Δύο μέρες μονάχα απόμειναν μέχρι την άφιξη στη χώρα μας των Chicane, που μπορεί να μας συστήθηκαν στην καρδιά των 1990s με τους χορευτικούς, καλοκαιρινούς, κατευθείαν εισαγόμενους από την Ίμπιζα, ρυθμούς τους, αλλά σταδιακά στράφηκαν σε πιο πειραματικούς electro δρόμους. Ο δημιουργικός νους και αυτουργός της επιτυχίας τους, ο παραγωγός Nick Bracegirdle, δηλώνει πως στις μέρες μας «δεν υπάρχει πια dance αλλά electronica» και ανοίγει τα χαρτιά του, με ανάλαφρη - όπως ακριβώς και η μουσική του - διάθεση…
Το 1997 κυκλοφόρησε το πρώτο album των Chicane, Far From The Maddening Crowds, μια δουλειά που γνώρισε τεράστια επιτυχία χάρη στους up-tempo, καλοκαιρινούς της ρυθμούς. Ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα, έκανες ένα album εντελώς διαφορετικό, σαφώς πιο πειραματικό και περίπλοκο. Τι άλλαξε προοδευτικά ανάμεσα στους δύο αυτούς μουσικούς σταθμούς;
«Βασικά, δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα. Είναι λογικό να βαριέσαι καθώς περνάει ο καιρός και να αναζητάς καινούργιες προκλήσεις, να θέλεις να πειραματιστείς πάνω σε διαφορετικές ιδέες. Παρακολουθώντας συστηματικά τις μουσικές τάσεις στην Αγγλία τα τελευταία χρόνια, προέκυψε το Somersault, που είναι το αποτέλεσμα μιας μείξης indie rock και ambient, με βαθιές electro ρίζες».
Όπως έχεις δηλώσει και ο ίδιος στο παρελθόν, πολλοί εξακολουθούν να θεωρούν ότι είσαι απλά DJ και όχι συνθέτης ή τραγουδοποιός. Ποιος ρόλος πιστεύεις ότι σε εκφράζει περισσότερο τελικά;
«Είναι αλήθεια ότι στη συνείδηση των περισσοτέρων έχω συνδεθεί με την ιδιότητα του DJ. Στην πραγματικότητα όμως είμαι και τα δυο. Και τα δύο με εκφράζουν και εξαρτάται από τις δημιουργικές ανάγκες της εκάστοτε περιόδου το ποια πλευρά μου θα βγει στην επιφάνεια.Τον τελευταίο καιρό, για παράδειγμα, ασχολούμαι με πολλά club-dance projects. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποποιούμαι τη σύνθεση τραγουδιών, γιατί ουσιαστικά από εκεί προέρχομαι, αυτό είναι το μουσικό μου υπόβαθρο».
Ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές και ιδιαίτερες φωνές παγκοσμίως, όπως αυτές του Tom Jones και του Bryan Adams, έχουν «ντύσει» κάποια πολύ αναγνωρίσιμα κομμάτια σου. Ποιους άλλους καλλιτέχνες ξεχωρίζεις και θα ήθελες να συνεισφέρουν φωνητικά σε κάποιο επερχόμενο κομμάτι;
«Αυτή που ξεχωρίζω τόσο για τη φωνή της, όσο και για τη προσωπικότητά της είναι η Bjφrk. Η φωνή της είναι το κάτι άλλο και η ίδια είναι απλά τρελή, σαν και μένα δηλαδή, οπότε πιστεύω ότι θα συνεργαζόμασταν άψογα! (γέλια!)».
Όσον αφορά τη dance, υπάρχει μια ευρεία αντίληψη, ότι μάλλον είναι απλά μια «ελαφριά» μουσική, την οποία ακούς για να διασκεδάζεις και να περνάς ευχάριστα. Κατά πόσο ισχύει αυτό και κατά πόσο θα μπορούσε ένα τέτοιο είδος μουσικής να εξερευνήσει σε βάθος πιο σκοτεινές και διφορούμενες πτυχές της ανθρώπινης ζωής;
«Η dance είναι από τη φύση της ένα είδος μουσικής με συγκεκριμένες δυνατότητες και ορισμένους σκοπούς. Δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όριά της. Το να εξερευνήσει πιο σκοτεινές ενδόμυχες διαθέσεις είναι δύσκολο και μάλλον δεν είναι αυτός και ο ρόλος της. Το να προσπαθήσουμε να την κάνουμε κάτι άλλο από αυτό που είναι θα ήταν σαν να προσπαθούμε να μετατρέψουμε ένα αυτοκίνητο σε αεροπλάνο. Απλά δεν γίνεται. Και πέρα απ’όλα αυτά, ο όρος dance είναι πια λίγο άτοπος, γιατί αναφέρεται σε μια μουσική τάση των 1990s. Στις μέρες μας δεν υπάρχει πια dance αλλά electronica».
Έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του Somersault, ποια είναι τα άμεσα ή μακροπρόθεσμα μουσικά σου σχέδια;
«Αυτή τη στιγμή δουλεύω σ’ ένα κομμάτι που θα κυκλοφορήσει μέσα στους επόμενους μήνες και θα έχει τον τίτλο “Bruisewater”. Είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μου με τη Natasha Bedingfield και αποτελεί, στην ουσία, μίξη του δικού μου “Saltwater” (από το Behind The Sun του 2000) και του δικού της “I Bruise Easily”».
Πολύ σύντομα το ελληνικό κοινό θα σε υποδεχτεί για δύο συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Έχεις ξαναπαίξει στην Ελλάδα και ποιες σκέψεις ή προσδοκίες σου δημιουργεί αυτή η προ-συναυλιακή φάση;
«Έχω ξαναπαίξει στην Ελλάδα, πριν από 6 ή 7 χρόνια νομίζω. Ανυπομονώ να ξαναεμφανιστώ μπροστά στο ελληνικό κοινό. Είναι ανεπανάληπτη η αίσθηση του live, γι’αυτό δεν κάνω ιδιαίτερες σκέψεις, ούτε έχω συγκεκριμένες προσδοκίες. Ποτέ δεν ξέρεις πώς μπορεί να εξελιχθεί ένα live, παρά μόνο όταν είσαι εκεί. Γι’αυτό αφήνω τη στιγμή να κυριαρχήσει».