Ο Justin Greaves μένει δύο ώρες μακριά από το Bristol, ηχογραφεί για την Invada του Paul Horlick και του Geoff Barrow (των Portishead), έχει μεγαλώσει στο δισκοπωλείο του πατέρα του όπου έμαθε να ανακατεύει τις μουσικές και θέλει να μας δει να τραγουδάμε μαζί του το “Burnt Reynolds”, στον ερχομό των Crippled Black Phoenix στο Κύτταρο – το ερχόμενο Σάββατο, 19 Σεπτέμβρη. Γιατί να μην το κάνουμε;

Έχεις παίξει με πολλά σχήματα στο παρελθόν (Electric Wizard, Iron Monkey κλπ.). Τι είναι αυτό που κάνει τους Crippled Black Phoenix διαφορετικούς;

Νομίζω ότι το πιο σημαντικό είναι ότι σ’ αυτή την περίπτωση όλα βρίσκονται στη θέση τους χωρίς να προηγηθούν πλάνα, σχετικοποιήσεις ή απαγορεύσεις. Φτιαχτήκαμε τόσο φυσικά, ώστε επιτέλους είμαστε στη φάση να κάνουμε ό,τι ακριβώς θέλουμε. Ξέρεις, έχω παίξει πολλά χρόνια με συγκροτήματα που κατά κάποιο τρόπο είχαν παγιδευτεί σ’ ό,τι ήθελε ο κόσμος ν’ ακούσει. Και μπορεί να ακούγεται κάπως εγωιστικό, αλλά με τον έναν τρόπο ή τον άλλο έχω πληρώσει το μερίδιο που μου αναλογεί και πια έχω μεγαλώσει αρκετά ώστε να κάνω αυτό ακριβώς το οποίο θέλω.

Έχεις δηλώσει ότι το νέο σας άλμπουμ 200 Tons Of Bad Luck δεν σου λέει τίποτα και ότι όσοι θέλουν να ακούσουν τη δουλειά σας είναι καλύτερα να ακούσουν τα The Resurrectionists και Night Raider. Αν είναι έτσι, γιατί το κυκλοφόρησες;

Ο λόγος που κυκλοφόρησε το 200 Tons Of Bad Luck ήταν μόνο η θέληση της εταιρείας. Έλεγαν ότι είναι κάπως περίεργο να κυκλοφορείς ταυτόχρονα δύο τόσο διαφορετικούς δίσκους και ότι οι κριτικοί δεν θα το παρουσίαζαν, το κοινό θα μπερδευόταν και ότι έπρεπε να φτιάξω μια συλλογή από τους δύο δίσκους ώστε να κυκλοφορήσει ένα μονό cd. Τελικά οι πάντες μπερδεύτηκαν με τους τρεις διαφορετικούς τίτλους και αντίθετα από όσα έλεγαν στην Invada, το διπλό cd στο box set πούλησε πολύ καλά. Σκέψου ότι όταν προσπαθούσα να διαλέξω τα κομμάτια για το μονό άλμπουμ ένιωθα απαίσια, πίστευα ότι η ροή του δίσκου δεν είναι καλή – και για να είμαι ειλικρινής αυτό πιστεύω ακόμη. Είναι κρίμα που έγινε έτσι. Ίσως τελικά οι εταιρείες θα πρέπει να εμπιστεύονται πιο πολύ την κρίση των συγκροτημάτων αλλά και των ακροατών.

Ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στον πρώτο σας δίσκο (A Love Of Shared Disasters) και στους δύο καινούργιους;

Ο πρώτος δίσκος ήταν πειραματικός. Αν και είχα έτοιμα τα τραγούδια και ήξερα πώς ήθελα να ακούγονται, έρχονταν στο στούντιο διάφοροι μουσικοί και πρόσθεταν διάφορες περίεργες ιδέες – από τις οποίες άλλες κρατήθηκαν και άλλες όχι. Στον δεύτερο δίσκο υπήρχε μια σταθερή μπάντα που όχι μόνο είχε προβάρει τα τραγούδια αλλά τα είχε παίξει και στη σκηνή. Τα κομμάτια είχαν γίνει συγκεκριμένα πια και η διαδικασία της ηχογράφησης ήταν, όπως καταλαβαίνεις, αρκετά διαφορετική. Μου αρέσει πολύ περισσότερο να μετέχω σε ένα συγκρότημα όπου κάθε μέλος παίρνει ενεργό μέρος στη σύνθεση των τραγουδιών, αντί να είμαι ο βασικός συνθέτης και οι άλλοι να έρχονται να παίζουν στον δίσκο μου. Για να ξαναγυρίσω όμως στο ερώτημά σου, πιάνοντας τα πράγματα από πλευράς περιεχομένου θα έλεγα ότι στον πρώτο δίσκο υπήρχε μια διάχυτη μελαγχολία. Τώρα αυτή μοιάζει να έχει αντικατασταθεί από έναν ιδιότυπο κυνισμό: εκεί δηλαδή όπου άλλοτε θρηνούσαμε για το πόσο άσχημα είναι τα πράγματα, τώρα γελάμε.

Όταν άρχισες να ηχογραφείς το προσωπικό σου υλικό, πίσω στα 2004, είχες ιδέα πώς μπορεί να ακουγόταν σήμερα;

Όχι. Στην πραγματικότητα δεν περίμενα απολύτως τίποτα, απλώς είχα μερικές ιδέες. Αν δεν ήταν όλα αυτά τα παιδιά δεν θα υπήρχε τίποτα. Αλλά τώρα υπάρχει, περνάω πολύ καλά μ’ αυτό και προσπαθώ να μην το καταστρέψω. Ελπίζω να συνεχιστεί...

Πρόσφατα ηχογραφήσατε ένα τραγούδι για ένα tribute album στον Jeffrey Lee Pierce. Ο τίτλος του μου φάνηκε άγνωστος. Πού το βρήκατε και ποια είναι η γνώμη σου για τους Gun Club;

Θυμάμαι ότι όταν πρωτάκουσα τους Gun Club μου άρεσαν πολύ γιατί ήταν punk αλλά έφερναν μαζί τους έναν περίεργο αέρα americana. Πάντα μου άρεσαν τα συγκροτήματα που κατάφερναν να ακούγονται μια χαρά με ήχο ο οποίος, αν έπεφτε στα χέρια άλλων, θα ακουγόταν τελείως λάθος. Αρχικά διασκευάσαμε λοιπόν το “Bells Of The River”, ένα τραγούδι που δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ οι Gun Club αλλά τον είχαν παίξει μερικές φορές ζωντανά. Στη συνέχεια κάναμε το “Like A Mexican Love”, ένα ακόμη τραγούδι το οποίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Έφτασε τελικά στα χέρια μας μια ακουστική εκτέλεση που μας άρεσε πολύ και έτσι το διασκευάσαμε με τον David Eugene Edwards στα φωνητικά – από τους 16 Horsepower και τους Wovenhand. Μου αρέσει πολύ η δουλειά του και χάρηκα πολύ που δουλέψαμε μαζί σ’ αυτή την ηχογράφηση.

Διάβασα επίσης κάπου ότι ετοιμάζεστε να παίξετε στο Bristol με μια ορχήστρα. Ενδιαφέρον project αλλά και δύσκολο, έτσι δεν είναι;

Θα παίξουμε με την Emerald Ensemble με ενορχηστρώσεις της Liz Purnell. Πρόκειται για μια πολύ όμορφη συνεργασία, η οποία ακούγεται πολύ καλά για την ώρα. Είναι πράγματι αρκετά δύσκολο και πρέπει να πάρουμε μερικές αποφάσεις ως προς αρκετά στοιχεία, αλλά νιώθω πολύ τυχερός που θα βγούμε έτσι στη σκηνή γιατί αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα. Πάντως πρέπει να περιμένουμε μέχρι εκείνη τη βραδιά για να δούμε πόσο καλά θα δουλέψει. Έχουμε ήδη κάνει κάποιες πρόβες και θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να ακούγεται καλά.

Πώς είναι να δουλεύεις με τον Geoff Barrow και τον Paul Horlick; Ο Paul είχε παλιά την SwarfFinger. Τη θυμάσαι;

Ναι, ξέρω τη δουλειά του Paul αλλά καθώς δεν είμαι από to Bristol τους γνώρισα πριν από μερικά χρόνια όταν είχαν διοργανώσει μια συναυλία για την προηγούμενη μπάντα μου. Κάνουν πολύ καλή δουλειά, δίνουν μεγάλη ελευθερία στα συγκροτήματά τους και είναι έτοιμοι να συμφωνήσουν σε κάθε περίεργη ιδέα. Το έχω πει πολλές φορές: αν δεν υπήρχε η Invada, δεν θα υπήρχαν ούτε οι Crippled Black Phoenix.

Το Bristol είχε σπουδαία σκηνή παλαιότερα. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι είναι μόνο οι Portishead και ο Roni Size αλλά υπάρχουν σχήματα σαν τους Heads, τους Purple Penguin και τον Matt Elliott. Τι συμβαίνει αυτή την εποχή εκεί;

Να σου πω την αλήθεια δεν μ’ αρέσει να ανακατεύομαι σε καμία σκηνή και δεν μ’ αρέσουν καθόλου οι πόλεις. Μένω στην εξοχή, δύο ώρες μακριά από το Bristol και δεν ξέρω πολλά, καθώς είμαι συνήθως περαστικός από την πόλη. Δημιουργούνται πάντως συνεχώς καινούργια σχήματα εκεί, υπάρχουν δεκάδες πολύ καλοί μουσικοί – όπως ακριβώς συνέβαινε πάντα. Ξεχωρίζω τους Scarlatti Tilt, φυσικά τους Conga με τους οποίους είχαμε δύο κοινά μέλη, τους Heads που είναι πολύ καλοί και τους North Sea Navigator.

Υπήρχαν πολλά δισκοπωλεία στο Bristol, το Imperial, το Revolver, το Replay… Τώρα τι γίνεται; Έχει μείνει κανένα ή οι αλυσίδες τα έχουν καταπιεί όλα;

Δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα ανεξάρτητα μαγαζιά σε ολόκληρη την Αγγλία πλέον. Είναι μια κακή εποχή γενικότερα καθώς οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για τα πάντα και μοιάζει να έχουν ξεχάσει πόσο όμορφο είναι να πηγαίνεις σ’ ένα μαγαζί και να συναντάς ανθρώπους με τους οποίους να ανταλλάσσεις απόψεις και να αγοράζεις όμορφα αντικείμενα όπως είναι τα παλιά βινύλια. Έτσι όπως τα έχουν καταφέρει οι πολυεθνικές και οι αλυσίδες, οι άνθρωποι έχουν γίνει αχόρταγοι: θέλουν όλους τους δίσκους και δεν θέλουν να πληρώσουν τίποτα γι’ αυτούς. Δεν υπήρχε τίποτα κακό στο να αγοράζουμε τους δίσκους και τα cd μας. Ξέρεις, ο πατέρας μου είχε ένα δισκοπωλείο, το άνοιξε το 1976 και το κράτησε μέχρι το 2007. Έχω ζήσει το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου εκεί μέσα. Σ’ αυτό χρωστάω το ότι τώρα παίζω μουσική, σ’ αυτό χρωστάω τα τόσα πολλά και διαφορετικά μου ακούσματα. Είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, νιώθω πολύ τυχερός που το έζησα και μου λείπει τώρα.

Ποιες είναι οι πιο αγαπημένες σου μπάντες όλων των εποχών;

Αυτή είναι πολύ δύσκολη ερώτηση. Πώς, διάβολο, περιμένεις να απαντήσω τόσο εύκολα; Νομίζω ότι η λίστα πρέπει να περιλαμβάνει τους No Means No, τους Motorhead, τους Swans, τους Pink Floyd, τον Adam και τους Ants, τους Black Heart Procession, τους Black Flag, τους King Crimson, τους 16 Horsepower και η λίστα συνεχίζεται και συνεχίζεται...

Και από καινούργια σχήματα;

Μ’ αρέσουν οι Slim Cessna’s Auto Club, οι Black Diamond Heavies, οι Heartless Bastards… Αυτοί είναι μερικοί που μπορώ να θυμηθώ τώρα.

Τι θυμάσαι από την πρώτη σας συναυλία στην Αθήνα;

Ήταν πολύ όμορφη συναυλία και περάσαμε πολύ καλά. Τα παιδιά τα οποία μας έφεραν ήταν πολύ καλά. Δεν θα ξεχάσω δε τα θαλασσινά που φάγαμε!!! Αποτέλεσε γενικά μεγάλη έκπληξη για μένα η Αθήνα. Πίστευα ότι κανείς δεν θα ερχόταν, καθώς δεν είχαμε κάνει τίποτα ακόμη, αλλά ο κόσμος ήταν αρκετός και μας έκανε να νιώθουμε πολύ καλά. Ανυπομονώ να παίξουμε ξανά!

Τι να περιμένουμε αυτή τη φορά;

Μερικά καινούργια τραγούδια, τα οποία δεν έχουμε παίξει ποτέ στη σκηνή, αλλά και τα πιο γνωστά μας τραγούδια. Ελπίζω να μπορέσουμε να ικανοποιήσουμε το ελληνικό κοινό γιατί μας έχει υποστηρίξει από την πρώτη στιγμή πολύ. Θέλω να δω περίεργες χορευτικές φιγούρες και τον κόσμο να τραγουδάει μαζί μας το “Burnt Reynolds”!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured