Η Εύα Νάθενα βρίσκεται στον χώρο της τέχνης από πολλά πόστα εδώ και πολλά χρόνια. Έχοντας υπάρξει μέλος σε διάφορες θεατρικές και κινηματογραφικές παραγωγές, έχει το χάρισμα να προσδίδει σε αυτές πάντα τη ματιά της μέσα από τις εικαστικές και μουσικές καταβολές της. Λίγο πριν φύγει το 2023, συντάραξε την ελληνική οθόνη με την πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα μεγάλου μήκους, την απόδοση της στο αριστουργηματικό κείμενο της Φόνισσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πρόκειται για μια χρόνια μελέτη της πάνω στο αγαπημένο μυθιστόρημα. Για μια δύσκολη διαδρομή πάνω σε σκοτεινά σημεία της ελληνικής οικογένειας αλλά και στα εσωτερικά αδιέξοδα της ανθρώπινης ύπαρξης, βασισμένη πάντα στα μηνύματα -κρυμμένα και μη- του σπουδαίου συγγραφέα. Τη συνάντησα στα γραφεία της View Master Films, της εταιρείας παραγωγής της Φόνισσας για μια διεξοδική κουβέντα που περιείχε αλήθεια, αναδρομές και την ευαισθησία ενός ανθρώπου που ξεκινώντας από ένα ατομικό ερέθισμα, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα έργο συλλογικό. Αυτή άλλωστε δεν είναι και η πεμπτουσία της τέχνης;
Έχετε ασχοληθεί με πολλές τέχνες. Σας απασχολούσε από παιδί η τέχνη;
Ναι, αν και η ζωγραφική είναι η μεγάλη μου αγάπη και ο τρόπος που αντιλαμβανόμουν τον κόσμο από παιδί. Υπήρξαν στιγμές στην παιδική μου ηλικία, που αυτό που ζωγράφιζα ήταν πιο σαφές από αυτό που είχα να πω. Ήταν μια γλώσσα που πάντα με βοηθούσε να διαβάζω και να συνθέτω τον κόσμο. Η ζωγραφική και η μουσική με πήραν από το χέρι στην ταινία.
Η αγάπη σας για τη ζωγραφική φαίνεται πως υπάρχει και στην ταινία.
Έχοντας καταλάβει από μικρή, ότι η ηρωίδα στο κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη μου ήταν πολύ οικεία, όχι φυσικά για τις πράξεις της, αλλά σε σχέση με τα τραύματα που διέκρινα και μάλιστα με τραύματα της μητέρας μου, ξαναγύρισα στο αφήγημα ως οφειλή, ως ενήλικη πια. Στο κείμενο του Παπαδιαμάντη, υπάρχουν δύο γλώσσες: η ομιλούσα και η λόγια. Η ομιλούσα είναι κατανοητή ως και σήμερα και μεταφέρθηκε ατόφια στην τανία. Η λόγια, από την άλλη, αυτή η σύνθετη, γεμάτη πλούτο γλώσσα, διέκρινα πως εμπεριείχε ηχητικά τοπία, θερμοκρασίες, εναλλαγές και γρίφους προς εξερεύνηση... Προσπάθησα να αποκωδικοποιήσω τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη με εικαστικό τρόπο. Κατά τη διάρκεια των προβών, μου δώρισαν ένα βιβλίο που έχει γράψει ο Ελύτης για τον Παπαδιαμάντη, (Η μαγεία του Παπαδιαμάντη,1976). Εκεί, γράφει ο Ελύτης πως «μόνο ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο - που αργότερα θα εφευρίσκονταν - θα μπορούσε να αποτυπώσει τη δύναμη και τον πλούτο αυτής της λόγιας γλώσσας του». Όλα είναι συμβολικά στον Παπαδιαμάντη, ακόμα και οι πέτρες. Υπάρχει εξαιρετική λεπτομέρεια και σαφήνεια παντού.
Τι σας ελκύει στο θέατρο και στο σινεμά;
Σχετικά με το θέατρο, το να κοινωνώ με άλλους ανθρώπους, με μαγεύει. Είναι μεγάλο σχολείο το θέατρο. Το αγάπησα και το αγαπώ αληθινά. Δούλευα με παρωπίδες για δέκα χρόνια μέχρι που ήρθε ένα σενάριο του Παναγιώτη Πορτοκαλάκη το 2000 και έγινε η πρώτη μου ταινία. Ξεμυαλίστηκα με τον κινηματογράφο. Με την ελαχιστοποίηση του χρόνου, την ευελιξία και την ευρηματικότητα που χρειάζεται. Ο λόγος που απείχα χρόνια, ήταν ότι συνδέθηκα με τον Κώστα Λαμπρόπουλο που είναι άνθρωπος κατεξοχήν του σινεμά και δεν ήθελα από υπερηφάνεια να φαίνεται ότι μου έδινε δουλειά. Η χρόνια μοναχική μου ενασχόληση με τη Φόνισσα ήταν κάτι που θύμιζε πόσο ήθελα το σινεμά.
Ισχύει ότι ζωγραφίσατε τις σκηνές της ταινίας;
Ναι, έτσι προσπάθησα να εξηγήσω το πως συνέθεσα αυτό το οικοδόμημα. Ζωγράφισα τα πάντα και κατάλαβα πως οι τέχνες δε διαφέρουν. Η δομή είναι ίδια στη ζωγραφική, τη μουσική, την υποκριτική, και παντού. Οι τέχνες είναι πολύ όμορφα συγκοινωνούντα δοχεία. Ενδεχομένως τις διαχωρίσαμε γιατί είχαμε την ανάγκη να δουλέψουμε εμμονικά κάπου. Πιστεύω ότι αυτό θα γίνεται περισσότερο στο μέλλον, να παίρνει δηλαδή δάνεια, χωρίς στεγανά, η μία τέχνη από την άλλη.
Πάνω σε αυτό που λέτε, σκέφτομαι ότι τις προάλλες μου έκανε εντύπωση πως ο Γιώργος Λάνθιμος την ώρα που πήρε το βραβείο για το Poor Things, από όλους όσους παρευρίσκονταν στην αίθουσα, ανέφερε ως ήρωά του τον Bruce Springsteen.
Μα η μουσική είναι μεγάλη υπόθεση! Όταν ο Χρόνης Μπότσογλου, ο δάσκαλός μου στη Σχολή Καλών Τεχνών, μας ζήτησε να ζωγραφίζουμε ρυθμούς, κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε λόγω της μουσικής μου παιδείας. Για μένα οι τέχνες δεν έχουν μεγάλες διαφορές. Η απόδοση μπορεί να διαφέρει αλλά όχι η ιδέα και η διαδρομή.
Ποιο ήταν το δυσκολότερο μέρος της ταινίας;
Το πιο δύσκολο πράγμα που κλήθηκα να κάνω στην ταινία ήταν το κομμάτι της μουσικής. Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου έφερε μια υπέροχη μουσική αλλά ενορχηστρωμένη με τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτό που είχα στο μυαλό μου. Τον ρώτησα, λοιπόν, αν γινόταν η μουσική να αναπαραχθεί από ένα και μόνο όργανο, από την ανθρώπινη φωνή. Είχα ήδη καλέσει σαν συνεργάτιδά τη φίλη μεσόφωνο Άννα Παγκάλου, καθώς και την κινησιολόγο Κατερίνα Φωτιάδη και τους ζήτησα να κουρδιστούμε όλοι, ώστε να παίξουμε μαζί στην ίδια ταινία και όχι ο καθένας κατά μόνας. Αυτό ήταν καταλυτικό για την τανία. Με την Άννα λοιπόν, μοιραστήκαμε την μουσική αυτή εκτέλεση της σύνθεσης του Δ. Παπαδημητρίου. Εκείνη είναι η μεσόφωνος που ακούγεται σε όλη την τανία και εγώ η σοπράνο. Με το εκπληκτικό music & sound editing του Νίκου Καραδοσίδη και την αμέριστη εμπιστοσύνη του Δημήτρη, φτάσαμε να παίζεται όντως η μουσική του, από ένα και μόνο όργανο, την ανθρωπινη φωνή, σε όλη την ταινία. Ακόμη και στους τίτλους τέλους, το χορωδιακό σχήμα Voci Contra Tempo, τραγουδά ακαπέλα και με εξαιρετικό τρόπο, ένα τραγούδι που με στοίχειωνε χρόνια, και που έρχεται από τον Λίβανο.
Αν η Φόνισσα ήταν τραγούδι, ποιο θα ήταν;
Θα ήταν κάτι ανάμεσα σε νανούρισμα και μοιρολόι που υπάρχει και στην ταινία. Εμπεριέχει τη χαρά της νέας ζωής αλλά και του πόνου για το τι έρχεται. Το είχα ακούσει λίγο καιρό πριν τις πρόβες, από την Χάρη Αλεξίου. Το είχα στο μυαλό μου και είχα ξεχάσει να το μοιραστώ με την Καρυοφυλλιά. Όταν όμως την άκουσα ξαφνικά να το τραγουδά στην πρόβα, τότε διακτινίστηκα στη δική μου παιδική κούνια και μαζί και στα βάθη των αιώνων και κατάλαβα ότι έτσι θα συνεννοηθούμε οι άνθρωποι της τανίας. Με τις μνήμες μας και με τα βάθη των αιώνων.
Βρήκα την ταινία πολύ ουσιαστική στην απλότητά της. Συνήθως τέτοιες «διασκευές» έχουν μεγάλα ρίσκα.
Για να αποκωδικοποιηθεί μέσα μου το αφήγημα της Φόνισσας, χρειάστηκε να ξεδιπλωθούν διατριβές, μελέτες ιστορικές, ψυχιατρικές, εγκληματολογικές, κοινωνικές και κόσμοι ολόκληροι. Το έκανα για χρόνια φιλτράροντας με το ένστικτό μου όσα περισσότερα μπόρεσα και τα τρία τελευταία χρόνια με την αρωγή σημαντικών ανθρώπων όπως η Μαρία Τουγιαννίδου, η Ιστορική και Επιστημονική μας σύμβουλος. Είχαμε μία πολύ γόνιμη και ουσιαστική συνεργασία, όπου χάρη σ’ εκείνη, τίποτα δεν έμεινε στην ταινία ατεκμηρίωτο. Όταν πέρασε για λίγο στα χέρια μου το σενάριο, προκειμένου να εντάξω μέσα όλο το εικαστικό μέρος, που δεν στεκόταν όμως στην εικόνα, αλλά εισχωρούσε στα ουσιώδη, κατάλαβα ότι μετά από αυτήν τη μακρά διαδρομή, έπρεπε να γυρίσω στα κρυμμένα μηνύματα του βιβλίου. Ο Παπαδιαμάντης φανέρωσε πολύ λίγα και έκρυψε επιμελώς πολλά, γιατί ως ευφυής της εποχής του, φοβόταν για αυτά που γίνονταν και προέβλεπε. Σκεφτείτε ότι οι δολοφονίες βρεφών συνέβαιναν ήδη 70 χρόνια πριν γράψει τη Φόνισσα! Ο Παπαδιαμάντης, το 1903, ήταν σαν να έβαλε έναν καθρέφτη απέναντί μας αποκαλύπτοντας, πώς μία κοινωνία δημιουργεί το φύτρο που γίνεται Φόνισσα, που διαβλέπει τι ζωή θα περάσουν όταν μεγαλώσουν τα κορίτσια και τα «ελευθερώνει» από αυτήν. Είπε και άλλα, που δεν μπορούσε να φανερώσει εντελώς. Γιατί ακόμα και η φιλάνθρωπη διάθεση που είχε απέναντι στους ανθρώπους, δεν ήταν πάντα αποδεκτή από την κοινωνία. Το ίδιο συνέβη και με τον Καβάφη, που κι εκείνος «φοβούνταν μην τον κλείσουν σε τείχη ανεπαισθήτως» και με τον Χαλεπά. Όταν είσαι μπροστά από την εποχή, συχνά θεωρείται ελάττωμα, και εκείνη τη δεδομένη εποχή, πολύ περισσότερο.
Γιατί αγαπάτε τόσο τον Παπαδιαμάντη; Θα θέλατε να τον είχατε γνωρίσει;
Μα ζω μαζί του πολλά χρόνια και είναι σαν να τον έχω γνωρίσει. Ήταν φιλάνθρωπα προφητικός. Ήταν σαν να διακτινίστηκε στο μέλλον και να μας είπε ότι αν δε λύσουμε αυτούς τους κόμπους, τους κόμπους και τα διαγενεακά τραύματα που μας πνίγουν, το μέλλον θα είναι σκληρό. Πώς γίνεται να μη συμπαθώ έναν άνθρωπο που νοιάστηκε τόσο για τον άνθρωπο; Ήταν ο πρώτος συγγραφέας στην παγκόσμια λογοτεχνία που έδωσε χώρο και δακτυλικό αποτύπωμα στη γυναίκα, δημιουργώντας μια ηρωίδα, ειδωμένη από μέσα προς τα έξω και όχι από έξω προς τα μέσα – όπως συνέβαινε ως τότε με τις ηρωίδες του Ίψεν ή ακόμη και του Ντοστογιέφσκι. Ένας συγγραφέας που έβαλε τους άνδρες στο φόντο κι όμως φώτισε την αδύναμη πλευρά τους, ακόμη κι αν αυτή πέτρωσε και τσιμεντώθηκε μέσα στα πατριαρχικά στερεότυπα που ήταν αναγκασμένοι να μπουν.
Όπως και η Φραγκογιαννού, η ηρωίδα της Φόνισσας που είχε υποστεί πολλή ψυχική βία από τη μητέρα της.
Ο Παπαδιαμάντης και ο Φρόιντ, είχαν την ίδια δεξαμενή: τους μύθους. Οι μύθοι εξηγούν τα πάντα. Η Φόνισσα, Χαδούλα Φραγκογιαννού, που ήδη με το όνομα της ερμηνεύει την υπόστασή της, ήταν ένα παιδί που δεν έλαβε «Γονική παροχή», με την ψυχική και την υλική έννοια του όρου. Η ακραία εκδοχή της έλλειψης γονικής παροχής, είναι ο μύθος του Οιδίποδα. Λένε οι ειδικοί : αν οι γονείς σου, δε σου δώσουν αγάπη, αλλά και υλικά αγαθά – όταν αυτά υπάρχουν - έχεις ένα έλλειμμα που δε θα το καλύψει ποτέ, oύτε ο/η σύντροφος, ούτε τα παιδιά, ούτε οι φίλοι, κανείς. Θα είσαι για πάντα αυτός που οι γονείς του, οι γεννήτορές του, δεν τον ολοκλήρωσαν. Ο γονιός που παράγει βία στο παιδί του, το κρατάει εξαρτημένο μια ζωή! Γιατί δυστυχώς, το παιδί αυτό, δεν παύει ποτέ να αγαπάει ακόμη και τον κακοποιητή γονιό του. Τον αγαπάει εξαρτητικά, άρρωστα, κακοφορμισμένα...! Παύει όμως έτσι ο άνθρωπος, να αγαπά τον εαυτό του. Και αυτό που πήρε –εν προκειμένω τη βία - θα το στρέψει κατά πάσα πιθανότητα στον εαυτό του ή σε άλλους. Αυτό έκανε και η Φραγκογιαννού. Ο Παπαδιαμάντης περιέγραψε με ψυχιατρική ακρίβεια τους χαρακτήρες του.
Έχετε πει ότι τα νέα παιδιά αγαπούν την ταινία. Πιστεύετε ότι ταυτίζονται με το έργο λόγω του θυμού που μπορεί να έχουν για την ελληνική οικογένεια;
Αυτό ακριβώς συμβαίνει. Τα παιδιά βλέπουν όλα αυτά τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τα ασθενικά στοιχεία της ελληνικής οικογένειας. Οι νέοι αισθάνονται και ξέρουν ότι φέρουν δυστυχώς ανάλογα οικογενειακά τραύματα, με άλλη μορφή! Αυτό το κατάλαβα ακόμα περισσότερο όταν έγινα εγώ η ίδια μητέρα. Τα παιδιά είναι μια δεύτερη ευκαιρία που σου προσφέρει η ζωή να καταλάβεις τι δεν πήγε καλά με σένα.
Πώς μπορεί να το νιώσει αυτό κάποιος που δεν έχει παιδιά;
Αν κάποιος δεν κάνει παιδιά, αφοσιώνεται σε κάτι άλλο. Για παράδειγμα, ο Παπαδιαμάντης αφοσιώθηκε στα βιβλία του. Τα παιδιά του ήταν τα βιβλία του. Αυτό που δημιουργεί κανείς και του αφοσιώνεται, είναι παιδί του.
Σίγουρα η ιστορία της Φόνισσας δεν είναι ευχάριστη αλλά μου φαίνεται ειρωνικό και υποκριτικό εν μέσω τόσων παθογενειών να αποκαλεί κάποιος την ταινία βαριά.
Συμφωνώ μαζί σας. Η ταινία δε μιλάει μόνο για τη βία των ανδρών απέναντι στις γυναίκες αλλά μιλάει κυρίως, για τη βία που αναπαρήγαγαν οι γυναίκες προς στις γυναίκες δίνοντάς τους κακοποιητικά αντισώματα, για να αντέξουν αυτό που τις περίμενε στη ζωή. Από γενιά σε γενιά στο όνομα της αγάπης! Το πώς από μητέρα σε κόρη συνεχιζόταν ένας βάναυσος κύκλος που δεν έσπαζε με τίποτα, μέχρι πρόσφατα.
Πώς πιστεύετε ότι κάποιος μπορεί να σωθεί από τα δικά του φαντάσματα και οικογενειακά τραύματα;
Πιστεύω στην αγάπη και στη δύναμη των ειδικών. Ακόμα και στη δύναμη των βιβλίων! Πρέπει να δουλέψουμε για την ψυχή μας όπως πρέπει να δουλέψουμε για την υγιεινή των δοντιών μας. Κάποτε οι άνθρωποι κοιτούσαν τον ουρανό και τα περίμεναν όλα από τους αγίους. Σήμερα η επιστήμη μας δίνει κλειδιά. Και δουλειά, ως ελάχιστο δείγμα σεβασμού του εαυτού μας.
Τι διδάσκετε στα νέα παιδιά που βρίσκονται στις φυλακές;
Είναι η τρίτη χρονιά που διδάσκω. Ξεκίνησα με το Θέατρο και τα Εικαστικά, κάνοντας το Λόγο, εικαστική πράξη. Ξέρετε, στις φυλακές ανηλίκων της Αγγλίας, είναι επιβεβλημένος ο Σαίξπηρ. Εννοώ η διδασκαλία των κειμένων του. Αν δεν διδαχτούν το Λόγο του, για έξι βδομάδες -σαν υποχρεωτικό μάθημα- δεν παίρνουν απολυτήριο αποφυλάκισης. Κι αυτό, γιατί βάζει στο μυαλό και στο στόμα τους, παραβατικά λόγια των ηρώων του, τα οποία, ενταγμένα στο σοφρωνιστικό τους σύστημα, γίνονται μιά λυτρωτική ανάληψη των δικών τους παραβάσεων. Και επειδή, η δική μας θεατρική κληρονομιά, σε μένα χρόνια φανερώνει, πως υπήρξε ο Άμλετ, επειδή υπήρξε ο Ορέστης, ας πούμε ότι το να κάνουμε θέατρο εκεί, και μάλιστα αντλώντας υλικό από τους μύθους, - από την ίδια δεξαμενή του Παπαδιαμάντη και του Φρόυντ - παίρνει άλλες διαστάσεις. Με τους μαθητές μου εκεί, κάναμε την πρώτη μου ταινία, βασισμένη στην Αντιγόνη -μια μικρού μήκους, γυρισμένη σε μόλις δύο μέρες- που είμαι σίγουρη όμως, πως κανείς μας δεν θα ξεχάσει. Ό στίχος του Σοφοκλή για την Αντιγόνη «Δε γεννήθηκα για να είμαι ένα με το μίσος, γεννήθηκα για να ενωθώ με την αγάπη...» στα στόματα των παιδιών , πήρε ένα άλλο νόημα, που ακόμη ηχεί στα αυτιά μου.
Η σκηνοθεσία είναι ένας δρόμος που θέλετε να βαδίσετε για καιρό;
Εγώ έκανα απλώς μια ταινία, την οποία μελέτησα για πολλά χρόνια λόγω της αγάπης μου για το έργο του Παπαδιαμάντη. Δεν μπορώ να με αυτοαποκαλέσω σκηνοθέτη όταν άλλοι περνούν χρονιά να ασχολούνται με αυτό ή το σπουδάζουν. Όλη αυτή η γνώση που συγκέντρωνα για χρόνια, από τη μαθητεία δίπλα σε σπουδαίους δημιουργούς, στο θέατρο και στο σινεμά, υποθέτω δημιούργησαν μια δική μου φωνή. Πάντως για χρόνια υπήρξαν άτομα που με παρότρυναν προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη που μου είχε πει ότι θα είναι δίπλα μου αν κάνω κάποτε τέτοιο βήμα και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου που με έσπρωξε να κάνω εγώ την ταινία γιατί θεωρούσε πως έτσι η τανία θα είναι συνεπής.
Τι ετοιμάζετε αυτήν την περίοδο;
Συνεχίζω ένα εικαστικό μου έργο με τους μαθητές μου στις φυλακές και σχεδιάζω να το το ολοκληρώσω με μία ταινία. Όταν πήγα στις φυλακές, αναρωτήθηκα «τι να μας πει η τέχνη όταν μιλάει η ζωή». Και όμως, η τέχνη μας έφερε κοντά, εμένα και τους μαθητές μου εκεί. Έγινε το σημείο που είχαμε την πιο ουσιαστική επαφή, την πιο σαφή γλώσσα για να συνεννοηθούμε. Όπως όταν ήμουν εγώ παιδί.