Η ιστορία λέει ότι όταν ο Νιγηριανός περκασιονίστας Tony Allen εγκατέλειψε τη μπάντα τού Fela Kuti, ο τελευταίος αναγκάστηκε να πάρει στη θέση του τέσσερις μουσικούς. Μάλιστα κάποια στιγμή ο ίδιος ο Fela ομολόγησε ότι χωρίς τον Allen ίσως και να μην είχε αναπτυχθεί το afrobeat. Ο Brian Eno, πάλι, τον θεωρεί τον πιο σπουδαίο ντράμερ των τελευταίων 50 χρόνων και ο κατάλογος των επευφημιών και των βραβείων συνεχίζεται σε μία αξιοζήλευτη πορεία που μετράει ήδη 45 χρόνια περίπου. Από τα 30 άλμπουμ που ηχογράφησε με τον Fela Kuti και τους Koola Lobitos (αργότερα Africa ’70), τις 15 προσωπικές δουλειές και τις αναρίθμητες – και πολυποίκιλες συνεργασίες του – ο Allen κρατάει ολοζώντανο μέσα του τον ηλεκτρισμό και την ενέργεια της μουσικής, μιας μουσικής δίχως σύνορα που αποτελεί και το βασικότερο λόγο της ύπαρξής του. Ας ξεδιπλώσουμε μαζί του, λοιπόν, μια ιστορία με αρώματα afrobeat, πολιτικής, Fela Kuti, Damon Albarn και βέβαια της επερχόμενης αθηναϊκής του εμφάνισης, στο Fuzz στις 22 Νοεμβρίου. Οι εντυπώσεις δικές σας...

Σε μία πορεία 50 χρόνων περίπου έχετε κατακτήσει έναν σημαντικό και αξιοσέβαστο ρόλο στην ιστορία της μουσικής. Πώς αισθάνεστε και τι απαντάτε όταν σας χαρακτηρίζουν έναν ή και τον πιο σημαντικό περκασιονίστα σε ολόκληρο τον κόσμο;
«Έχω προσπαθήσει στ’ αλήθεια πολύ και με δυσκολία να διατηρήσω μία «ποιότητα» στον τρόπο που παίζω και φυσικά σε όλες τις δουλειές στις οποίες έχω κατά καιρούς συμμετάσχει. Δεν αρέσκομαι σε τέτοιους «βασιλικούς» τίτλους του τύπου «ο καλύτερος ντράμερ». Και δε νομίζω, εξάλλου, ότι είμαι. Όλα αυτά τα χρόνια έχω παίξει με καταπληκτικούς μουσικούς και με το να στέκεσαι δίπλα σε αυτούς οφείλεις, αν μη τι άλλο, να δίνεις καθημερινά τον καλύτερό σου εαυτό».

Τα τελευταία χρόνια το afrobeat δείχνει κάποια σημάδια μορφοποίησης ενός «θηρίου δίχως ταυτότητα». Ποιες είναι οι σκέψεις σας γύρω απ’ αυτό το γεγονός;
«Στην αρχή το afrobeat ξεκίνησε ως ένα μέσο προσωπικής έκφρασης και φωνής-ξεσπάσματος προς τον υπόλοιπο κόσμο για τις δυσκολίες και τις κακουχίες που αντιμετωπίζαμε καθημερινά στη Νιγηρία. Τη δεκαετία του 1970 ήταν ο μοναδικός τρόπος για να πολεμήσουμε την καταπίεση. Από τη στιγμή που το μουσικό αυτό είδος απέκτησε μία στερεή φόρμα, κατέκτησε τους εραστές της μουσικής σε κάθε γωνιά του κόσμου. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν εξαιρετικές νέες afrobeat μπάντες, οι οποίες συνεχίζουν να εξαπλώνουν τη μουσική αλλά και τη δύναμη της λέξης».

Αν είχατε να περιγράψετε με μία λέξη ή μια φράση την ουσία του afrobeat, τι θα λέγατε;
«Afrobeat είναι η ψυχή, ο τρόπος να ασκούμε πολιτική και ο τρόπος να γκρουβάρουμε τον κόσμο».

Μετά από τόσα χρόνια τι διατηρείτε μέσα σας από την ιδιάζουσα προσωπικότητα του Fela Ransome Kuti;
«Ο Fela είναι ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά της αφρικανικής και ευρύτερα της world μουσικής. Σύμφωνα με όσα σας ανέφερα και πρωτύτερα, οι συνθήκες ζωής στο Lagos ήταν εξαιρετικά δύσκολες και αυτό που έκανε ο Fela ήταν να αξιοποιήσει το τεράστιο ταλέντο του, στην ουσία να φωνάξει ώστε όλοι να μάθουν τι γινόταν εκεί κάτω. Μάλιστα ίδρυσε και την Kalakuta Republic (ένα είδος κοινόβιου-κοινότητας με νοσοκομείο, στούντιο και σπίτια για όλους τους μουσικούς του, που κήρυξε επίσημα την ανεξαρτησία του από τη νιγηριανή κυβέρνηση στα 1970), της οποίας μέλη είμασταν όλοι. Σίγουρα υπήρχαν στιγμές μεγάλων διαφωνιών, όμως το μεγαλύτερο μέρος αφορούσε στη μουσική (κάναμε καθημερινά πρόβες για παραπάνω από 6 ώρες δίχως διάλειμμα). Αυτό που έγινα και είμαι σήμερα είναι εν μέρει αποτέλεσμα της γνωριμίας μου με το Fela».

Ποιο είναι το αγαπημένο σας προσωπικό άλμπουμ και γιατί;
«Αυτή είναι μία ερώτηση-παγίδα. Σε προσωπικό επίπεδο έχω απολαύσει όλες τις σόλο δουλειές μου και θα ήταν σίγουρα άδικο να αναφέρω μία από αυτές. Το Progress ίσως να είναι μία από τις καλύτερες στιγμές μου. Ήταν μία περίοδος της ζωής μου όπου βρισκόμουν σε μία απόλυτα χαλαρωτική κατάσταση του νου και αυτό αντανακλά σε μεγάλο βαθμό στο παίξιμό μου. Από την άλλη, το Black Voices (1999), είναι άλλο ένα αξιόλογο project και διασκεδάσαμε πολύ κατά τη διάρκεια της ηχογράφησής του».

Έχετε αναφέρει ότι ο Damon Albarn των Blur είναι ο πιο ταλαντούχος καλλιτέχνης που έχετε δουλέψει μαζί από την εποχή του Fela Kuti. Μιλήστε μας περισσότερο για αυτή την «απροσδόκητη» συνεργασία.
«Ο Damon έχει κυριολεκτικά έρωτα για τη μουσική. Η πνευματική του ευρύτητα είναι μοναδική και σίγουρα αποτελεί μία από τις καλύτερες και πιο συναρπαστικές συνεργασίες της ζωής μου. Όλη η μπάντα (The Good, The Bad and The Queen, δηλ. Damon Albarn, Paul Simonon, Simon Tong) ροκάρει με δύναμη και είναι άξιο θαυμασμού το πόσο σέβεται ο ένας τον άλλο. Ήταν σχεδόν μία μοναδική ισορροπία γι’ αυτό τον λόγο το αποτέλεσμα στέφθηκε με επιτυχία».

Πιστεύετε ότι έχει αλλάξει ο τρόπος που ο κόσμος ακούει και απολαμβάνει τη μουσική; Επηρεάζει σε κάποιο βαθμό τη δουλειά ή την έμπνευσή σας;
«Πάντοτε πίστευα ότι η μουσική είναι ένα είδος θεραπείας απέναντι στα καθημερινά προβλήματα. Η δύναμη της είναι ανεξήγητη και κάθε ανθρώπινο αυτί την «αιχμαλωτίζει» με διαφορετικό τρόπο. Προσωπικά, μέσω της μουσικής μου, πάντα προσπαθούσα να αφηγηθώ μία ιστορία και να κάνω τους ανθρώπους να χορεύουν. Τα τελευταία χρόνια η μουσική βιομηχανία έχει αλλάξει δραματικά και ο καθείς χρεώνει το φταίξιμο στην τεχνολογία. Κατά τη γνώμη μου το όποιο φταίξιμο συνεπάγεται με το γεγονός ότι δεν έχουμε τόσο καλή μουσική όσο παλαιότερα».

Υπάρχουν διάφορα group όπως Budos Band, Daktaris, Souljazz Orchestra κ.α., τα οποία υιοθετούν την «καρδιά» του afrobeat και δημιουργούν ένα προσωπικό στυλ. Είστε ανοιχτός σε συνεργασίες αυτού του είδους ή έχετε στρέψει το ενδιαφέρον σας σε διαφορετικούς ήχους;
«Θα προσέθετα κι άλλα συγκροτήματα, όπως τους Fanga ή τους Antibalas, που μαζί με όσα αναφέρατε εξακολουθούν να προωθούν τον afrobeat ήχο και στις νεότερες γενιές. Είμαι πάντα ανοιχτός σε μελλοντικές συνεργασίες με αυτές τις μπάντες καθώς και στο να τις μεταδώσω τη γνώση μου».

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Ίσως κάποιες νέες συνεργασίες-έκπληξη;
«Τώρα ηχογραφώ τη νέα μου δουλειά, που θα είναι έτοιμη γύρω στο 2009 – δείγματα της οποίας θα ακούσετε και στο live μου στην Αθήνα. Από την άλλη έχει ήδη ολοκληρωθεί ένα απίστευτο project, ένα παράξενο μείγμα hip hop, batucada και afrobeat με σημαντικούς μουσικούς όπως Madlib, J. Rocc και Joao Mamao, υπό τον τίτλο Brazilintime».

Δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεστε τη χώρα μας. Ποιες ήταν οι εμπειρίες σας από την προηγούμενη συναυλία σας στο πλαίσιο του Synch Festival στο Λαύριο; Τι να περιμένουμε από εσάς αυτή τη φορά;
«Θυμάμαι που ήμουν στην Αθήνα, στην πρώτη διοργάνωση του Synch Festival και πέρασα φανταστικά. Χαίρομαι για το ότι θα συναντήσω ξανά κάποιους από τους διοργανωτές που είχα συνεργαστεί και στο παρελθόν. Η τελευταία μου εμφάνιση στη χώρα σας ήταν μοναδική και το κοινό εξαίσιο. Ειλικρινά, αδημονώ να ξαναπαίξω στην Αθήνα!».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured