
Έχεις δουλέψει αρκετά και ως παραγωγός. Υπάρχουν κάποιοι παραγωγοί που σε έχουν επηρεάσει στον τρόπο αντιμετώπισης του ήχου κάποιου μουσικού με τον οποίον δουλεύεις μαζί;
Ως παραγωγός δεν νομίζω να έχω επηρεαστεί. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω τι σημαίνει να δουλεύει κανείς ως παραγωγός. Κάποιος μου είπε ότι ρώτησαν κάποιον παραγωγό τι σημαίνει να είναι παραγωγός, κι αυτός απάντησε ότι πρέπει απλώς να περνάει καλά! Σε γενικές γραμμές αυτό κάνω, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθώ να αποφασίσω ποιος είναι ο καλύτερος ήχος για κάθε συγκεκριμένο δίσκο. Ποια είναι η παλέτα των χρωμάτων που θα ήταν καλύτερα να χρησιμοποιήσει κανείς, σε σχέση με το υλικό.
Αυτή την άνοιξη και το καλοκαίρι περιοδεύεις συνεχώς και μάλιστα με πολύ διαφορετικά σχήματα: με μια συμφωνική ορχήστρα, με τον Bugge Wesseltoft ή με τον Mike Mainieri. Δεν είναι κάπως δύσκολο όλο αυτό;
Δεν θα το έλεγα εύκολο, από την άλλη όμως πλευρά είναι τρομερά ενδιαφέρον. Για μένα έχει μεγάλη σημασία να μεγαλώνει συνεχώς η γκάμα των μουσικών μου ενασχολήσεων. Να μπορώ να παίζω διαφορετικά είδη μουσικής. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να βρίσκεσαι σε εγρήγορση: να παίρνεις γρήγορα τις αποφάσεις και να παίρνεις τις σωστές αποφάσεις.
Τι να περιμένουμε από τη συναυλία σου στην Πάτρα;
Είναι πολύ μεγάλη πρόκληση για μας, καθώς είναι η πρώτη συναυλία για το συγκεκριμένο trio. Με τον Σταύρο έχουμε ηχογραφήσει μαζί αλλά δεν έχουμε παίξει ποτέ στη σκηνή. Και ανυπομονώ να τον ακούσω να παίξει με τον John Parricelli!