Τεσσεράμισι χρόνια μετά την εμφάνισή τους στην Αθήνα στο Elfentanz Festival (στο Ρόδον... ω, τι καιροί!) oι αγαπημένοι And Also The Trees από το Inkberrow της Βρετανίας επιστρέφουν στη χώρα μας για δύο συναυλίες, αυτή τη φορά σε Λάρισα (Παρασκευή 6/2, στο Stage) και Αθήνα (Σάββατο 7/2, στο Gagarin). Είναι μελωδικοί, ρομαντικοί και ανεπανάληπτοι, υπεράνω συγκρίσεων. Τόσο στις απαρχές της καριέρας τους, η οποία ξεκίνησε από μια φιλία με τους Cure, τόσο και σήμερα, τρεις δεκαετίες αργότερα. Τα αδέρφια Simon και Justin Jones αποδεικνύονται πραγματικοί gentlemen αποκαλύπτοντάς μας τις απόψεις τους για τη μουσική, το παρελθόν, τη μαζικοποίηση, τη ζωή στην επαρχία και στην πόλη…
Συχνά στους στίχους σας συναντάμε μοτίβα παρμένα από τη φύση, την αθωότητα, την αγροτική ζωή κλπ. Η ζωή στην επαρχία είχε μεγάλο αντίκτυπο στην κοσμοθεωρία και στις αντιλήψεις σας ή απλά εμπνέεστε από εκεί όσον αφορά τη μουσική;
Simon Huw Jones – «Μεγαλώνοντας και ζώντας στην εξοχή, οι εμπειρίες μας μάς έκαναν να συνειδητοποιήσουμε όχι μόνο την ομορφιά και τη δύναμη της φύσης, αλλά και την ευαισθησία και την παροδικότητά της. Γίναμε μάρτυρες της δράσης των εντομοκτόνων, των φυτοφαρμάκων και των «σύγχρονων» γεωργικών μεθόδων με την εξαφάνιση συγκεκριμένων ζώων, πτηνών και φυτών. Είδαμε τον ουρανό της νύχτας να γίνεται λιγότερο σκοτεινός όταν οι πόλεις εξαπλώθηκαν κοντά μας και κατασκευάστηκαν οι φωτισμένοι αυτοκινητόδρομοι... για πολύ καιρό είχαμε την αίσθηση ότι η φύση και ο αγροτικός τρόπος ζωής ήταν υπό πολιορκία. Φαντάζομαι ότι όλα αυτά είχαν τον αντίκτυπό τους στην κοσμοθεωρία μας. Η κοινωνική πλευρά της ζωής στην εξοχή, για μας, δεν είναι κάτι το οποίο μας συγκινεί. Ελπίζω να μην το βλέπουμε τελείως ρομαντικά το θέμα».
Πόσο εύκολο είναι να κρατήσετε τη δική σας ταυτότητα ως συγκρότημα προφανώς χωρίς να επηρεαστείτε από τα εμπορικά είδη μουσικής, τα οποία ακούγονται κυριολεκτικά παντού στις μέρες μας;
Simon Huw Jones – «Αυτό είναι βασικά αρκετά εύκολο, εφόσον εμείς οι ίδιοι διαλέγουμε τι θέλουμε να μας επηρεάσει. Παρότι δεν είμαι μουσικός, θα έλεγα ότι σε αυτό το σημείο της ιστορίας μας οι επιρροές είναι λιγότερες και πιο έμμεσες».
Το άλμπουμ (Listen For) The Rag And Bone Man, όπως και το προηγούμενο Further From The Truth, χρειάστηκε αρκετό καιρό μέχρι να κυκλοφορήσει. Θεωρείτε αυτά τα δύο άλμπουμ ως πιο ώριμα και καλύτερα δουλεμένα από τα προηγούμενα; Να υποθέσουμε ότι ο επόμενος δίσκος θα χρειαστεί κι αυτός κάποια χρόνια για να ετοιμαστεί;
Justin Jones – «Και τα δύο αυτά άλμπουμ γράφτηκαν με διαφορετικό τρόπο, περισσότερο δουλεύοντας σαν ένα σύνολο μουσικών. Άρα τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά και πιο «οργανικά» στη σύνθεση, αλλά πλέον μένουμε μακριά ο ένας από τον άλλον, πράγμα που επιβραδύνει τη διαδικασία σημαντικά. Άρα θα έλεγα ότι και το επόμενο άλμπουμ θα χρειαστεί χρόνια. Παρόλα αυτά, τον επόμενο μήνα έχουμε ηχογράφηση για ένα project – πρόκειται για εκτελέσεις του υπάρχοντος And Also The Trees υλικού με τη χρήση μόνο ακουστικών οργάνων, οπότε πολλά κομμάτια θα υποστούν νέα επεξεργασία γι’ αυτή τη μορφή».
Simon, παρακολουθώντας σας για πρώτη φορά live (Elfentanz Festival 2004), εντυπωσιάστηκα από το πάθος που είχες επί σκηνής και παρατήρησα τις θεατρικές/δραματικές σου κινήσεις και χειρονομίες, οι οποίες μου έφεραν στο μυαλό την παρόμοια σκηνική παρουσία του Ian Curtis από τους Joy Division, η οποία μεταβαλλόταν από νευρική σε γαλήνια και αντίστροφα. Δεδομένου ότι οι AATT δημιουργήθηκαν ακριβώς στις απαρχές του post-punk κινήματος στη Βρετανία, ποια είναι η άποψή σου γι’ αυτό το πρόσωπο (Ian Curtis) σαν καλλιτέχνη και επιρροή;
Simon Huw Jones – «Ίσως είναι επειδή εκείνη την ώρα προσπαθείς να αφιερωθείς τελείως στη μουσική και χάνεις τον εαυτό σου μέσα της. Δεν είμαι showman και συχνά δεν νιώθω και πολύ άνετα εκεί πάνω στη σκηνή, αλλά υπάρχουν στιγμές που η αίσθηση είναι απίστευτη... Έχει να κάνει με την κατάρριψη των φραγμών και με την ενότητα. Δεν ξέρω τι αισθανόταν ο Ian Curtis, αν ήταν κάτι σαν κι αυτό που περιγράφω, δεν έχω διαβάσει τις βιογραφίες του ούτε έχω δει ακόμα την ταινία, αλλά ήμουν αρκετά τυχερός για να τον δω live – και ήταν μια συγκινητική εμπειρία. Είναι (οι Joy Division) το μοναδικό συγκρότημα εκείνης της περιόδου που δεν σταμάτησε να με συγκινεί».
Οι AATT έχουν υποστεί αρκετές αλλαγές από όταν πρωτοεμφανίστηκαν, οπότε και ο ήχος σας έχει περιγραφεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους ως τώρα. Με ποιες λέξεις – αν είναι δυνατόν όχι ταμπέλες – θα χαρακτηρίζατε εσείς προσωπικά τη μουσική σας;
Justin Jones – «Όταν μου κάνουν αυτή την ερώτηση, ξεκινώ λέγοντας ότι ο ρόλος της μουσικής μας είναι να λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο με τη λειτουργία της μουσικής στα πλαίσια μιας ταινίας. Δεν προσπαθεί να κάνει πράγματα που κάνει η pop μουσική, αντιθέτως στοχεύει σε μια πιο συναισθηματική πλευρά, δηλαδή να στήσει ένα σκηνικό και να παίξει με τα ανθρώπινα συναισθήματα. Για παράδειγμα, να προκαλέσει ένταση και έπειτα η ένταση αυτή να κοπάσει, έτσι ώστε να παρέχεται μια συναισθηματική απόκριση στον ακροατή. Γενικά η μουσική των AATT βασίζεται στους στίχους και η μελωδία λειτουργεί παράλληλα, αν όχι ελαφρά πίσω από τις λέξεις, όπως λέω ότι ένα soundtrack δρα στον κινηματογράφο».
Πώς έχετε δει τους εαυτούς σας να αλλάζουν μέσα απ’ τις δεκαετίες; Τι γνώμη έχετε για τον 21ο αιώνα από μουσικής άποψης και γενικά; Σε μένα προσωπικά μοιάζει ο κόσμος να εξελίσσεται ανάποδα, σαν η πρόοδος να πηγαίνει προς τα πίσω... Πιστεύετε ότι ισχύει αυτό που οι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν, ότι τα παλιά χρόνια ήταν και καλύτερα;
Simon Huw Jones – «Βαριέμαι τον τρόπο που η μουσική παρουσιάζεται σήμερα, οπότε και αγνοώ το μεγαλύτερο μέρος της... εννοώ τα ΜΜΕ και το marketing. Μου φαίνεται ότι κάποιοι πολύ μέτριοι μουσικοί και συγκροτήματα παίρνουν διαστάσεις πολύ υπεράνω του αναστήματός τους και μας τους εμφυτεύουν στο μυαλό. Είναι προφανές ότι αυτό συμβαίνει περισσότερο για τις ανάγκες της βιομηχανίας παρά για το όφελος των συγκροτημάτων από την έκθεση στα Μέσα – και δεν νομίζω ότι τα πράγματα ήταν τόσο κυνικά στο παρελθόν. Δεν νομίζω ότι οι «καλλιτέχνες» είναι λιγότερο δημιουργικοί, εφευρετικοί ή δεξιοτέχνες, παρόλα αυτά. Κατά την άποψή μου φταίει η βιομηχανία. Τώρα η “pop” μουσική είναι κάτι διαφορετικό. Δεν έχω ακούσει ένα καλό pop τραγούδι εδώ και χρόνια – ίσως επειδή δεν ακούω τις σωστές ραδιοφωνικές εκπομπές ή επειδή δεν πηγαίνω πια στις ντίσκο ή πολύ απλά επειδή είναι όλα χάλια».
Justin Jones – «Το παρελθόν ήταν μάλλον υγιέστερο από πολλές απόψεις, καθώς οι υποδομές λειτουργούσαν αρκετά καλά. Υπήρχε ένας ζωντανός μουσικός Τύπος, ο οποίος πληροφορούσε, ο κόσμος άκουγε ραδιόφωνο και μετά πήγαινε στο κοντινότερο δισκοπωλείο και αγόραζε τον δίσκο. Απλό. Παρόλα αυτά, τα πράγματα προχωρούν και μ’ αρέσει ο τρόπος που το διαδίκτυο, ενώ είναι υπεύθυνο για την καταστροφή της μουσικής «βιομηχανίας», εργάζεται για να προωθήσει τους μουσικούς – όπως όλοι γνωρίζουμε. Το πραγματικό περιεχόμενο της μουσικής είναι από μόνο του ένα άλλο πρόβλημα. Ενώ πιστεύω πως η συνολική ικανότητα των νεότερων μουσικών έχει βελτιωθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της ζωής μου, δεν είμαι σίγουρος αν το «κίνητρο» είναι πια όσο «αληθινό» ήταν».
Μετά τα γεγονότα στην Αθήνα από το Δεκέμβρη του 2008 και ύστερα και με όσα συμβαίνουν παράλληλα στον υπόλοιπο κόσμο, θα προτιμούσα να πάω να ζήσω απομονωμένη σε ένα χωριό μακριά από τα πάντα. Από την άλλη, μάλλον θα ήταν απλά ένας τρόπος διαφυγής απ’ την αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Εσείς ζείτε ακόμα στην εξοχή όταν δεν είστε σε περιοδεία; Αν ναι, την προτιμάτε από τη ζωή της πόλης, όλο το άγχος και ό,τι αυτό συνεπάγεται; Μπορεί κάποιος να απομονωθεί πραγματικά, σε μια εποχή που τα ΜΜΕ είναι κυριολεκτικά παντού;
Simon Huw Jones – «Εγώ μένω τώρα στο κέντρο της Γενεύης και ο Justin στο Λονδίνο, για σχεδόν δέκα χρόνια και οι δύο. Υπάρχουν πολλά που μου λείπουν από την εξοχή, αλλά υπάρχουν και πολλά που μ’ αρέσουν στη ζωή της πόλης. Νομίζω πως τώρα είναι καιρός να κοιτάξουμε (οι άνθρωποι) να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας, να προσπαθήσουμε να σπάσουμε αυτά τα φράγματα και να αρχίσουμε να βάζουμε μια τάξη σ’ αυτό το καταραμένο χάος όπου έχουμε οδηγήσει τους εαυτούς μας και τον κόσμο. Δεν είναι ώρα για φυγή. Μπορούμε πάντα να διαφεύγουμε στα όνειρα».