Πρωτοπόροι, οραματιστές και υπεύθυνοι για αριστουργηματικούς δίσκους, οι Βέλγοι Front 242 άνοιξαν πολλές πόρτες, που με τα χρόνια οδήγησαν στην άνθιση της ηλεκτρονικής και ΕΒΜ κουλτούρας. Σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής μα και αισθητικής, καταφτάνουν την Παρασκευή 6/2 στην Αθήνα για συναυλία στο Fuzz. Μέχρι τότε, να τι δήλωσε στο Avopolis ο τραγουδιστής και βασικός στιχουργός τους Jean-Luc De Meyer…
Έχουν περάσει δέκα χρόνια από την τελευταία live κυκλοφορία σας, το Re-Boot. Γιατί αποφασίσατε να κυκλοφορήσετε ένα ακόμα live άλμπουμ σε αυτή τη χρονική συγκυρία; Και γιατί, όπως ανακοινώθηκε, θελήσατε να εκδοθεί σε διπλή box set μορφή (με το ένα cd να περιέχει αδημοσίευτο υλικό) και σε μονό cd, αλλά με 4 κομμάτια σε εναλλακτικές εκτελέσεις, που δεν βρίσκονται στο διπλό box set;
«Αυτή τη στιγμή, βρίσκουμε τις «ζωντανές» συναυλίες μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα πλατφόρμα για να αναπτύξουμε το μουσικό μας πλάνο, από ένα παραφορτωμένο και καταθλιπτικό στούντιο άλμπουμ, φτιαγμένο για τη μουσική αγορά. Στο επερχόμενο Moments 1, διαρρυθμίσαμε όλα τα κομμάτια μας με μια εντελώς βιντάζ αίσθηση, κάτι για το οποίο πολλοί φαν αδημονούν. Βέβαια, οι βιντάζ ήχοι τυχαίνει να είναι και της μόδας για αρκετούς φίλους της ηλεκτρονικής μουσικής, γενικότερα. Σχετικά τώρα με την απόφαση των διαφορετικών του εκδοχών – μονό cd και διπλό box set – δεν έχω πρόβλημα να πω πως πρόκειται απλώς για μάρκετινγκ. Μια μέθοδο που προσφέρει στους υποψήφιους αγοραστές διαφορετικές επιλογές. Μάλλον βέβαια θα κυκλοφορήσουμε και επιπλέον versions αργότερα, on-line μόνο…».
Να περιμένουμε από το Moments 1 την ίδια θαυμάσια ηχητική ποιότητα που διέκρινε την καλοκαιρινή ιντερνετική σας κυκλοφορία “U-Men”/”I’m Rhythmus Bleiden”; Αλήθεια, πώς τα καταφέρατε στην περίπτωση της τελευταίας;
«Ναι, όλο το άλμπουμ θα διακρίνεται από αυτήν ακριβώς την αισθητική της συσχέτισης του αναλογικού ήχου με τα ζωντανά φωνητικά μέσα σε ένα είδος ισχυρού ενεργειακού πεδίου. Με τη χαρακτηριστική βέβαια αίσθηση «κρίσιμης κατάστασης», που είναι τυπική για τις συναυλίες των Front 242. Η ποιότητα βλέπεις των νέων αναλογικών τεχνολογιών (Moog, Evolver κτλ.) μας επιτρέπει να κρατήσουμε το παλιό πνεύμα στον σχεδιασμό του ήχου, αλλά δίνοντάς του μια μοντέρνα υφή και μια ακριβολόγα και κοφτερή συνάμα αντιπροσώπευση».
Στην επίσημη ιστοσελίδα σας περιγράφεστε ως «πατέρες της Electronic Body Music», ενός όρου τον οποίον βασικά εισήγατε με το άλμπουμ σας No Comments. Πολλά έχουν γραφτεί έκτοτε, για εσάς όμως ποια ήταν η καθοριστική διαφορά με ό,τι είχατε παρουσιάσει στην αμέσως προηγούμενη δουλειά σας, Geography, ώστε να δικαιολογεί την ανάγκη μιας νέας ηχητικής ταμπέλας;
«Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία διαφορά. Αλλά την εποχή κυκλοφορίας του No Comments, οι δημοσιογράφοι προσπαθούσαν να μας κατατάξουν κάπου και χρησιμοποιούσαν πολλά διαφορετικά ονόματα. Έτσι αποφασίσαμε να αυτοπροσδιοριστούμε κάπως και εφηύραμε το Electronic Body Music. Πλέον όμως προτιμούμε να λέμε ότι οι Front 242 κάνουν Front 242 μουσική».
Στις μέρες μας πολλές βελγικές μπάντες έχουν γνωρίσει παγκόσμια επιτυχία, πιο πολύ βέβαια στον pop/rock ήχο. Πίσω στα 1980s όμως, πόσο εύκολο ήταν για ένα συγκρότημα από τις Βρυξέλλες να γίνει δημοφιλές εκτός Βελγίου; Ή για να υπάρξει μια εταιρεία σαν την Alfa Matrix;
«Ήταν πολύ δύσκολο στα 1980s να υπάρξεις, ειδικά όταν η μηχανή της αγγλοσαξονικής βιομηχανίας ήταν τόσο ισχυρή και προσανατολισμένη στο να καταστήσει διάσημα τα αγγλικά και αμερικανικά rock groups. Θεωρώ ότι τα καταφέραμε γιατί, όπως και κάποιες Γερμανικές μπάντες των 1970s, διαθέταμε κάτι το ξεχωριστό, κάτι που οι άνθρωποι της βιομηχανίας δεν καταλάβαιναν, μα άρεσε στο κοινό – βοήθησε σημαντικά και το ότι πάντα ήμασταν μια μπάντα των συναυλιών. Έπρεπε να έρθουν τα 1990s ώστε να κατανοήσει η βιομηχανία τη δύναμη της ηλεκτρονικής μουσικής, και να διακριθούν διάφοροι DJs ή συγκροτήματα όπως οι Chemical Brothers, οι Underworld, ή οι Prodigy».
Αισθανθήκατε όμως ποτέ, ειδικά στα 1990s, πως ό,τι ξεκινήσατε ως dance/industrial πρωτοπόροι έγινε σε κάποιο σημείο τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσατε πια να το ακολουθήσετε;
«Από τη στιγμή που η μουσική βιομηχανία κατάλαβε τι δυνατότητες της άνοιγε η ηλεκτρονική μουσική δεν μπορούσε κανείς να κάνει τίποτα για να το σταματήσει. Εμείς απορροφηθήκαμε από τη Sony και αντί να κυνηγήσουμε τη δόξα και να ξεπουληθούμε κρατήσαμε την ακεραιότητά μας, αρνηθήκαμε την εμπορική εκδοχή που επιθυμούσε για μας η εταιρεία και γι’ αυτό…απορριφθήκαμε! Και ήταν δύσκολο να μείνεις χωρίς εταιρεία σε μια εποχή σκληρού ανταγωνισμού με πολλές θαυμάσιες μπάντες, που πίσω τους είχαν ικανούς παραγωγούς, σχεδιαστές, ατζέντες μάρκετινγκ κτλ. Αλλά στα zeros το σκηνικό άλλαξε και πάλι και ο κόσμος άρχισε να ξαναστρέφει το ενδιαφέρον του στον πυρήνα της ηλεκτρονικής μουσικής και το πώς ξεκίνησε».
Τι θυμάστε πιο έντονα από τις μέρες του Front By Front και την αναπάντεχη δημοτικότητα του “Headhunter”;
«Με θυμάμαι να δουλεύω στο στούντιο, μεταχειριζόμενος το “Headhunter” σαν κάθε άλλο τραγούδι του άλμπουμ, γιατί εκείνα τα χρόνια οι δίσκοι μας είχαν συνολικό concept. Δεν είχαμε ιδέα ότι θα γινόταν η εναλλακτική επιτυχία που τελικά έγινε…».
Περιμένετε κάτι το ιδιαίτερο από την εμφάνισή σας στην Ελλάδα;
«Ναι, γιατί ξέρουμε πως υπάρχει μια δυνατή goth/EBM σκηνή στην Αθήνα, όπως και πολλοί φίλοι της ηλεκτρονικής και της dance μουσικής. Ελπίζουμε έτσι να έχουμε ένα μικτό ακροατήριο, καθώς σκοπεύουμε να δώσουμε ένα πολύ δυνατό σόου, τόσο ηχητικά, όσο και από πλευράς εικόνας».