Σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί, ένας άνδρας και μια γυναίκα συναντιούνται μετά από καιρό και αναγνωρίζονται από μια μπλούζα που είχε αγοράσει ο ένας στον άλλον σε κάποιες διακοπές στο παρελθόν. Όλα τα συναισθήματα έρχονται ξανά στο φως με τη συνοδεία μιας γνωστής φίρμας μπύρας αλλά και τη μουσική της Loreena McΚennitt, στο κλασικό πλέον “Marrakesh Night Market”. Η Καναδή ερμηνεύτρια είναι ερωτευμένη με την κέλτικη παράδοση και κάτι νέο γεννιέται και για τον υπόλοιπο κόσμο. Πολίτης του κόσμου η ίδια ονειρεύεται και συνθέτει αινιγματικά, ατμοσφαιρικά και μυσταγωγικά τοπία με ποιητικές αναφορές στους William Shakspere, William Blake και Yeats. Οι βελούδινες νότες της άρπας και του πιάνου της θα μας ταξιδέψουν με τρεις εμφανίσεις σε Πάτρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη (9, 10 και 11/6), έτσι αποφασίσαμε να έχουμε λίγο πιο πριν μία χαλαρή συνομιλία μαζί της...
Εδώ και 14 χρόνια διανύεις μία κούρσα με ποικίλα προσωπικά και μουσικά μονοπάτια. Τι παραμένει ζωντανό μέσα σου όλα αυτά τα χρόνια;
Όλα κύλησαν απροσδόκητα στη ζωή μου και διαγράφουν αλλόκοτες τροχιές. Να φανταστείς ότι εγώ αρχικά ήθελα να γίνω κτηνίατρος, όμως τελικά η μουσική με ρούφηξε κυριολεκτικά. Είναι συναρπαστική εμπειρία η διάσταση που αποκτάς με το κοινό, η φώτιση και το δέσιμο. Δεν έχω λόγια και η αλήθεια είναι ότι ακόμη δεν το πιστεύω.
Στο πέρασμα των χρόνων έχεις διαμορφώσει καθόλου άποψη για την έλξη και την αποδοχή της κέλτικης-ιρλανδικής μουσικής παράδοσης; Τι είναι αυτό που την κάνει ελκυστική σε τόσο διαφορετικά ακροατήρια;
Ωχ, δύσκολη ερώτηση. Κι εγώ η ίδια αναρωτιέμαι για πολύ καιρό και είμαι το πιο τρανταχτό «θύμα» αυτής της έλξης. Είναι αδύνατο να το περιγράψω, πλην του γεγονότος ότι σφηνώνεται κατευθείαν στο κεφάλι σου. Η περίεργη μεσογειακή του φλέβα αποπνέει αντιφατικά συναισθήματα, δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Σε προσωπικό επίπεδο είναι ένα είδος μαθήματος για τα δικά μου εσωτερικά ταξίδια. Κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι, αν και δεν χωράει σε λέξεις και έννοιες.
Συχνά αναφέρεσαι σε ένα αγαπημένο σου κινέζικο γνωμικό, το οποίο λέει ότι «ο καλός ταξιδιώτης δεν έχει καθορισμένα πλάνα και δεν είναι αποφασισμένος να φτάσει κάπου». Πώς το αντιλαμβάνεσαι και σε ποιο βαθμό σε ισορροπεί ως άνθρωπο και φυσικά καλλιτέχνη;
Για πολλούς ανθρώπους αποτελεί καίρια αποστολή η τοποθέτηση συγκεκριμένων στόχων. Για μένα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ουδέποτε στόχευα κάπου ή σε κάτι. Ποτέ δεν επιδίωξα τη φήμη ή τα χρήματα. Από την άλλη είναι σημαντικό να γνωρίσω τον κόσμο, να συνειδητοποιήσω τις δυνατότητες, τις δυνάμεις και αυτά που με καθορίζουν. Δεν μπορεί να ελέγχεις τα πάντα, δη να το επιδιώκεις.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μία λίαν επιλεκτική πορεία, τόσο σε εμφανίσεις όσο και δισκογραφικά. Παράλληλα έχεις αφοσιωθεί σε δύο σωματεία – Cook-Rees Memorial Fund For Water Search & Safety και Falstaff Family Centre – που υποστηρίζουν από τη μία τη «θαλάσσια αγωγή», όπως το αποκαλείς, και την προστασία πολιτιστικών κτιρίων. Θα ήθελες να μας μιλήσεις λίγο για αυτά;
Όλα αυτά που ανέφερες δρουν παράλληλα με τη μουσική μου σταδιοδρομία και δεν απορροφούν ή επηρεάζουν διαφορετικά τις όποιες επαγγελματικές μου επιλογές. Μετά την τραγική απώλεια του συζύγου μου το 1998 ένιωσα την ανάγκη να επαναπροσδιορίσω τα πράγματα και να αξιολογήσω τα βήματά μου γενομένης της αρχής. Ξαφνικά κλήθηκα να αντιδράσω σε μία εμπειρία η οποία με ξεπερνούσε και με ξεπερνάει κατά πολλού. Έτσι αποφάσισα να ιδρύσω αυτό το σωματείο, το οποίο κάνει απίστευτη δουλειά και προλαμβάνει ατυχήματα, όπως αυτό που συνέβη στον άνθρωπό μου. Ως προς το Falstaff Family Centre, στην ουσία έχουμε καταφέρει να δώσουμε «ζωή» σε κτίρια όπως σε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο σχολείο, που τώρα φιλοξενεί πολιτιστικές δραστηριότητες για παιδιά. Η ζωή μου στο αγρόκτημα και δίπλα σε ανθρώπους οι οποίοι νοιάζονται για το συνάνθρωπο με έχει βοηθήσει αφάνταστα και με αναζωογονεί πλήρως.
Η πιο πρόσφατη δουλειά σου, το άλμπουμ Midwinter Night’s Dream, αποτελεί κατά έναν τρόπο μία εκτεταμένη έκδοση του παλαιότερου A Winter Garden. Γιατί επέλεξες τη συγκεκριμένη περίοδο για αυτό το έργο; Συμβολίζει κάτι παραπάνω για σένα;
Βασικά όλα κύλησαν τυχαία. Πολλοί από τους ακροατές μου ανά τον κόσμο μού έστελναν e-mail στο site ή στην εταιρία μου, την Quinlan Road για να επανεκδώσω το συγκεκριμένο EP, έτσι αποφάσισα να το κάνω μαζί με μία έκπληξη, που ήταν η προσθήκη 8 ακόμη κομματιών. To νέο δισκάκι ηχογραφήθηκε στο καταπληκτικό Real World στούντιο του Peter Gabriel και είναι το προϊόν ποικίλων ηχογραφήσεων και προβών, οι οποίες άνοιξαν διάπλατα τους ορίζοντες τόσο εμού όσο και των συνεργατών μου. Παράλληλα χρησιμοποίησα περισσότερα όργανα και με αυτό τον τρόπο θέλησα να επαναιχμαλωτίσω το «λιβάνι και το μύρο» στη μουσική. Ελπίζω να αγγίξει κάποιους από εσάς.
Σε αυτό συνεργάζεσαι επίσης και με τον Έλληνα μουσικό Στρατή Ψαραδέλλη, που παίζει πολίτικη λύρα και λαούτο. Γνωρίζεις τίποτα περισσότερο από ελληνική μουσική;
Αχ, μου βάζεις δύσκολα μιας και με τα ονόματα είμαι πολύ αδύναμη. Φυσικά γνωρίζω την κ. Αλεξίου, η οποία έχει διασκευάσει και το κομμάτι μου “Tango To Evora” (στα ελληνικά γνωστό ως “Τανγκό Tης Νεφέλης”). Τώρα από ελληνική μουσική δυστυχώς είμαι στην αρχή της αναζήτησής μου, οπότε ό,τι και να σου πω...
Η πτυχή της ποίησης έπαιζε ανέκαθεν σημαντικό ρόλο στο έργο σου και συχνά φλερτάρεις με αυτή, εντάσσοντας στίχους στα κομμάτια σου. Έχεις σκεφθεί ποτέ να μελοποιήσεις κάποιον αγαπημένο σου ποιητή;
Αν εννοείς τον William Blake ή τον Yeats, είναι βουνό για μένα. Μελετώ εντατικά κέλτικη ποίηση, ιστορία και φιλοσοφία και νιώθω ότι γεννιέμαι ξανά και ξανά, όμως είναι στ’ αλήθεια πολύ εύθραυστη εργασία να βρω τους κατάλληλους στίχους και να τους προσαρμόσω στο προσωπικό μου ύφος και τη φωνή. Προς το παρόν δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, όμως πάντα είμαι ανοιχτή σε γόνιμες προκλήσεις που μου ανοίγουν τα μάτια και την ψυχή.
Αρέσκεσαι να συνθέτεις για λογαριασμό του σινεμά και της τηλεόρασης, γεγονός που ξενίζει κάπως το φανατικό σου κοινό, μιας και σε έχει κατατάξει ως ένα μυστηριακό και αιθέριο ξωτικό. Πώς το νιώθεις αυτό;
Ναι, το φαντάζομαι αυτό, όμως δεν παύει να είναι για μένα καθαρή δημιουργία. Είναι αληθινή πρόκληση και ένα είδος πρακτικής. Οι υποστηρικτικοί και «δευτερεύοντες» ρόλοι είναι πολύτιμοι για όλους.
Εκτός από την έκδηλη αγάπη σου στην πνευματική εξερεύνηση πολιτισμών και παραδόσεων, ασχολείσαι καθόλου με τη σύγχρονη μουσική; Έχεις ξεχωρίσει τίποτα ιδιαίτερο;
Θα γελάσεις, όμως στο σπίτι μου δεν έχω ραδιόφωνο και δεν τα πάω καλά με την τεχνολογία και το internet. Είμαι κάπως πρωτόγονη και μου αρέσει. Μπορεί να ακούγεται αντιφατικό για κάποιους, αλλά είμαι πλήρης.
Όλα τα άλμπουμ σου ανήκουν στη δική σου δισκογραφική εταιρία, τη διάσημη πλέον Quinlan Road. Έχεις σκεφθεί να προωθήσεις τη δουλειά και άλλων νέων καλλιτεχνών;
Προς το παρόν τόσο εγώ όσο και οι φίλοι που δουλεύουν στην εταιρία πασχίζουν να υποστηρίξουν ποικιλοτρόπως το δικό μου έργο και ήδη αυτό είναι δύσκολο και χρονοβόρο. Γνωρίζω καλά ότι οι απαιτήσεις της μουσικής βιομηχανίας αλλάζουν δραματικά και το να είσαι ανεξάρτητος όπως εγώ από το 1985 έχει το δικό του τίμημα. Φυσικά λαμβάνω ανά τακτά χρονικά διαστήματα κασέτες και promo, όμως τι να πω... Η ενσωμάτωση νέου αίματος σε μία μουσική οικογένεια θέλει προσοχή, σκέψη και πολύ προσωπική επένδυση.
Είναι η δεύτερη φορά που μας επισκέπτεσαι μετά την επιτυχημένη συναυλία σου στο Λυκαβηττό το 1996. Τι θυμάσαι από εκείνη τη εμφάνιση; Και τι ετοιμάζεις αυτή τη φορά για το ελληνικό κοινό;
Πω, πω είχα περάσει υπέροχα εκείνο το καλοκαίρι. Θαυμάσιο θέατρο, ατμόσφαιρα και ένα κοινό που σε εμπνέει, θέλει κανείς κάτι περισσότερο; Δεν θα ξεχάσω τις βόλτες σε διαφορετικά ταβερνάκια και μπαρ, όπου γεύτηκα και άκουσα ετερόκλητα πράγματα. Απίστευτη εμπειρία! Μακάρι να έχω ξανά τη δυνατότητα να σεργιανίσω στα στενά της Αθήνας. Ως προς τις επερχόμενες συναυλίες μου σε Πάτρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη νομίζω ότι θα επικεντρωθώ σε ένα διαφορετικό crossover πιο πρόσφατων δουλειών μου και όλα είναι ανοιχτά. Έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτό το υλικό και εύχομαι να αρέσει πολύ σε εσάς.