Σε ένα live λίγο πριν τις καλοκαιρινές διακοπές ένας φίλος μου πρότεινε με ενθουσιασμό να ακούσω το δίσκο μίας φρέσκιας στην εγχώρια σκηνή μουσικού που ήταν ό,τι καλύτερο είχε ακούσει τελευταία σύμφωνα με εκείνον. Έψαξα και αποθήκευσα επί τόπου το άλμπουμ, αλλά δεν είχα καταφέρει να πατήσω play μέχρι την επιστροφή από τα νησιά. Πράγματι, το πρώτο άκουσμα με «έπιασε» κατευθείαν: Καλογραμμένες indie pop συνθέσεις, χαρακτηριστικά φωνητικά που σου μένουν, τρυφεροί βιωματικοί στίχοι στα αγγλικά και όλα αυτά δοσμένα με μία DIY εκφραστική αμεσότητα που διαπερνάει τον ψηφιακό θόρυβο της εποχής και σε αναγκάζει να σταματήσεις το χρόνο για να συγκεντρωθείς στη μουσική.
Ο λόγος για την Dollmaker - κατά κόσμον Chloé-Marie Kikillus - η οποία μεγάλωσε και έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής, έπειτα έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τη Βαλένθια και μετά την πανδημία μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα απ’ όπου μετανάστευσαν οι πρόγονοι της για μία καλύτερη ζωή. Μόλις την άνοιξη κυκλοφόρησε το εξαιρετικό ντεμπούτο της In Freefall I Feel Like You και με αφορμή αυτό αλλά και το επικείμενο πρώτο live με τη μπάντα τις, συναντηθήκαμε ένα πρωινό αποκαλόκαιρου στο καφέ μίας πολύ ζωντανής πλατείας της Αθήνας για να συζητήσουμε για την ιστορία πίσω από τη δημιουργία του δίσκου, τη σχέση της με την εγχώρια σκηνή, τις ρίζες της και τη ζωτική ανάγκη να μεταβολίζει τις εμπειρίες της ζωή της σε μουσική έκφραση.
«Γεννήθηκα σε μια αρκετά μουσική οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν ένας σχετικά επιτυχημένος μουσικός / μουσικός δημοσιογράφος. Και πριν από αυτόν, ο παππούς μου ήταν πιανίστας της τζαζ. Πάντα μου άρεσε να φτιάχνω μουσική, το νιώθω σαν ένα πολύ φυσικό πράγμα για μένα. Η ανάγκη να μετατρέψω μία συναισθηματική περιπέτεια σε κάποιο τραγούδι συνέβαινε πάντα πολύ αβίαστα. Επομένως περίπου πέντε χρόνια πριν, όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, ξεκίνησα να φτιάχνω επίσημα μουσική ως Dollmaker. Αρχικά κυκλοφόρησα μερικά τραγούδια που έφτιαξα στο GarageBand, αλλά πολύ γρήγορα τα παράτησα γιατί η βασική προτεραιότητά μου ήταν να μεταναστεύσω από τη Νότια Αφρική. Και ένιωσα πως αν έπαιρνα στα σοβαρά μία μουσική καριέρα θα λειτουργούσε σαν αντιπερισπασμός. Τελικά κατάφερα να μετακομίσω στην Ισπανία, ξεκίνησα να διδάσκω αγγλικά αλλά παρέμενα εντελώς αποξενωμένη από την δημιουργική μου πλευρά. Και τότε εντελώς από τον πουθενά γνώρισα κάποιον που έκανε τη ζωή των ονείρων μου. Ήταν ακαδημαϊκός, έπαιζε σε μία μπάντα, σκηνοθετούσε καλλιτεχνικά φιλμ - και σκέφτηκα “αν αυτός μπορεί να το κάνει, γιατί οχι και εγώ;”. Και απ’ όλη αυτή την ιστορία προέρχεται κατά κάποιον τρόπο ο τίτλος του δίσκου - περιγράφει εκείνη τη στιγμή που ενώ παίρνεις ένα μεγάλο ρίσκο στη ζωή σου, το κάνεις έχοντας ως σημείο αναφοράς κάποιο άτομο που σε ενέμπνευσε. Επίσης αφορά και σε εκείνη την κατάσταση που βρίσκεσαι ανάμεσα σε κάτι που παράτησες και σε ένα μέλλον που δεν ξέρεις τι ακριβώς επιφυλάσσει, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή πως θα συμβεί κάτι περίεργο».
Και πως κατέληξες στην Αθήνα;
Τελείωσα το έτος διδασκαλίας μου στη Βαλένθια και επισκέφθηκα την πόλη για διακοπές με τον τότε φίλο μου. Και μέσα σε πέντε ημέρες από τότε που ήρθα εδώ, άρχισα να αμφισβητώ την ζωή που είχα στήσει στην Ισπανία. Δεν είχα γράψει καθόλου μουσική στη Βαλένθια και όταν έφτασα εδώ, ένιωσα κατευθείαν ότι αυτό ήταν το μέρος για να το κάνω. Ένιωσα μία δημιουργική ενέργεια να με κατακλύζει. Και τότε έκανα μία προβολή στο μέλλον και φαντάστηκα δύο πιθανά σενάρια για τον εαυτό μου. Είτε να γίνω μία καθηγήτρια αγγλικών, που κάπως τα φέρνει πέρα με τη ζωή και παντρεύεται κάποιον πολύ γλυκό τύπο που δουλεύει σε κάποια πολυεθνική ή να έρθω στην Αθήνα χωρίς τίποτα εδώ, χωρίς δουλειά και χωρίς διαμέρισμα, αλλά έχοντας τη μουσική ως την κύρια δέσμευση της ζωής μου. Για κάποιο παρανοϊκό λόγο πίστεψα ότι μπορώ να καταφέρω. Και τελικά μία πολύ περίεργη σειρά γεγονότων το κατέστησε δυνατό.
Την επόμενη μέρα από εκείνη που έφτασα για μείνω μόνιμα στην Αθήνα, παραιτήθηκα από την δουλειά γραφείου μου γιατί τη σιχαινόμουν και πήγα να μείνω με τη θεία μου στα Πατήσια. Λίγους μήνες μετά, ξαφνικά έμαθα οτι η μητριά μου διαγνώστηκε με καρκίνο σε τελικό στάδιο. Μοιάζει σα σενάριο κάποιας πολύ κλισέ μελοδραματικής ταινίας, αλλά όντως συνέβη. Ήταν μία πολύ δύσκολη στιγμή στη ζωή μου, αλλά με έναν τραγικό τρόπο με βοήθησε γιατί μου άφησε αρκετά χρήματα στη διαθήκη της. Παράλληλα έμεινε ελεύθερο ένα σπίτι που είχαμε στο Βύρωνα και έτσι ξαφνικά βρέθηκα με ένα δικό μου διαμέρισμα και αρκετά χρήματα για να μπορώ να αφοσιωθώ στη μουσική.
Μπορεί να ακουστεί κλισέ αυτό που θα πω, αλλά για να γράψω ενδιαφέρουσα μουσική πρέπει να υπάρχει ένα στοιχείο σύγκρουσης με την πραγματικότητα στη ζωή μου. Δεν μου έρχεται έμπνευση όταν είμαι χαλαρή και ήρεμη με φίλους, αλλά όταν βρίσκομαι στο γραφείο, σκέφτομαι πως σιχαίνομαι τη ζωή μου και πως θα πεθάνω χωρίς να έχω αφήσει τίποτα ουσιαστικό πίσω μου. Η σκέψη αυτή με κάνει να θέλω να μεταβολίζω συνεχώς τα πιο έντονα βιώματα μου σε μουσική.
Συνήθως δεν ρωτάω για την προέλευση του ονόματος ενός καλλιτέχνη, αλλά θέλω να κάνω μία εξαίρεση μαζί σου. Νιώθω οτι δεν είναι μία τόσο αθώα επιλογή όσο μοιάζει.
Το διάλεξα γιατί από τη μία έχει ένα νοσταλγικό στοιχείο που μου θυμίζει τη παιδική μου ηλικία, όμως από την άλλη υπάρχει και κάτι το σκοτεινό γιατί αυτός που φτιάχνει τις κούκλες επιβάλλει σε αυτές το πρότυπο ομορφιάς μίας επιχείρησης που αφουγκράζεται την κοινωνία. Και αυτό σχετίζεται με τη γυναικεία εμπειρία όπως την αντιλαμβάνομαι, δηλαδή την ασυνείδητη ή μη προσπάθεια να ανταποκρινόμαστε σε κάποια στάνταρ ομορφιάς που είναι τεχνητά ή επιβλημένα. Τέτοιου είδους άσχημες εμπειρίες ή σκέψεις προσπαθώ να μετουσιώσω σε μουσική.
Μίλησε μας για το ντεμπούτο άλμπουμ σου.
Τα περισσότερα τραγούδια του δίσκου τα είχα γράψει ήδη στο Γιοχάνεσμπουργκ και τρία ακόμη στην Αθήνα - το “Fare Thee Well”, το “Meet Your Heroes (I Want to Believe)” και το “In Freefall I Feel Like You”. Τελικά έφτιαξα μεγάλο μέρος του δίσκου στο laptop μου και προσέθεσα τα drums και το μπάσο στη Δισκέξ. Μέσα από το δίσκο προσπάθησα να χτίσω έναν δικό μου κόσμο φέρνοντας ερεθίσματα από καλλιτέχνες όπως την St. Vincent, τον Sufjan Stevens και τους Belle And Sebastian στη δική μου αισθητική, ενώ παράλληλα αφηγούμαι με κάπως αυτοσαρκαστικό τρόπο ιστορίες και σκέψεις βγαλμένες από τη ζωή. Για παράδειγμα στο “Meet Your Heroes (I Want to Believe)” μιλάω για το πως μπορούμε να προβάλουμε δικές μας επιθυμίες πάνω στο σύντροφο μας και να ζούμε μέσα σε μία αυταπάτη. Συνειδητά χρησιμοποιώ τη λέξη «ήρωας» σε τίτλους και σε στίχους των τραγουδιών γιατί θέλω να θίξω με κάπως αστείο τρόπο την ανάγκη των ανθρώπων σε πολλά επίπεδα να καθοδηγούνται από κάποια ηγετική φιγούρα, είτε αυτή είναι ένας ερωτικός σύντροφος, είτε ένας πολιτικός, είτε ο Θεός που πιστεύουν.
Πόσο διαφορετική είναι η ζωή στην Αθήνα σε σχέση με το Γιοχάνεσμπουργκ;
Είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Και είναι κάτι που ακούγεται στο δίσκο, αυτή η προσπάθεια να ανακαλύψω ξανά τον εαυτό μου και τη νέα πραγματικότητα που ζωή. Τα πάντα είναι οριακά στο Γιοχάνεσμπουργκ, υπάρχει ένα στοιχείο που σε φέρνει σε επαφή με τη ζωή και το θάνατο κάθε μέρα σε αυτή την πόλη. Κάθε άτομο που ξέρω έχει βρεθεί σε σημείο να απειλείται η ζωή του. Στα 25 χρόνια που έζησα εκεί δεν υπήρχε η επιλογή να βγω απλώς αμέριμνα έξω για να πάω μέχρι τη γωνία χωρίς να υπάρχει ένα αίσθημα φόβου ή ανησυχίας. Αν ζεις σε αυτή την πόλη έχεις δύο επιλογές: Είτε να ζεις μέσα στη φτώχεια και το φόβο, είτε να είσαι ένας λογιστής με πέντε αμάξια. Δεν υπάρχει μεσαία τάξη. Παρόλο που είναι ένα εντελώς αφιλόξενο περιβάλλον για να δημιουργηθεί τέχνη, υπάρχουν πολύ ζωντανές σκηνές όπως η punk στη γκετοποιημένη περιοχή του Soweto. Και φυσικά υπάρχουν και τα πλουσιόπαιδα που παίζουν indie.
Πως βρίσκεις τη μουσική σκηνή της Αθήνας;
Έχει πολύ ενδιαφέρον. Προτού έρθω να ζήσω στην Αθήνα την είχα κάπως μυθοποιημένη στο μυαλό μου, αλλά γνωρίζοντας την καλύτερα συνειδητοποιώ πως είναι πολύ προσιτή για έναν μουσικό που ξεκινάει από το μηδέν σε αυτή. Είναι κάπως επίπεδη ιεραρχικά, υπό την έννοια πως πολύ γρήγορα μπορείς να βρεθείς να μιλάς και να παίζεις στα ίδια δωμάτια με ανθρώπους που θεωρούνται οι σημαντικότεροι σε αυτή τη σκηνή όπως ο The Boy. Επίσης εκτιμώ πολύ το πόσο σκίζονται οι άνθρωποι να σε βοηθήσουν, παρόλο που αυτή δεν είναι η βασική τους δουλειά, κι ενώ ζουν σε μία δύσκολη οικονομική πραγματικότητα και κάνουν πολλά άλλα για να τα βγάλουν πέρα. Αυτό που ίσως λείπει κάπως στο indie πεδίο είναι οτι δεν έχω ακούσει πολλούς μουσικούς που προσπαθήσουν να χτίσουν τη δικιά τους αισθητική και κόσμο, όπως το κάνει η Σtella ας πούμε.
Παρατήρησα πως τα social σου είναι πολύ επιμελημένα. Πόσο σημαντικό είναι αυτό το στοιχείο για σένα ως μέρος της δημιουργικής σου ταυτότητας;
Πάντα με ενδιέφερε η εικαστική τέχνη. Υπάρχει ένα κομμάτι μέσα μου που διασκεδάζει την ιδέα οτι θα μπορούσα να ήμουν κάτι άλλο, εικαστικός ή σκηνοθέτης ας πούμε. Σε αυτή τη λογική προσπαθώ να θρέψω και αυτό το κομμάτι μέσα μου για να μην μείνει ανικανοποίητο. Αλλά επίσης αισθάνομαι ότι, όταν συνδυάζεις την οπτική αφήγηση με τον ήχο, μπορείς να δημιουργήσεις μια πολύ πιο ξεχωριστή εντύπωση. Έχει να κάνει με αυτό που λέω για την δημιουργία ενός δικού μου κόσμου.
Διάβασα το εξής στο Instagram σου: «Κάπου ανάμεσα στο indie rock και την alternative pop, κάπου ανάμεσα στον ρομαντισμό και τον κυνισμό, κάπου ανάμεσα στην Αθήνα, την Ελλάδα και το Γιοχάνεσμπουργκ». Υπάρχει μία δυαδικότητα στη ζωή σου. Πως βρίσκεις την ισορροπία ανάμεσα στους δύο πόλους;
Είναι πολύ δύσκολο. Υπάρχει πάντα η αίσθηση σε οποιοδήποτε μέρος που βρίσκομαι ή σε οποιαδήποτε κατάσταση που είμαι, ότι το μέρος της ταυτότητάς μου που είναι διαφορετικό από το άλλο είναι αυτό που θα φωτιστεί. Και υπάρχουν στιγμές που αυτό είναι πολύ οδυνηρό και άλλες που αυτό είναι η μυστική μου υπερδύναμη. Προσπαθώ πάντα να σκέφτομαι σε κάθε περίσταση τι είναι αυτό που μου δίνει πλεονέκτημα στη μία μεριά του πόλου σε σχέση με την άλλη, έτσι ώστε να μπορώ να τα καταφέρνω.
Τελικά ζεις για να φτιάχνεις μουσική ή φτιάχνεις μουσική για να ζεις;
Θα έλεγα πως δημιουργώ μουσική για να νιώθω ότι η ζωή μου έχει συλληφθεί και αποτυπωθεί. Με τρομάζει η ιδέα πως κάποια μέρα θα πεθάνω και δεν θα έχω αφήσει τίποτα πίσω. Είναι σαν να χωνεύω όλες αυτές τις εμπειρίες και πρέπει κάπως να βγουν προς τα έξω. Νομίζω ότι θα μπορούσα να ζήσω χωρίς να κάνω μουσική ως απώτερο στόχο, αλλά νομίζω ότι θα κατέληγα να κάνω μουσική ούτως ή άλλως, ακριβώς ως αποτέλεσμα των εμπειριών μου.
Η Dollmaker θα εμφανιστεί πρώτη φορά live με τη μπάντα της στο Nomads, την Τετάρτη 23 Οκτωβρίου. Περισσότερα εδώ.