Αν υπάρχει ένας πατριάρχης μουσικού ιδιώματος που βρίσκεται όχι μόνο εν ζωή, αλλά και στην καλύτερη δημιουργική του στιγμή, αυτός είναι ο κύριος Stephen O' Malley. Ο πολυπράγμων κιθαριστικός αγκιτάτορας του drone αφήνει για λίγο τους Sunn O))), παίρνει μαζί του υπέροχους μουσικούς και έρχεται στο Synch Festival με τη συλλογική πρωτοπορία των Aethenor. Αναπόφευκτα ο ίδιος απάντησε και στις ερωτήσεις μας, ενώ στο τέλος υπέβαλλε τα σέβη του στον Ronnie James Dio…
Ο μουσικός Τύπος αποκαλεί τους Aethenor «supergroup». Συμφωνείς με αυτή την έκφραση; Είστε με άλλα λόγια οι Crosby, Stills, Nash & Young του avant-garde metal;
Σε καμία περίπτωση! Στην πραγματικότητα οι ?thenor είναι ένα στέρεο project χωρίς μουσικούς περιορισμούς από άτομα που ήδη (περισσότερο ή λιγότερο) έχουν καθιερωθεί στα αντίστοιχα καλλιτεχνικά πεδία τους. Ο όρος supergroup είναι ουσιαστικά ένας τεμπέλικος προσδιορισμός του Τύπου, που τον χρησιμοποιεί για να περιγράψει κάτι για το οποίο δεν δείχνει το κατάλληλο ενδιαφέρον, την κατάλληλη ικανότητα ή τη δέουσα υπομονή για να ακούσει. Ν’ ακούσει τη μουσική αυτή καθαυτή και να περιγράψει περί τίνος ακριβώς πρόκειται.
Πώς ακριβώς ξεκίνησε αυτή η μεταξύ σας συνεργασία;
Αυτό είναι το βιογραφικό μας: το project ξεκίνησε όταν μερικά από τα μέλη είχαν μερικές μέρες ρεπό κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας το 2003 και ηχογράφησαν μερικές αυτοσχεδιαστικές τους «συναντήσεις» σε δωμάτια ξενοδοχείων και σε άλλες τυχαίες τοποθεσίες. Ο πρώτος «αστερισμός» αποτελείτο από τον Ελβετό Vincent de Roguin (των Shora) και εμένα (των Sunn O))) και των Khanate). Λίγο αργότερα αποφασίσαμε να μαζευτούμε σε ένα βουνό κάπου στην Ελβετία και μαζί ήρθε και ο Daniel O'Sullivan των Guapo, συμβάλλοντας στο εγχείρημα με τη Fender Rhodes του και τα κρουστά. Τα παιδιά έπαιξαν κατά τη διάρκεια της νύχτας στο μισάωρο έπος των τεσσάρων μερών με τίτλο Deep In Ocean Sunk The Lamp Of Light. Αυτό θα έθετε τις βάσεις για μια συναρπαστική συνεργασία, που έμελλε να διαρκέσει πολύ περισσότερο από όσο αρχικά σχεδιαζόταν. Ο O'Sullivan πλέον δεν ήταν μόνο ένας καλεσμένος μουσικός αλλά έδωσε και τον τίτλο του πρώτου άλμπουμ το οποίο εμφανίστηκε το 2006 μέσω της μικρής αλλά φανταστικής εταιρίας VHF Records (εδρεύει στο Σαν Φρανσίσκο). Ο Daniel είναι άλλωστε και ο ιθύνων νους πίσω από το όνομα της μπάντας. Η λέξη Aethenor προέρχεται από την συνένωση της αρχαιοελληνικής λέξης «Αιθήρ» (Aither), που σημαίνει, εκτός των άλλων, το μέρος στη Γη όπου ζουν οι θεοί (όσοι θέλουν μπορούν να διαβάσουν σχετικά το λήμμα «παράδεισος»), και τη λέξη Athanor, το όνομα δηλαδή του φούρνου που χρησιμοποιείτο στην παλιά γλώσσα των αλχημιστών. Αφότου κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους, το project έτρεχε μόνο του και μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν τους δίσκους Black Betimes Cloudmasses (2008) και Gold And Murder (2009) –αμφότερα από τη VHF. Μαζί με αυτές τις κυκλοφορίες η σύνθεση της μπάντας μεγάλωσε, περιλαμβάνοντας καλλιτέχνες όπως τον ντράμερ της free jazz Steve Noble, τον Alex Babel, τον Nicolas Field, τον θρυλικό μπροστάρη των Current 93, David Tibet, και τον δικό μας Kristoffer Rygg, ο οποίος κάνει πολλά ωραία πράγματα με τους γνωστούς Ulver.
Πώς θα περίγραφες τους ακροατές και τους οπαδούς των Aethenor;
Ως ανθρώπους υψηλής νοημοσύνης, ώριμους, περιπετειώδεις, ανοιχτόμυαλους και βαθείς ακροατές της παλαιάς σχολής.
Σε ανησυχεί το γεγονός ότι το drone έχει αναδειχθεί σε hype της γενικότερης underground σκηνής; Μήπως δηλαδή θεωρείς ότι χάνει την αυθεντικότητά του με αυτή την προβολή την οποία λαμβάνει;
Όχι, καθόλου. Θεωρώ ότι αυτή η εντύπωση περί hype παραφουσκώνεται από τον ίδιο τον Τύπο, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της αναδρομικής αυτοεπιβεβαίωσης και της θεωρούμενης σπουδαιότητας στο οποίο λειτουργεί.
Τι σκοπεύετε να παρουσιάσετε στο Synch Festival;
Θα εμφανιστούμε οι εξής: οι δυο φίλοι μας από τους Ulver, Kristoffer Rygg στα ηλεκτρονικά και στα φωνητικά και Daniel O’Sullivan στα πλήκτρα, ο Steve Noble στα drums κι εγώ στις κιθάρες. Αυτός θα είναι ο πυρήνας του live μας στο Synch.
Ποιο μη drone ή μη metal δίσκο θα πρότεινες στον κόσμο για να μπορέσει να πιάσει την «αύρα» της μουσικής σας;
Το Gateway του κιθαρίστα John Abercrombie, σε συνδυασμό με το Astral Disaster των Coil.
Πώς θα ήθελες να κλείσει η παρούσα συνέντευξη;
Rest In Peace, Ronnie James Dio…