Στυλιανός Τζιρίτας

Το να πάρεις από έναν 59χρονο μουσικό συνέντευξη δεν είναι ακριβώς αυτό που ονομάζουμε απλό πράγμα. Ειδικά όταν αυτός έχει, αν όχι δυσθεώρητο (καλλιτεχνικό) ύψος, στα σίγουρα πάντως ένα καθαρόαιμο «μυθολογικό» στοιχείο να τον ακολουθεί. Τι να τον (πρωτο)ρωτήσεις; Πώς να μη γίνεις βαρετός σε αυτά στα οποία ζητάς απάντηση; Αυτό δεν σημαίνει ότι λιγοψύχησα (πόσο μάλλον σκέφτηκα για δεύτερη φορά) όταν μου απευθύνθηκε η ερώτηση για το αν θέλω να πάρω συνέντευξη από τον Glenn Tipton. Η αντίδραση μου ήταν σε μορφή ρητορικού ερωτήματος: «Αυτόν που μαζί με τον ξανθομάλλη K.K. Downing (τι στιβαρό όνομα για έναν τέτοιο ρόλο παρεμπιπτόντως) αποτέλεσαν το αρχετυπικό δίδυμο χτυπήματος και ξεσπάσματος πάνω στη σκηνή; Αυτούς δηλαδή που όρισαν το headbanging ως μορφή έκφρασης και πλούτισαν τους εξασκούντες σιάτσου και λοιπάς τέχνες; Αυτούς που προσέφεραν στιγμές όπως το RockaRolla (1976), Sad Wings of Destiny (1977), British Steel (1980) και Painkiller (1992);». Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα ήταν ένα ξερόμπητο «ναι, αυτόν» και εννοείται ότι η αφορμή ήταν η κυκλοφορία του νέου δίσκου των Judas Priest, Nostradamus. Ναι, φυσικά και είχε δικό του καμαρίνι ο Tipton πίσω από τη σκηνή του Rockwave, όπου οι Judas Priest έπαιξαν το καλοκαίρι. Ναι, φυσικά και φορούσε απλά casual ρούχα – μία βερμούδα και ένα απλό (χωρίς νεκροκεφαλές κλπ.) t-shirt χρώματος ροδακινί. Γιατί, όσο και αν θέλουμε να φανταζόμαστε τους ήρωές μας πνιγμένους μέσα στις εμμονές που αμολάνε πάνω στη σκηνή, το σίγουρο είναι ότι μιλάμε για ρόλους. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο σχεδόν 60 χρονών (και μάλιστα Άγγλο). Τσάι και ευγένεια στην προσέγγιση του και ένας καναπές για προσεδάφιση και η κουβέντα ξεκινάει…

 

Επιτρέπεται να έχω τρακ κύριε Tipton;
«Δεν υπάρχει λόγος! Μια συζήτηση θα κάνουμε. Δεν ήρθες σε κάποιο ναό στο Θιβέτ (γέλια!)».

Από την άλλη ξέρετε όμως ότι είσαστε μία φιγούρα στα όρια του μυθικού για τον σκληρό ήχο, παγκοσμίως.
«Ευχαριστώ… Και εσένα αλλά και οποιονδήποτε αισθάνεται έτσι. Αν και τα παραλές…Απλά οι Judas Priest έγιναν ένα επιτυχημένο συγκρότημα».

Ναι, αλλά από αυτούς επίσης οι οποίοι όρισαν το ιδίωμα του heavy metal. Και όχι μόνο ηχητικά, αλλά και στιλιστικά.
«Έπρεπε κάπως να ξεχωρίσουμε. Όσο βαδίζαμε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η ανάγκη γινόταν όλο και πιο επιτακτική. Κάπου κοντά στην εποχή του Stained Glass (σ.σ. 1978) οριστικοποιήθηκε όλο αυτό το image με το δέρμα να έχει κύριο λόγο. Η περίφημη κίνηση συντονισμένης έντασης πάνω στο ρυθμό της σύνθεσης του δίδυμου K.K. Downing/Glenn Tipton επί σκηνής τότε ακριβώς εφευρέθηκε. Ή μάλλον δεν νομίζω ότι εφευρέθηκε ακριβώς. Όπως όταν παίζεις με πετάλι wah-wah και ασυναίσθητα το στόμα σου ανοιγοκλείνει επειδή μοιάζει ο ήχος με ένα στόμα που σχεδόν χασμουριέται αλλά και βρυχάται ταυτόχρονα, έτσι έγινε και με την κίνηση του headbanging. Όταν ακούγαμε τους εαυτούς μας να παίζουν κινούμασταν και εγώ και ο Kenneth (σ.σ. το πραγματικό μικρό όνομα του K.K. Downing) ακολουθώντας τη ρυθμική βάση των ακόρντων. Δεν θυμάμαι ποιος πρότεινε πρώτος να το κάνουμε δίπλα-δίπλα πάνω στη σκηνή. Μπορεί να έγινε και επί σκηνής, να το σχολιάσαμε θετικά καθώς κατεβήκαμε και απλά να αποφασίσαμε να το ξανακάνουμε. Έχουν περάσει τόσα χρόνια, που πραγματικά μου είναι δύσκολο να θυμάμαι…(Χαμογελάει…)».

Τι άφησαν όλα αυτά τα χρόνια στη μνήμη σας;
«Αυτοεκτίμηση, ασφαλές εισόδημα, κριτικό μάτι, λάθη – τρομακτικά λάθη – καλούς φίλους»

Με εντυπωσιάζει που η αυτοεκτίμηση μπήκε πρώτη, θα μπορούσε κάποιος να παρεξηγήσει την αρχειοθέτηση σας…
«Γιατί; Αισθάνομαι περήφανος που ανήκω σε αυτή τη μπάντα και που μαζί με αυτούς τους σπουδαίους τύπους έχουμε φτιάξει ό,τι ονομάζουμε Judas Priest».

 

Σαφώς και κανείς δεν μπορεί να πει το αντίθετο. Η επιτυχία σας – εμπορική και καλλιτεχνική – είναι αναμφισβήτητη. Κάτω όμως από όλο αυτό το βάρος που φέρει το όνομα Judas Priest, τις υποχρεώσεις τις οποίες δημιουργεί (συνεχείς περιοδείες, ηχογραφήσεις) πώς ξεκουράζεστε;
«Είμαι Άγγλος αγαπητέ μου! Αποτραβιέμαι με την οικογένεια μου στην όμορφη φάρμα την οποία έχω στα West Midlands και απλά σβαρνίζω και καλλιεργώ τα λουλούδια μας, περιποιούμαι τα άλογα μας και όλα αυτά!».

Θα μπορούσε να το κάνει και ένας Αμερικάνος με αυτόν τον τρόπο, γιατί επισημαίνετε την καταγωγή σας;
«Όχι με τον τρόπο που τα κάνει ένας Άγγλος (γέλια!). Οι Αμερικάνοι δεν περιποιούνται κήπους. Αυτό είναι ευρωπαϊκό επίτευγμα και ειδικότερα αγγλικό».

Ο Νοστράδαμος λοιπόν ως ιδέα μέσα σε αυτή την πλάση πώς δημιουργήθηκε, όσον αφορά τουλάχιστον τη δική σας συμμετοχή στον δίσκο;
«Δίπλα στην ομορφιά υπάρχει και η ασχήμια. Αυτό δηλαδή που μπορεί να συμβεί σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα αν δεν προσέξουμε όσα έχει πει αυτός ο μεγάλος οραματιστής της Ευρώπης».

Νομίζω ότι το ευχαριστηθήκατε στην κατασκευή του αυτό το άλμπουμ.
«Ναι, βέβαια. Παίξαμε με πραγματικό κέφι».

Ίσως ακριβώς επειδή φοβόσαστε ότι είναι αλήθεια αυτή η εσχατολογική άποψη για τον πλανήτη μας…
«Το σίγουρο είναι ότι χαρήκαμε ο ένας την παρέα του άλλου στο στούντιο. Όπως και το κάνουμε και επί σκηνής. Ο Νοστράδαμος δεν ξέρω αν είχε φίλους. Πάντως μία δόση performance είχε στη ζωή του».

Σας ευχαριστώ. Ο Θεός να ευλογεί τις κιθάρες σας.
«Πολύ καλή ευχή! Σε ευχαριστώ κι εγώ». (σημ. αρχισυντάκτη: πας καλά Τζιρίτα;;!!)

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured