Η Lydia Lunch έχει βαθιά και έντονη φωνή. Ακόμα και με την πρώτη φράση της σου δίνει να καταλάβεις πόσο πληθωρική και παθιασμένη είναι. Όταν δε αρχίζει και λέει τα πράγματα έξω απ’ τα δόντια, ο χειμαρρώδης λόγος της σου εγγυάται ότι έπεται μια πολύ απολαυστική συνομιλία. Με αφορμή την εμφάνιση της αυτή την Πέμπτη στην Αθήνα,, στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, την εντοπίσαμε κάπου στην Πολωνία και αποσπάσαμε απαντήσεις χωρίς φόβο και πάθος από μια γυναίκα που δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν φοβάται τίποτα…
Μία από τις βασικές αρχές που φαίνεται να διαποτίζει το ευρύ φάσμα της καλλιτεχνικής σου έκφρασης είναι η ανάγκη για προσεκτική μελέτη του εαυτού μας με σκοπό την βαθύτερη κατανόηση του γιατί κάνουμε όσα κάνουμε. Πόσο σημαντικό έχει σταθεί το συγκεκριμένο κεφάλαιο στη ζωή σου και, ξέχωρα από αυτό, ποιες άλλες βασικές υπαρξιακές συνιστώσες προσπαθείς να αναλύσεις μέσα από τον λόγο σου;
«Οι άνθρωποι αλλοιώνονται ήδη από όταν είναι παιδιά. Από μικρή ηλικία αρχίζει ο ύπουλος διαχωρισμός στους ρόλους των δύο φύλων. Τα κορίτσια μαθαίνουν να είναι χαμογελαστά και υπάκουα, τα αγόρια να είναι σκληρά και να μην κλαίνε. Όλα αυτά τα στερεοτυπικά κατακάθια, που οδηγούν σε καταπίεση κι ενοχοποίηση των συναισθημάτων, σε καλούπωμα συμπεριφορών. Εγώ, για παράδειγμα, είχα πάντα ένα πάθος βίαιο, ανεξέλεγκτο. Και κάπως έτσι, μαθαίνεις να ζεις μες στον φόβο, να αποφεύγεις να διαχειρίζεσαι τα συναισθήματά σου. Αυτό λοιπόν που πρέπει να μάθουμε είναι να αντικρίζουμε τις συμπεριφορές μας, τον αντίκτυπό τους, να δρούμε και οχι να αντιδρούμε, να στήνουμε μικρές επαναστάσεις όποτε χρειαστεί. Γι’αυτό χρειάζεται να ψάχνουμε μέσα μας και να κατανοούμε όσο το δυνατόν καλύτερα τι είναι αυτό που μας οδηγεί στην εκάστοτε πράξη μας».
Ποια άλυτα υπαρξιακά σου θέματα έχεις προσπαθήσει να κατανοήσεις και να εντάξεις στις ζωντανές σου εμφανίσεις τα τελευταία χρόνια;
«Ό,τι αποκαλούμε υπαρξιακά θέματα τα αποδίδω κυρίως στο σύστημα, εκεί στρέφω την προσοχή μου. Όχι στον πλανήτη ως ενότητα, αλλά στο πολιτικοκοινωνικό σύστημα. Αυτό που εδραίωσε την πατριαρχία, τον καπιταλισμό και που μέσα από μια αιματοκυλισμένη επανάληψη της ιστορίας οδηγεί σε αλλεπάλληλους πολέμους. Ό,τι δίνει τη δύναμη σε ένα μικρό αριθμό ανθρώπων να έχουν τον πλήρη έλεγχο. Αλλά να πού οδηγεί αυτή η θλιβερή αλυσίδα: στην κραυγαλέα αποτυχία του καπιταλισμού, στην τραγελαφική παγκόσμια οικονομική κρίση των ημερών μας. Ζούμε μια ζωή καταπιεσμένη και εγκλωβισμένη σε γελοίες ανάγκες. Ολόκληρες γενιές προέδρων έχουν αναθρέψει μια Αμερική η οποία ζει και αναπνέει για να καταναλώνει. Ακόμα και την περίοδο όταν ο Βush διεξήγαγε τον πόλεμο στο Ιράκ, ενθάρρυνε τον κόσμο να πάει για ψώνια. Μόνο έτσι μπορούσε να καθησυχάσει τον αμερικανικό λαό, λέγοντάς του να πάει για ψώνια...».
Ποιο από τα δύο, ο φόβος ή ο θυμός, μπορεί να αποτελέσει αυθεντική πηγή έμπνευσης; Ποιο από τα δύο συναισθήματα έχει μεγαλύτερη ένταση; Ποιο προσφέρει μεγαλύτερα ερεθίσματα για δράση στους ανθρώπους; Και πώς έχει επηρεάσει το καθένα τη ζωή και το έργο σου;
«Δεν φοβάμαι τίποτα! Ο φόβος είναι πλασματικό συναίσθημα. Έχει καλλιεργηθεί ειδικά σε μας τις γυναίκες επί αιώνες και συνεχίζει να καλλιεργείται σε όλο το ανθρώπινο είδος, προκαλώντας πολέμους και πλήθος άλλων δεινών. Ο θυμός από την άλλη, είναι πολύ υγιής ως συναίσθημα και πρέπει να εξωτερικεύεται, αρκεί όμως ο φορέας του θυμού να ξέρει ποιος είναι ο στόχος, να έχει δηλαδή πλήρη επίγνωση της κατεύθυνσης του θυμού του. Να γνωρίζει ποιος προκαλεί την οργή του και όχι να εκτοξεύει τα απωθημένα του στο επόμενο θύμα στη σειρά, με αποτέλεσμα να ανακυκλώνεται μια σειρά συναισθημάτων, χωρίς να βρίσκουν τον πραγματικό τους στόχο. Μοιάζει με αγώνα ποδοσφαίρου, όπου ο καθένας δίνει στον άλλο τη μπάλα, γιατί δεν ξέρει τι άλλο να κάνει».
(Γέλια)
«Χαίρομαι που γελάς, πρέπει να γελάμε, οι άνθρωποι χρειάζεται να γελάνε γαμώτο, με όποιο αδέξιο τρόπο μπορούνε».
Νιώθεις πως η τέχνη λειτουργεί συχνά ως υποκατάστατο της μνήμης, ως ένα μέσο που επαναφέρει και αναπαράγει συναισθήματα και βιώματά μας; Και, αν το πάμε ακόμα παραπέρα, είναι γι’αυτό το λόγο ένα μέσο αναπαραγωγής της πραγματικότητας;
«Χμμ, ωραία ερώτηση και είναι αυτό ουσιαστικά με το οποίο καταπιάνεται και η παράσταση που παρουσιάζω αυτό τον καιρό, το “Ghosts Of Spain”. Ασχολείται με την αμνησία την οποία προκαλεί ο πόλεμος στο συλλογικό ασυνείδητο, την απώθηση της τραυματικής μνήμης. Στο “Ghosts Of Spain” λέμε τραγούδια στο φάντασμα, στους εραστές της λησμονιάς. Τα τελευταία χρόνια μένω στην Ισπανία, που πάντα ζει με το φάντασμα του Εμφυλίου της, ένα ευαίσθητο θέμα για τη χώρα. Σε κάθε γωνιά της όμως βλέπεις πως η ιστορική μνήμη είναι έκδηλη, τη συναντάς στην αρχιτεκτονική, στους τοίχους που είναι τοίχοι φτιαγμένοι από ματωμένα τουβλα, στους ανθρώπους οι οποίοι την κουβαλάνε μέσα τους. Γι’ αυτό λοιπόν δεν θέλω να ξεχνώ, επιλέγω να θυμάμαι, θέλω να θυμάμαι. Χαίρομαι που το DNA μας αντιλαμβάνεται και παραδέχεται, για το ότι η συλλογική μου μνήμη αρνείται τη λησμονιά, γι’ αυτό και ό,τι κάνω δεν είναι μια μορφή διασκέδασης, είναι ένα μουσικό μήνυμα».
Μιλώντας λοιπόν για την πολιτική, έχεις συχνά αναφερθεί στη σχέση μεταξύ πολιτικής και σεξουαλικότητας στην εποχή μας...
«Ναι, υπάρχει μια σαφέστατη «πολιτική» σχέση μεταξύ της πολιτικής και της σεξουαλικότητας. Και γι’ αυτό τον σκοπό καταλληλότερο μέσο θεωρούμαστε εμείς οι γυναίκες. Χρησιμοποιούμε την εικόνα μας για να πουλήσουμε τα πάντα. Πάρε παράδειγμα τις ταινίες και το πόσο μη ρεαλιστικές εικόνες σεξ προβάλλουν, σκηνές πλαστικής τελειότητας, χωρίς ψεγάδι. Μιλάμε για το εμπόριο της τέλειας εικόνας. Και εκτός αυτού η πολιτική καλλιεργεί τα ταμπού, τα οποία ξεθωριάζουν την ικανοποίηση που μπορεί να αντληθεί απ’το σεξ, την απελευθερωτική του δύναμη και κλέβουν την ανθρώπινη δυναμική πάνω στο σεξουαλικό κομμάτι».
Έχεις αποκαλέσει στο παρελθόν τις φεμινίστριες λογοκριτές αλλά με άλλο όνομα... Τι είναι αυτό που πιστεύεις ότι φοβούνται οι σεξιστές και οι φεμινίστριες στο ανθρώπινο σεξουαλικό κομμάτι και δείχνουν να καλλιεργούν τον φόβο και τη ντροπή;
«Και οι δυο τους είναι λογοκριτές, ο καθένας εξυπηρετώντας το δικό του στρατόπεδο. Και οι δυο χρησιμοποιούν την πόλωση, ενώ το ζητούμενο είναι η συζήτηση. Η συζήτηση για την άρση των ταμπού, για την αναγνώριση των προσωπικών μας φετίχ, επιθυμιών και εμμονών. Με την πολικότητα και την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα η βία αναπαράγεται, και αυτό είναι που επιδιώκουν και οι δυο ομάδες, μια συνεχή σύγκρουση μεταξύ των φύλων, όχι αμοιβαία κατανόηση. Έτσι γίνεται πολύ δύσκολο μέσα στις σχέσεις να εκφράσουν και να προβάλλουν οι ανθρωποι ανοιχτά τις σεξουαλικές τους επιθυμίες».
Πριν ένα χρόνο, κυκλοφόρησε το ΕP της συνεργασίας σας με τον Omar Rodriguez Lopez (των Mars Volta), όπου βλέπουμε τη σύμπνοια ενός εξαιρετικού μουσικού μυαλού με την αποστομωτική σου γραφή, ένα πολύ ταιριαστό αποτέλεσμα. Τι θυμάσαι από αυτή τη συνεργασία;
«Τους λατρεύω! Την αγαπώ αυτή τη μπάντα! Γνωριστήκαμε τυχαία στη Νέα Υόρκη και υπήρξε άμεση ταύτιση και μια φοβερή επικοινωνία μέσα από ποια, δεν ξέρω κι εγώ, εγκεφαλικά κανάλια (γέλια!). Ηταν μαγικό, ο Omar είναι καταπληκτικός μουσικός, ευθύς αμέσως κατάλαβε ο ένας τον άλλο και η συνεργασία μας ήταν άψογη, μια απ’τις καλύτερες μουσικές μου συμπράξεις».
Έχεις ζήσει στη Νέα Υόρκη μιας άλλης, πολύ διαφορετικής εποχής, διάγοντας έναν ομολογουμένως ταραχώδη βίο. Μετά από μια πολύ έντονη και πλούσια καλλιτεχνική και προσωπική πορεία, βρίσκεσαι σήμερα εδώ, δίνοντας την εντύπωση ότι έχεις κάνει άπειρες βουτιές στο χάος, χωρίς όμως ποτέ να πνιγείς. Είναι αυτός ο τρόπος που σε βοήθησε να κρατηθείς στην «επιφάνεια»;
«Ναι, ακριβώς έτσι θα περιέγραφα κι εγώ τον δρόμο που ακολούθησα. Πάντα φλέρταρα με την τρέλα γιατί ήξερα ότι κάπου εκεί θα έβρισκα το δρόμο προς τη λογική. Η παράνοια ήταν το αντίβαρό μου, ο τρόπος για να βρίσκω την ισορροπία. Ήξερα πολύ καλά ότι, όσο χαμηλά και να πέσω, το έκανα συνείδητα για να ξαναβρώ το ένστικτο της επαναφοράς».
Και για το “Ghosts Of Spain”, την performance που παρουσιάζεις αυτό τον καιρό και την οποία θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στην Αθήνα, ποια στοιχεία κλειδιά θα μας έδινες;
«Το “Ghosts Of Spain” αντλεί έμπνευση απ’ το τωρινό μου περιβάλλον, την Ισπανία όπου και μένω, ασχολείται με έννοιες όπως ο σουρεαλισμός, η καταδίωξη, η ανάκαμψη, η τρέλα και η λογική. Θα παρουσιάσω ένα σόλο σόου με λόγο και μουσική, με μια σειρά διαφορετικών φωτογραφιών, οι οποίες θα προβάλλονται σε κάθε τραγούδι. Η φωτογραφία εξάλλου είναι κάτι με το οποίο ασχολούμαι 20 χρόνια και είναι κάτι που αγαπώ με το ίδιο πάθος που αγαπώ τα βιβλία, για παράδειγμα».