Οι LCD Soundsystem επιστρέφουν θριαμβευτικά και ο James Murphy δεν είναι «στραβωμένος» πια... [αναδημοσίευση από το Sonik Απριλίου]
Ο James Murphy έχει μόλις τελειώσει ξένοιαστος το απογευματινό pint του στο Μπρίστολ. Οι ιρλανδικές του ρίζες άλλωστε έχουν άρωμα ζύθου. Σκάβοντας βαθιά κάτω από το γενεαλογικό του δέντρο βρίσκεις τον αδερφό του τύπου που λάνσαρε την ομώνυμη μαύρη μπίρα. Το πολυαναμενόμενο δεύτερο album των LCD, Sound Of Silver, έχει κυκλοφορήσει στην Ευρώπη την προηγούμενη ημέρα. Οι κριτικές το έχουν υποδεχθεί, σχεδόν απονέμοντάς του τον τίτλο του album της χρονιάς, παρότι διανύουμε τον Μάρτιο. Είναι χαρούμενος, χωρίς το άγχος που τον έστελνε για 12 χρόνια δυο φορές την εβδομάδα σε ψυχοθεραπευτή, απολαμβάνει τα μικρά πράγματα, «όπως το να κάθομαι σε μια pub του 1500 και να πίνω, μπορεί αυτό να είναι μέρος της καθημερινής ρουτίνας για εσάς στην Ελλάδα, αλλά πραγματικά είναι το καλύτερο που μπορεί να μου συμβεί αυτή τη στιγμή».
MUSIC … DIE ANOTHER DAY
Η νέα χιλιετία μπήκε με αναβιωτικές rock διαθέσεις. Όμορφα αγόρια με ατημέλητες φράντζες, παραγωγοί που αγαπούσαν το post-punk, σχεδιαστές μόδας που έβρισκαν επιτέλους καινούριους rock δανδήδες για να λανσάρουν τις νέες κολεξιόν. Τα απρόσωπα ηλεκτρονικά 90’s έμπαιναν στο περιθώριο, η αντικατάστασή τους όμως δεν γινόταν με νεωτερισμό, αλλά με βουτιά στο παρελθόν. Όπως πάντα η Νέα Υόρκη θα έδινε τη λύση. Το cowbell του “House Of The Jealous Lovers” των Rapture από το 2002 έδινε τον τόνο. Στην παραγωγή η νεοσύστατη ομάδα DFA, δηλαδή ο, πρώην U.N.K.L.E., Tim Goldsworthy κι ένας μανιακός nerd από το Νιου Τζέρσεϊ, πρώην μέλος punk συγκροτημάτων όπως οι Falling Man, Pony και Speedking, ο James Murphy. Το side project του τελευταίου λέγεται LCD Soundsystem και ταΐζει τα underground clubs, βγάζοντας το ένα 12ιντσο μετά το άλλο. Οι λεξιπλάστες γραφιάδες τη καταβρίσκουν. Indietronica, punktronica, disco punk, dance punk και λοιπές πατέντες που δεν καλύπτουν ούτε σήμερα τον δημιουργό. «Καταλαβαίνω την αγωνία των δημοσιογράφων, αλλά εμένα δεν με νοιάζει σε ποιο ράφι του δισκοπωλείου θα με βρίσκετε. Δε με ενδιαφέρει αν αυτό θα λέγεται dance ή punk ή οτιδήποτε άλλο». Το ομώνυμο album-magnum opus κυκλοφορεί το 2005. Σχεδόν μουσικό «έτος μηδέν». Επιτέλους, παράγεται κάτι καινούριο έστω κι αν βασίζεται απόλυτα σε ρετρό στοιχεία. Στην τραχύτητα του post-punk που λέγαμε πριν, στον ηδονισμό που κληρονόμησε ο Larry Levan, στη μεγαλομανία των Can, στο παρανοϊκό χάος των Suicide, στο ηλεκτρονικό funk των Liquid Liquid, στη νεοκυματική σφραγίδα των Talking Heads, στην αφέλεια της electro-pop και την επιτήδευση του electroclash, στην ψηφιακή αποδοχή των Daft Punk. Στο punk παρελθόν του Murphy, στην άγνοιά του ότι κάνει (και) disco, στο πρώτο ecstasy που έφαγε στα 29 του. Αταίριαστα χρώματα, πεταμένα με μαεστρία σε έναν ηχητικό καμβά που παράγει το μεταμοντέρνο αριστούργημα που αναβάλλει το «τέλος της μουσικής». Τα ίδια στοιχεία συνθέτουν και το δεύτερο album των LCD Soundsystem. Το μυαλό του Murphy μοιάζει με ρινγκ. Ένας σπινταρισμένος πάνκης που γρονθοκοπεί με riffs έναν «καμένο» clubber που απαντά με ένα techno kick κ.ο.κ. Ποιος κερδίζει τελικά; «Ειλικρινά δεν ξέρω, μάλλον κανένας. Είναι φανερό ότι αυτές είναι οι κύριες επιρροές που υπάρχουν μέσα μου, αλλά όταν κάνω μουσική δεν τις ξεχωρίζω συνειδητά. Δε θεωρώ ότι κάνω rock, αλλά ούτε dance με τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται ο πολύς κόσμος. Είναι πάντως σίγουρα μουσική για να χορεύεις και να ξεσπάς. Οι άνθρωποι που καλλιτεχνικά με επηρέασαν περισσότερο είναι ο χορευτής Michael Clark, o Andy Warhol και ο Briιan Eno».
LOSING MY EDGE
Η κουβέντα αρχίζει να ρολάρει, έστω κι αν η τηλεφωνική σύνδεση δεν βοηθά προκαλώντας την απορία του Murphy για το αν βρίσκομαι σε αίθουσα γυμναστηρίου «or something?». Ένα τόσο επιδραστικό ντεμπούτο συνήθως στοιχειώνει αυτό που ακολουθεί, λένε τα κλισέ της rock μυθολογίας. Α, και από πού κι ως πού “Sound Of Silver”; «Είμαι πολύ ευχαριστημένος και καθόλου ανήσυχος για το νέο album. Του έδωσα αυτόν τον τίτλο γιατί πιστεύω πως το πρώτο ήταν αρκετά “ξύλινο” και νηφάλιο, αρκετά ασφαλές, αν είχε χρώμα θα ήταν μπεζ. Το Sound Of Silver είναι μεταλλικό, έχει χρώμα ασημί και glam αναφορές. Δεν θέλω να τα συγκρίνω μεταξύ τους, πρέπει να ιδωθούν ως σύντροφοι και όχι ως αντίπαλοι. Νομίζω, πάντως, ότι έγινε καλύτερη δουλειά στο στούντιο, είναι ένας δίσκος με περισσότερες λεπτομέρειες, πιο ελκυστικός για remix που θα λειτουργήσει πολύ καλά και στα live». Ο Murphy, λοιπόν, βάφει με φανταστικά χρώματα τους δίσκους του, αλλά και ξέρει να στήνει έξυπνα κόλπα μάρκετινγκ για να τους προμοτάρει, όσο και να λέει πως αποστρέφεται αυτές τις τακτικές. Στην κεντρική σελίδα του www.lcdsoundsystem.com απεικονίζεται ένα θερμόμετρο. Όταν το κλικάρεις σε καλεί «αν έχεις αποφασίσει οπωσδήποτε να αγοράσεις αυτόν τον δίσκο, να το κάνεις την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του για να μπει στο top 40» και μπλα μπλα... Τον ρωτάω πώς του ήρθε κάτι τέτοιο. Γελάει, λέει πως είναι ένα αστείο, αν και ομολογεί ότι θα χρησιμοποιούσε μια υψηλή θέση στα charts για να διεκδικήσει περισσότερο airtime στο αμερικάνικο ραδιόφωνο. «Μη νομίζεις ότι είναι καλύτερα τα πράγματα απ’ ό,τι στην Ευρώπη, παίζουν κι εδώ τις ίδιες pop και hip hop μαλακίες που προωθούν οι πολυεθνικές». Φοβάται μήπως χάσει την αιχμή του; Χρησιμοποιώ τον τίτλο του “Losing My Edge”, του κομματιού που έχτισε τον μύθο των LCD Soundsystem. Με τους εκπληκτικούς, μισανθρωπικούς αλά Fall, στίχους που περιγράφουν τη διαρκή αναζήτηση του hipness, που αποτελούν το απόλυτο soundtrack της «εναλλακτικής» αγωνίας του να είσαι μέρος της σκηνής, της subcultural «φιγούρας» του να βιώνεις πρώτος όσα πρόκειται να υιοθετήσουν αργότερα οι μάζες. «Είναι βλακείες αυτά, έχω μετανιώσει για τις εποχές που προσπαθούσα να τα τηρώ. Δεν μπορείς να είσαι μέρος καμίας “σκηνής” αν δεν μπαίνεις στην ουσία της. Είναι πολύ υποτιμητικό για έναν άνθρωπο να μάχεται για να είναι hip. Αυτό προσπάθησα να πω, έπαιξα το ρόλο ενός, κατά κάποιον τρόπο, ηχητικού κοινωνιολόγου κάνοντας αυτές τις παρατηρήσεις». Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν σταμάτησε να είναι ένας μανιώδης συλλέκτης άχρηστων πληροφοριών, ένας fan που έχει απίστευτες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για τα πράγματα που τον ενδιαφέρουν (από vintage καφετιέρες μέχρι ακυκλοφόρητα white labels). Δηλαδή, μια ιδανική περίπτωση αυτού που είμαστε όλοι οι εμμονοληπτικοί με την pop κουλτούρα. Ένας τύπος που πέρασε από το στάδιο του να την αποστηθίζει σε εκείνο του να τη διαμορφώνει. Να αγιάσει πάντως το στόμα του για την αναφορά «στα παιδιά με τη δανεική νοσταλγία για τα 80’s που δεν έζησαν». Ατάκα που θα μπορούσε να παγώσει μια για πάντα το παρατραβηγμένο αστείο με την αναβίωση των 80’s.
NO MORE MR. BAD GUY
Στιχουργικά, πάντως, το «ασημένιο» album στέκεται πολύ καλύτερα. Ίσως γιατί ασχολήθηκε περισσότερο με τις λέξεις, δεν περίμενε να τις σκαρφιστεί μέσα στο booth, τις άφησε να «ψηθούν» για μεγαλύτερο διάστημα απ’ όσο μεσολαβεί μεταξύ του πρωινού ξυπνήματος και της απογευματινής ηχογράφησης. Στα 37 του αναλαμβάνει να υπερασπιστεί τη νεοϋρκέζικη τιμή στο “North American Scum”, αρνείται πεισματικά τον εξευρωπαϊσμό της και συνεχίζει να στάζει ειρωνικά το δηλητήριό του. Έχει πει παλιότερα ότι του αρέσουν οι φήμες σχετικά με το rock, ότι «το κάνουν πιο ενδιαφέρον». Η φήμη που τον ακολουθεί μιλάει για έναν ξεροκέφαλο συνεργάτη, έναν μικρό δικτάτορα του στούντιο, έναν τύπο που δεν θέλεις να βρεθείς στο μάτι του δικού του κυκλώνα. Οι Rapture κάτι ξέρουν παραπάνω, δεν συγκατοικούν πια στη DFA, έστω κι αν οι σχέσεις τους έχουν αποκατασταθεί. «Ναι, είναι αλήθεια, είμαι πεισματάρης, ισχυρογνώμων, αλλά ξέρεις κάτι; Δεν γίνεται διαφορετικά. Έτσι χτίστηκε η DFA κι έτσι παραμένει ασυμβίβαστη. Κρατώντας την ανεξαρτησία της κι επιμένοντας πάνω σε αυτή. Πίστεψέ με, δεν ζούμε κάτι παραπάνω από μια σχετικά άνετη ζωή, αλλά είναι γαμάτο όταν ταυτόχρονα κάνεις αυτό που γουστάρεις». Προσπαθώ να τον τσιγκλίσω, θυμίζοντάς του την ιστορία των Καναδών Death From Above που αναγκάστηκαν να προσθέσουν το «1979» στο όνομά τους, για να μην μπλέκονται τα royalties, και αυτοί κήρυξαν «τζιχάντ στο εγωιστικό κάθαρμα που λέγεται James Murphy». Η εκστρατεία ήταν σύντομη, η καναδέζικη μπάντα πλέον δεν υφίσταται. Δεν τσιμπάει. «Ήταν νομικό θέμα των εταιρειών που πήρε δημοσιότητα. Δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν σε μεγαλύτερο label, αν εμείς δεν αλλάζαμε όνομα, κάτι που φυσικά δεν γινόταν. No big deal, άλλωστε με τον έναν από τους δύο είμαστε φίλοι» (σ.σ. εννοεί τον Jesse F. Keeler των MSTRKRFT). Αργότερα του ζητάω να μου πει κάποιον από τη μουσική βιομηχανία που σιχαίνεται. Αρνείται, μάλλον ο γάμος του ένα χρόνο πριν και το παιδί που περιμένει τον μαλάκωσαν. «Φίλε, είμαι σε τέλειο mood, δεν θέλω να πω τίποτα κακό για κανέναν». «Ναι, αλλά κάπως πρέπει να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας» του απαντώ και ξεσπάει σε γέλια. Περνάμε στους Daft Punk που επαίρεται ότι έπαιξε πρώτος στα rock kids του CBGB’S. Άραγε παίζουν ακόμα στο σπίτι του; «Ποτέ δεν το έκαναν» χαχανίζει, «σοβαρά τώρα, είναι πολύ αγαπημένοι μου. Όντως το Human After All μου φάνηκε κάπως βιαστικό, αλλά δεν πειράζει, τους αφήνω το περιθώριο να επανέλθουν». Άραγε, αισθάνεται καθόλου πατέρας του nu rave; Πιστεύει ότι το νέο trend γεννήθηκε στην DFA; «Δεν με απασχολεί. Δε με αφορούν αυτοί οι όροι και δεν βλέπω και τρομερή σχέση των συγκροτημάτων αυτών με την DFA. Ούτε εκείνοι το σκέφτονται, νομίζεις ότι οι Klaxons νοιάζονται για το αν τους αποκαλούν new ravers ή όχι;». Εγώ νομίζω πως ναι, αλλά δεν έχει σημασία. Μια εξαντλητική περιοδεία στις ΗΠΑ συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Και μετά Ευρώπη. Ελλάδα; «Θα το ήθελα πολύ, έχουν γίνει κάποιες συζητήσεις για το καλοκαίρι και θα δούμε», το παραλίγο λαβράκι βρίσκει τελευταία στιγμή την οριζόντια δοκό αφήνοντας, όμως, περιθώρια αισιοδοξίας. «Μέχρι να τα πούμε, τσεκάρετε τα νέα πράγματα που θα βγουν από το label. Νέες δουλειές από Juan McLean και Shit Robot, νέες cool μπάντες όπως οι Prinzhorn Dance School, πολλά remix». Και βέβαια την εκτυφλωτική λάμψη του ασημιού...