Με την ευκαιρία της αναμενόμενης επίσκεψής τους στο Rodeo (Παρασκευή 12 και Σάββατο 13 του μήνα), αλλά και της επανέκδοσης του άλμπουμ The Mirror Test, οι Garce Allard και Tony McGuiness μας αφιερώνουν λίγο από τον χρόνο τους…
Θα είναι η δεύτερη φορά που θα εμφανιστείτε ζωντανά στην Ελλάδα. Έχει τύχει ποτέ να βρεθείτε στη χώρα μας για άλλους λόγους, πέρα από κάποια συναυλία, όπως για παράδειγμα για διακοπές;
Garce: Η χώρα σας είναι πολύ σημαντική ιστορικά, κυρίως όσον αφορά στον τρόπο σκέψης του Δυτικού πολιτισμού, και πάντα ήθελα έτσι να επισκεφτώ τα μέρη που απαντούμε και στην κλασική λογοτεχνία. Φυσικά, ταινίες όπως οι 300 έχουν τις ρίζες τους στην ελληνική βιβλιογραφία και δίνουν μια αίγλη στην ιστορία σας. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα έχω τον χρόνο να το κάνω, το να έρχεσαι στην Αθήνα απλά για μια συναυλία είναι πολύ λίγο!
Tony: Έχω βρεθεί στα νησιά για διακοπές αρκετές φορές, κυρίως στην Κέρκυρα και στη Μύκονο και μάλιστα έχω κάνει και κάποια DJ σετ στην Αθήνα, με τους Above & Beyond. Μάλιστα, τον περασμένο χρόνο έπαιξα δυο φορές μέσα σ’ ένα μήνα, μια με τους Sad Lovers & Giants και μια με τους Above & Beyond!
Πέρυσι είχαν επανεκδοθεί τα δυο πρώτα σας άλμπουμ, το Epic Garden Music και το Feeding the Flame. Η επανέκδοση ήταν συμπτωματική ή είχε να κάνει με το γεγονός ότι επανασυνδεθήκατε με το αρχικό line-up;
Garce: Υπήρχε μια αύξηση στη ζήτηση για τη μουσική των Sad Lovers And Giants και η Cherry Red προγραμμάτισε έτσι να επανεκδώσει το Epic Garden Music μόνο. Αλλά, μιας και οι πωλήσεις πήγαν τόσο καλά, αποφάσισαν κατόπιν να επανεκδώσουν και τα Feeding The Flame και The Mirror Test. Σίγουρα έχει βοηθήσει και το γεγονός ότι το συγκρότημα άρχισε πάλι τα live.
Tony: Οι Sad Lovers And Giants έχουν τον δικό τους, παράξενο ρυθμό. Φαίνεται σαν να βρισκόμαστε σε πλήρη νάρκη για μεγάλες χρονικές περιόδους, αλλά πάντα αναπνέουμε και είμαστε έτοιμοι να επανέλθουμε, ακόμα και στο παραμικρό δείγμα ενθάρρυνσης. Αυτή η αφύπνιση μπορεί να έρθει είτε από εμάς είτε από τους οπαδούς μας, οι οποίοι έχουν επίσης τοn δικό τους ρυθμό. Για ποιο λόγο απολαμβάνουμε μια δεύτερη ζωή αυτή τη στιγμή, είκοσι χρόνια μετά, εμένα με ξεπερνά. Υπάρχουν νέοι οπαδοί οι οποίοι έρχονται να μας δουν από εκεί που δεν το περιμένουμε, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, Ισπανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, δίνοντάς μας μια νέα διάθεση για δημιουργία. Η Cherry Red ανταποκρίθηκε σ’ αυτή την προσοχή με τις επανεκδόσεις των άλμπουμ μας, με πιο φιλόδοξο project την επανέκδοση τουThe Mirror Test, το οποίο έχει διορθωθεί, επαναμιξαριστεί και υποβλήθηκε σε remaster.
Όταν τα άλμπουμ υποβάλλονταν σε remaster, υπήρχαν οποιαδήποτε λάθη στις αρχικές ηχογραφήσεις που επιθυμούσατε να διορθώσετε ή τα αφήσατε απείραχτα; Σκεφτόσασταν γενικά να προχωρήσετε σε remasters;
Tony: Τα δυο πρώτα άλμπουμ επανεκδόθηκαν σχεδόν απείραχτα – ακούγονταν και τα δυο πολύ καλά – αλλά το The Mirror Test αποτελεί διαφορετική περίπτωση. Περιέχει τραγούδια τα οποία έγιναν πολύ σημαντικά για το συγκρότημα, όπως τα “Seven Kinds Of Sin”, “White Russians” και “Return To Clocktower Lodge”, όπως και κομμάτια σαν το “Ours To Kill” που έχουν παιχτεί πολύ και σε clubs αλλά και στο ραδιόφωνο. Όμως δεν ήμασταν ποτέ ευχαριστημένοι με τις ηχογραφήσεις. Λίγο αφότου κυκλοφόρησε το άλμπουμ, επανηχογραφήσαμε έτσι τα “Seven Kinds Of Sin” και “Return To The Clocktower Lodge” για το Les Annes Vertes και θα το είχαμε κάνει ευχαρίστως για όλα, αν είχαμε τον χρόνο. Τελικά η επανέκδοση μας έδωσε την ευκαιρία να διορθώσουμε το άλμπουμ αποτελεσματικά.
Δείχνει να υπάρχει μια αναβίωση της post-punk σκηνής των 1980s στα τελευταία 5-6 χρόνια, ειδικά των πιο σκοτεινών μουσικές της περιόδου. Βλέπουμε πολλά συγκροτήματα π.χ. με απευθείας επιρροές από Joy Division, Bauhaus, Sound, εσάς φυσικά… Ποιες είναι οι σκέψεις σας πάνω σ’ αυτό;
Garce: Ζούμε σε πνευματικά χρεοκοπημένη εποχή. Η Ελλάδα περνά σε ύφεση και η Αγγλία βρίσκεται ακόμα σε ύφεση. Απ’ ό,τι φαίνεται το πάρτυ έχει τελειώσει και έχουμε να αντιμετωπίσουμε το hangover. Κοιτάς στον καθρέπτη και το πρόσωπο που σε κοιτά ρωτά «ποιος είμαι»; Στις αρχές των 1980s συνέβαινε περίπου το ίδιο και δημιουργήθηκαν κάποιες πραγματικά σκεπτόμενες και ευαίσθητες μελωδίες από αυτό. Σκέφτομαι συγκεκριμένα τον Adrian Borland των Sound, που έδωσε τέρμα στη ζωή του με τραγικό τρόπο και φυσικά τον Ian Curtis. Οι Joy Division γνώρισαν τεράστια επιτυχία και πέρασαν τελικά στο mainstream με την κυκλοφορία του “Love Will Tear Us Apart” (τι φοβερός, αντι-μουσικής βιομηχανίας τίτλος!) κι έπειτα πήραν τη σκυτάλη οι New Order και προχώρησαν παραπέρα. Ο Borland αντιθέτως, πέθανε ξεχασμένος, ίσως δεν ήταν αρκετά pop star για το καταναλωτικό κοινό. Εκεί που λες λοιπόν «σκοτεινή πλευρά», εγώ λέω «σκεπτόμενη και προκαλούσα τη σκέψη» πλευρά.
Tony: Συμφωνώ. Πρόσεξα κάτι στους δρόμους της Αθήνας και της Ρώμης όπου ήρθαμε να παίξουμε – υπάρχουν ένα σωρό πολιτικές αφίσες, οι οποίες μου θυμίζουν εκείνη την περίοδο στην Αγγλία. Ίσως αυτό το αίσθημα ανησυχίας έχει έρθει στην επιφάνεια και η μουσική ταιριάζει με την πολιτική περίοδο.
Πιο γενικά, πώς βρίσκετε τα μουσικά πράγματα στην εποχή μας; Παρατηρώ ότι υπάρχουν υπερβολικά πολλά άλμπουμ εκεί έξω. Πιστεύετε ότι χάνουμε εκ των πραγμάτων κάποιες πολύ καλές μουσικές, γιατί απλά δεν υπέπεσαν στην αντίληψή μας;
Garce: Πάντα υπάρχουν μεγάλα συγκροτήματα που δεν τα πιάνουν τα ραντάρ μας. Δεν πιστεύω ότι μπορεί κάποιος να έχει αρκετά άλμπουμ πλέον. Η μουσική σκηνή, με τη συμβολή του ίντερνετ, μας δείχνει πλέον ότι οποιοδήποτε συγκρότημα με ταλέντο μπορεί να δημιουργήσει το δικό του κοινό. Και αυτό είναι καλό, επειδή πλέον η άνοδος μιας καλής μπάντας δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την ανακάλυψή της από μια δισκογραφική εταιρεία, με πολλά λεφτά στη διάθεσή της.
Ποιες είναι όμως οι σκέψεις σας για τη διανομή της μουσικής μέσω ίντερνετ; Τα πλεονεκτήματα αξίζουν το κόστος των όποιων μειονεκτημάτων;
Tony: Θα ήθελα ν’ απαντήσω σε αυτό συνδυάζοντάς το με την προηγούμενη ερώτηση. Χωρίς να θέλω να φανώ πομπώδης, το ίντερνετ και το μοίρασμα αρχείων έχουν μεν επιτρέψει στο κοινό να πάρουν αυτό που θέλουν από τη μουσική βιομηχανία, αλλά ίσως δεν είναι αυτό που χρειάζονται. Η μουσική, ελεύθερη κατά βούληση, αποτελεί μια εντελώς διαφορετική εμπειρία από τη μουσική για την οποία κάνεις οικονομίες, αυτή δηλαδή που νοιάζεσαι και λατρεύεις. Είναι απλά υπερβολικά εύκολο τώρα. Κανείς δεν σέβεται κάτι το οποίο είναι τόσο εύκολο να αποκτήσει – αλλά το φαινόμενο του παράνομου κατεβάσματος έχει μετατρέψει τη μουσική σκηνή σε αυτό ακριβώς. Με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί μπάντες που έγιναν διάσημες πριν από αυτούς τους περίεργους καιρούς, όπως και οι Sad Lovers And Giants, παραμένουν και σήμερα αγαπητοί στο κοινό. Ίσως να υπάρχει ένα κενό, το οποίο οι σημερινές μπάντες δεν μπορούν να καλύψουν.
Σκοπεύετε να βγάλετε καινούργιο υλικό στο κοντινό μέλλον;
Garce: Προς το παρόν σκοπεύουμε να κυκλοφορήσουμε το μεγαλύτερο μέρος του επερχόμενου άλμπουμ μας σε μορφή demo σε συλλεκτικά singles των 7 ιντσών (βινύλιο). Καθώς θα τελειώνουμε την εγγραφή των τραγουδιών θα τα κυκλοφορήσουμε και θα διανέμονται μέσω ταχυδρομείου σ’ αυτό το φορμά. Προς το παρόν διαθέτουμε αρκετό υλικό για τα πρώτα δυο singles. Το ολοκληρωμένο άλμπουμ θα κυκλοφορήσει σε CD και θα διανέμεται από τα γνωστά καταναλωτικά κυκλώματα...