Η Ολλανδή τραγουδίστρια Traincha αποτελεί ένα νέο διαμαντάκι της Blue Note, που αρέσκεται να βουτάει βαθιά στα νερά της jazz και της pop. Με δύο δίσκους-αφιέρωμα στο έργο του σημαντικού συνθέτη Burt Bacharach (Look Of Love, Who’ll Speak For Love) μάς επισκέπτεται στην Αθήνα για δύο εμφανίσεις-έκπληξη μαζί με τον Βασιλικό των Raining Pleasure, 29 & 30 Μαρτίου στη σκηνή του Gazarte. Και μας αποκαλύπτει μερικές ενδιαφέρουσες πτυχές της ζωής της στην15λεπτη τηλεφωνική συνομιλία που είχαμε μαζί της…
Το όνομά σου Treintje Oosterhuis είναι κάπως δύσκολο στην προφορά του. Αλήθεια, το Traincha που πρόσφατα καθιέρωσες σημαίνει κάτι;
«(Γέλια!) Ναι, το καταλαβαίνω απόλυτα, πολλοί μου το έχουν επισημάνει, γι’ αυτό κι εγώ το άλλαξα με το Traincha, που είναι μία σύμπτυξη του ονόματός μου στα ολλανδικά. Αυτό είναι, όχι και τόσο μυστηριώδες, ε; (γέλια!)».
Ποια είναι τα παιδικά σου μουσικά ακούσματα και εκείνα τα οποία τελικά διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική σου ιδιοσυγκρασία;
«Από μικρή άκουγα πολύ soul, R’n’B, Stevie Wonder, Aretha Franklin και φυσικά Burt Bacharach. Αγαπούσα πολύ τα κομμάτια που ερμήνευαν θρυλικές μορφές, όπως η Dusty Springfield ή η Dionne Warwick, αλλά δεν ήξερα ότι ανήκαν στον Bucharach. Όταν το ανακάλυψα και έψαξα περισσότερο το έργο του, κατενθουσιάστηκα».
Από μέλος των Total Touch, ενός από τα πιο επιφανή ολλανδικά pop soul group των 1990s, ακολούθησες από το 2003 solo καριέρα, μάλιστα ιδιαίτερα παραγωγική και επιτυχημένη. Ποια ήταν η μουσική σου περιπέτεια κατά τη διάρκεια των δύο αυτών μουσικών επιλογών-διαδρομών;
«Στ’αλήθεια δεν υπήρξε ουδέποτε καμία περιπέτεια. Όλα κύλησαν απόλυτα φυσικά, γιατί και όταν είχαμε με τον αδελφό μου το σχήμα των Total Touch, εγώ πάντοτε πειραματιζόμουν με τη jazz και τη soul. Η μόνη διαφορά είναι ότι, παλαιότερα, με το group δεν ήμουν «εκτεθειμένη» τόσο σε άλλους συνθέτες, μιας και εμείς οι ίδιοι γράφαμε τη μουσική και τους στίχους. Τώρα, όμως, έχω τη δυνατότητα και νιώθω εξαιρετικά ευτυχής να συνεργάζομαι με διαφορετικούς και σπουδαίους μουσικούς».
Έχεις κυκλοφορήσει πέντε solo albums, όπου καταπιάνεσαι είτε με κομμάτια των Billie Holiday και George Gershwin, είτε κάνεις μία βουτιά στο πολύτιμο songbook του Stevie Wonder, ενώ στους δύο τελευταίους δίσκους αποτίεις φόρο τιμής στο έργο του Burt Bacharach. Πώς και αποφάσισες να δώσεις μία νέα πνοή στο διάσημο και σημαντικό αυτό ρεπερτόριο; Αποτέλεσαν κάποια στιγμή οι επιλογές σου αληθινό ρίσκο;
«Η αγάπη που είχα και εξακολουθώ να έχω για αυτούς τους σημαντικούς συνθέτες είναι η κύρια αφορμή για να καταπιαστώ με αυτό το δύσκολο, πολυαγαπημένο και πολυτραγουδισμένο υλικό. Από την άλλη, ουδέποτε επιδίωξα να γίνω η μούσα ή η διάδοχος των καλλιτέχνιδων οι οποίες σφράγισαν την πορεία τους μέσα από το έργο του Bacharach. Κάθε μία από αυτές αποτελεί ένα μοναδικό κεφάλαιο στην ιστορία της μουσικής και έτσι πρέπει να παραμείνει. Είναι παράλογο και ανώφελο κάποιος να επιθυμεί να τις διαδεχτεί. Eγώ προσεγγίζω τη μουσική και τα τραγούδια με την προσωπική μου ματιά, το ένστικτο και την αισθητική. Όταν ακούω ένα κομμάτι που μου αρέσει, ξεχνάω τα πάντα, όλες τις άλλες ερμηνείες, και δίνω το καλύτερο του εαυτού μου, εκείνο το οποίο αυθορμήτως εμπνέεται και ελπίζω να εμπνέει και τους άλλους γύρω μου. Δεν επιθυμώ να μιμηθώ κανέναν, γεγονός που εκτίμησε και ο ίδιος ο Bacharach σε μένα και με εμπιστεύτηκε. Κάπως έτσι δημιουργούμε μαζί κάτι από την αρχή, κάτι νέο, και εγώ και εκείνος».
Υπάρχει κάποιο είδος μουσικής που να ακούς περισσότερο τον τελευταίο καιρό; Μπορείς να μας αναφέρεις ορισμένους καλλιτέχνες που θαυμάζεις;
«Εκτός από αυτούς που σου ανέφερα προηγουμένως, μου αρέσουν πραγματικά καλλιτέχνες όπως John Mayer, Liz Wright (εκπληκτική φωνή!), Michael Bublé, James Taylor, Sting και τόσοι άλλοι! Γενικότερα ακούω πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής και δεν μένω προσηλωμένη κάπου».
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία έντονη τάση καλλιτέχνες, με ποικίλο μουσικό background, να καταπιάνονται με jazz projects. Πιστεύεις ότι υπάρχει μία (ανα)γέννηση της jazz; Πώς νιώθεις απέναντι σε κάτι τέτοιο;
«Πάνω και πέρα απ’ όλα αγκαλιάζω αυτή την τάση, καθώς δίνει, αν μη τι άλλο, μία γερή ώθηση σε αυτό που αποκαλείται «καλή μουσική». Δεν ξέρω αν μιλάμε για μία (ανα)γέννηση της jazz, αλλά πρόκειται για κάτι σημαντικό, σίγουρα ενδιαφέρον και πολύτιμο για όλους, μουσικούς και μη. Από την άλλη, εγώ δε θεωρώ τον εαυτό μου jazz τραγουδίστρια, αλλά τραγουδίστρια. Είμαι μία καλλιτέχνης που αγαπά τη jazz, soul, pop και αποτελεί για μένα πρόκληση να ασχολούμαι με songbooks τόσο σπουδαίων συνθετών».
Φέτος μία νεαρή καλλιτέχνης με ελληνο-ολλανδική καταγωγή, η Μαρία Μαρκεσίνη, κυκλοφόρησε ένα album-αφιέρωμα στο έργο ένος σημαντικού έλληνα jazz συνθέτη, του Μίμη Πλέσσα. Αλήθεια τη γνωρίζεις; Γνωρίζεις γενικά κάποιους άλλους Έλληνες καλλιτέχνες;
«Όχι, δυστυχώς δεν έχω ιδέα και γενικώς δεν γνωρίζω τίποτα από ελληνική μουσική. Είναι και πολύ δύσκολη η γλώσσα σας, όμως ευελπιστώ να μάθω κάποια πράγματα και να έχω την ευκαιρία να ακούσω ορισμένα δείγματα με την επίσκεψή μου στην Αθήνα».
Είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεσαι τη χώρα μας και μάλιστα με αφορμή την κυκλοφορία της νέας σου δουλειάς Who’ll Speak For Love-Burt Bacharach Songbook II, αλλά και μία live εμφάνιση με τον Βασιλικό των Raining Pleasure στη σκηνή του Gazarte στις 29 και 30 Μαρτίου. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία; Μπορείς να μας πεις και δυο λόγια για το νέο σου album;
«Βασικά είναι μία συνεργασία-έκπληξη και για μένα όσο και για εσάς. Είναι στ’ αλήθεια αστείο, καθώς δεν έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου τον Βασιλικό, όλα διαδραματίστηκαν μέσω των δισκογραφικών εταιρειών. Μία μέρα άκουσε τους δύο δίσκους μου με τον Bacharach και απ’ό, τι έμαθα του άρεσαν πολύ. Τα υπόλοιπα και τη κοινή μας live εμφάνιση τα ανέλαβαν οι εταιρείες μας. Πάντως έχω ακούσει τα καλύτερα για αυτόν και το συγκρότημά του και αναμένω κι εγώ με ανυπομονησία να δω πως θα κυλήσει το project, τί χημεία θα έχουμε. Είναι άλλη μία πρόκληση που με συναρπάζει. Τώρα, όσον αφορά τη νέα μου δισκογραφική δουλειά, δεν έχω λόγια να σας εκφράσω τα συναισθήματά μου. Ο Burt Bacharach είναι ένα τεράστιο και ανεξάντλητο κεφάλαιο της μουσικής. Είναι πολύ μεγάλη τιμή για μένα η συνεργασία μου με αυτόν τον ταλαντούχο και θαυμάσιο άνθρωπο και καλλιτέχνη, είναι κάτι που με ξεπερνάει. Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά έγραψε για μένα ένα κομμάτι, το ομώνυμο του album, μαζί με τον Tim Rice. Ειλικρινά δεν ξέρω τι να σας πω. Είχα επίσης την ευκαιρία να κάνω μία δεκαήμερη περιοδεία μαζί του στην Ιαπωνία, όπου όλα κύλησαν υπέροχα. Είναι τόσο γλυκός και γενναιόδωρος, τόσο δοτικός και ζωντανός, ξέρετε είναι μόλις 80 χρόνων! Είμαι ενθουσιασμένη, υπερήφανη και απίστευτα χαρούμενη».
Και κάτι τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό. Έχω διαβάσει ότι από το 2004 διατελείς μία από τις Ειδικές Αντιπροσώπους της UNICEF. Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας την εμπειρία σου και το αξιόλογο έργο που επιτελείται εκεί;
«Χαίρομαι πολύ που με ρωτάς για το έργο μου στη UNICEF. Ο ρόλος μου εκεί αποτελεί μεγάλη ευθύνη και συνάμα είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα να υπηρετώ ένα τόσο αξιοθαύμαστο σκοπό, με άλλα λόγια την εξασφάλιση ενός καλύτερου μέλλοντος για τα παιδιά όλου του κόσμου. Αποστολή μου είναι να ενεργοποιώ και να ευαισθητοποιώ τους ανθρώπους σε κάθε γωνιά του κόσμου για την οικονομική προπάντον στήριξη του έργου της UNICEF. Έχω συμμετάσχει σε πολλά ταξιδιωτικά project ανά τον κόσμο όπως Ρωσία, Μαρόκο, Μπενίν και ήδη στη χώρα μου προσπαθώ να βοηθήσω, όσο μπορώ περισσότερο, μέσω διαφόρων ντοκιμαντέρ, συνεντεύξεων, spots σε ραδιόφωνα και τηλεόρασεις, διαφημίσεις, shows και συγκεντρώσεις για παιδιά. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη - και με αυτό που κάνω μπαίνει ένα μικρό λιθαράκι, μικρό αλλά πιστεύω σημαντικό. Όλοι οφείλουμε να είμαστε γνώστες του έργου της UNICEF και να συνδράμουμε όπως και όσο μπορούμε. Είναι καλός σκοπός».