Με έναν πρόσφατο, αξιόλογο δίσκο αλλά και μια ιδιαίτερη γενικότερα πορεία στην περιφέρεια του αγγλοσαξονικού μουσικού κόσμου, οι γείτονες Port-Royal από την Ιταλία έδειχναν ενδιαφέροντες συζητητές. Και έτσι αποδείχθηκαν στη συνέντευξη που μας παραχώρησαν, όπου μας φανέρωσαν, μεταξύ άλλων, το πολύ καλό τους γούστο στη μουσική, αλλά και την αυξημένη τους συμπάθεια προς την κουλτούρα της Ρωσίας...

Καταρχάς συγχαρητήρια για έναν υπέροχο καινούργιο δίσκο. Θα ήθελα για αρχή να ακούσω τον δικό σας ορισμό του ήχου σας, γιατί σε όποιο έντυπο ή site και αν διαβάσω για εσάς, ο καθένας φαίνεται να έχει τη δική του ερμηνεία για το τι παίζετε.

Ο ήχος μας είναι αρκετά περίπλοκος και δυσδιάκριτος. Τείνει να πηγαίνει προς διαφορετικές κατευθύνσεις και επομένως να μην επιδέχεται εύκολης κατηγοριοποίησης. Όπως και να έχει πάντως, εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι τρείς πρώτοι μας δίσκοι αποτελούν μια τριλογία, όσον αφορά στη ροή τους και στην αναπαράσταση της μελαγχολίας στις ζωές μας.

Οι καλυμμένες από χιόνι βουνοκορφές και τα παγωμένα τοπία που διακοσμούν το Dying In Time αναπαριστούν δηλαδή οπτικά τις νοητικές εικόνες που προσπαθείτε να δημιουργήσετε με τη μουσική σας;

Α, όχι απαραίτητα! Επικοινωνήσαμε με τον Andrea Galvani, στον οποίον ανήκει το συγκεκριμένο artwork, επειδή μας αρέσανε οι εικόνες του, τα χρώματά τους, το μυστήριο στα θέματά τους. Αλλά δεν ξέρουμε εάν αναπαριστούν τη μουσική μας οπτικά. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω εάν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει γενικότερα με τη μουσική.

Πίσω στο 2000, όταν ξεκινάγατε τη μπάντα, ποια άλλα συγκροτήματα είχατε κατά νου ενώ γράφατε τα πρώτα σας κομμάτια;

Ως κύριες επιρροές μας από τα 1990s στάθηκαν οι Autechre, οι Arab Strap, οι Labradford και οι Mogwai, συν κάποια μεμονωμένα κομμάτια από τον Aphex Twin και τους Third Eye Foundation.

Και με τον «δικό μας» Absent Without Leave, με τον οποίον και συνεργαστήκατε δισκογραφικά στο Magnitogorsk, πώς προέκυψε η γνωριμία;

Πρωτοήρθαμε σε επαφή με τον Absent Without Leave το 2006, μέσω του MySpace, καθώς του δώσαμε τη σύνθεση “Jeka” (σε remix από τους Acidhead) για τη συλλογή This Waves… την οποία θα κυκλοφορούσε η εταιρεία του, η Sound In Silence. Μετά συναντηθήκαμε τον Μάιο του 2007 στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της συναυλίας μας στο Videodance Festival, μιλήσαμε για εκτενέστερη συνεργασία και ηχογραφήσαμε το split άλμπουμ Magnitogorsk, κάνοντας και μια κοινή συναυλία για την προώθησή του.

Στη σελίδα σας στο Facebook αναφέρετε πως η πόλη όπου ζείτε είναι γεμάτη από μεγάλους σε ηλικία κατοίκους και ότι οι νεότεροι άνθρωποι, όπως εσείς, συνήθως βαριούνται. Όμως συνεχίζετε να κατοικείτε εκεί. Νιώθετε μια ανεξήγητη έλξη για τη συγκεκριμένη πόλη ή οφείλεται στ’ ότι σας βοηθάει στις μουσικές σας εμπνεύσεις;

Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε οι άνθρωποι που ψάχνουμε την πολυκοσμία, τα φανταχτερά φώτα και τα μεγάλα πάρτι οπότε δεν αισθανόμαστε και τελείως παράταιρα εδώ, όπου όντως υπάρχει μια γενικότερη ραθυμία. Φυσικά, από την άλλη, στη Γένοβα υπάρχουν περιορισμοί και, κάποιες φορές, είναι φυσικό να ονειρεύεσαι κάτι διαφορετικό. Γενικότερα πάντως δεν νομίζω ότι το μέρος στο οποίο ζούμε επηρεάζει την καλλιτεχνική μας ταυτότητα. Η μουσική μας δεν γνωρίζει από ρίζες και όρια.

Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε το ενδιαφέρον και την σχέση σας με τη ρώσικη ιστορία και κουλτούρα γενικότερα;

Ο Attilio σπούδαζε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο και πάντα ενδιαφερόταν για την ιστορία και τη λογοτεχνία, ήδη από τα εφηβικά μας χρόνια. Λατρεύει τη ρώσικη πολιτική και κουλτούρα, οφείλω να ομολογήσω. Δεν νομίζω πάντως πως αυτό έχει επηρεάσει τη μουσική μας, πέραν του ότι μας αρέσει να αποτίουμε φόρο τιμής στη Ρωσία μέσω των τίτλων ορισμένων κομματιών μας. Μας γοητεύει επίσης, σαν ιδέα, το ότι μια χώρα παραμένει στις μέρες μας διαφορετική από τη γενικότερη Δυτική νοοτροπία, ενώ ταυτόχρονα εντάσσεται σε ό,τι λέμε Δύση. Το να παίζουμε ζωντανά σε πανέμορφες τοποθεσίες στη Μόσχα ή στην Αγία Πετρούπολη, μπροστά σε ένθερμους φίλους μας, αποτελεί μια από τις ωραιότερες εμπειρίες που έχουμε ζήσε ως μπάντα.

Φαίνεται να προσέχετε ιδιαιτέρως τα βιντεοκλίπ σας, τα οποία είναι αρκετά καλλιτεχνικά και ατμοσφαιρικά. Θεωρείτε το οπτικό κομμάτι της τέχνης σας το ίδιο σημαντικό με το μουσικό;

Οι Port-Royal είναι μουσικό project. Είναι αλήθεια όμως ότι στα τελευταία δυο χρόνια ο Sieva, ο οποίος είναι visual artist, έχει γίνει επιδραστικό μέλος της μπάντας. Λατρεύουμε τις δουλειές του και πιστεύουμε πως ταιριάζει στη μουσική μας, σα να την συμπληρώνει κατά κάποιο τρόπο. Αλλά τα δυο μέρη, δηλαδή η μουσική και τα βιντεοκλίπ, λειτουργούν εντελώς ανεξάρτητα και δεν αναμειγνύονται το ένα με το άλλο.

Πραγματοποιήσατε μια μίνι περιοδεία στην Πολωνία πρόσφατα. Έχετε ιδιαίτερη οπαδική βάση εκεί; Σχεδιάζετε να ταξιδέψετε και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις για συναυλίες τους επόμενους μήνες;

Ναι, στην Πολωνία υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για εμάς, αυτή μάλιστα υπήρξε η τρίτη μίνι περιοδεία μας εκεί, μέχρι στιγμής. Επίσης υπογράψαμε προσφάτως και μια συμφωνία με το τοπικό label Isound για την κυκλοφορία του τελευταίου μας δίσκου στη συγκεκριμένη χώρα. Μέσα στο 2010 σχεδιάζουμε να ταξιδέψουμε και σε άλλες χώρες βεβαίως, όπως λ.χ. τη Λιθουανία, την Εσθονία και τη Λετονία. Αναμένουμε να οριστικοποιηθούν οι λεπτομέρειες προς το παρόν.

Τους προηγούμενους μήνες κάνατε remixes για λογαριασμό μεγάλων ονομάτων, σαν π.χ. τον Felix Da Housecat και τους Ladytron. Θα συνεχίσετε και με άλλους καλλιτέχνες στο μέλλον;

Αυτό έγινε πραγματικότητα χάρη στις διασυνδέσεις και τη σκληρή δουλειά του Carlo και της Laura, των manager μας. Περάσαμε καλά δουλεύοντας στα δυο remixes τα οποία αναφέρεις και σχεδιάζουμε έτσι να κάνουμε μερικά ακόμα. Έχουμε ήδη κάτι στο μυαλό μας, προς το παρόν όμως δεν έχει γίνει τίποτα επίσημο.

Ποιες μπάντες ή άλμπουμ σας τράβηξαν την προσοχή από το 2009;

Αν και δεν ακούσαμε όσους δίσκους θέλαμε, υπήρξαν πράγματα τα οποία μας φάνηκαν ενδιαφέροντα. Μας άρεσε το Yesterday And Today του Field, ο δίσκος των Moderat, το Tarot Sport των Fuck Buttons, καθώς και το Moth/Wolf Cub – η συνεργασία δηλαδή μεταξύ Burial και Fourtet.

Για το τέλος θα ήθελα να μας πείτε λίγο περισσότερες πληροφορίες για το “Hermitage”, την τριλογία τραγουδιών που κλείνει δηλαδή το Dying In Time. Το είχατε σχεδιάσει εξαρχής, ή σας φανήκανε στην πορεία ως παρεμφερή ηχητικά, οπότε τα ενοποιήσατε;

Το “Hermitage” ξεκίνησε ως συγκεκριμένη ιδέα, προέρχεται μάλιστα από τα πρώτα μας sessions ως συγκρότημα, πίσω στο 2000 με 2001, όταν παίζαμε ακόμα ως τρίο με κιθάρα, ντραμς και πλήκτρα. Θέλαμε να κάνουμε τη στουντιακή εκδοχή του από την εποχή του “Flares” και ειλικρινά δεν ξέρω γιατί δεν είχε γίνει αυτό έως σήμερα. Οι κεντρικές μελωδικές ιδέες δεν έχουν αλλάξει και πολύ, τα ηλεκτρονικά όμως στοιχεία είναι εντελώς καινούργια, όπως και το πρώτο μέρος της όλης σύνθεσης. Αλλά πάντα προοριζότανε ως ένα ενιαίο μουσικό σύνολο, από την πρώτη κιόλας στιγμή.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured