Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Πέραμα από εργατική οικογένεια και από τα παιδικά του κιόλας χρόνια ήξερε τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Αυτοδίδακτος σε ό,τι καταπιάστηκε στο μέλλον – από τη σκηνοθεσία και το μοντάζ, μέχρι τη γραφιστική – ο Νίκος Πάστρας απέδειξε το πόσο πολυτάλαντος είναι από το 2007, όταν και ξεκίνησε να εργάζεται στον χώρο του σινεμά. Στο ενεργητικό του έχει τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ και διαφημιστικά, τέσσερις εξαιρετικές μικρούς μήκους ταινίες – τα Theremin του 2008, Χαμένο Κορίτσι του 2012, Ακρυλικό του 2016 και Μελατονίνη του 2020 – ενώ ο ίδιος ανέλαβε το μοντάζ στις δύο τελευταίες ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, Η Λιμουζίνα και Η Κόρη του Ρέμπραντ. Το ίδιο θα έκανε και στην ονειρική Winona του Αλέξανδρου Βούλγαρη (The Boy), για το μοντάζ της οποίας απέσπασε το βραβείο ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Σε λίγες μέρες, ο Νίκος Πάστρας ετοιμάζεται να συστηθεί για ακόμη μια φορά στο κοινό, αυτή τη φορά με την πρώτη του μεγάλου μήκους παραγωγή, τα ήδη πολυσυζητημένα Μπάσταρδα. Όχι αδίκως πολυσυζητημένα, αν σκεφτεί κανείς ότι οι δύο προβολές τους στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης έγιναν sold-out σχεδόν αμέσως, ενώ ο ίδιος βραβεύθηκε για το DIY φιλμ του και στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα Film Forward του φεστιβάλ.
Λίγο πριν δούμε τα Μπάσταρδα σε κλειστές αίθουσες και θερινά σινεμά, ο Νίκος Πάστρας μίλησε στο Avopolis για την ταινία του, τις εμπειρίες του στον κόσμο της δημιουργίας, τον David Lynch και τον ηδονισμό, ενώ απάντησε και στο καυτό ερώτημα: ποια είναι τελικά τα Μπάσταρδα στην ελληνική κοινωνία του σήμερα;
Αργυρός Αλέξανδρος στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα Film Forward της Θεσσαλονίκης, υποψηφιότητα Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη στα Βραβεία Ίρις και talk-of-the-town πριν καν ολοκληρωθεί ή προβληθεί η ταινία. Τα Μπάσταρδα είναι η πρώτη σου μεγάλου μήκους δουλειά και όπως έχεις δηλώσει «κάπως βιωματική». Τι σε έκανε να νιώσεις έτοιμος για το μεγάλο βήμα μιας μεγάλου μήκους ταινίας, έπειτα από σχεδόν 15 χρόνια στον χώρο και σε πολλά διαφορετικά πόστα;
Δεν νομίζω να ένιωσα έτοιμος! Στην πραγματικότητα προετοίμαζα μια άλλη μεγάλου μήκους ταινία, η οποία συνάντησε πολύ μεγάλες δυσκολίες και μια βασική ήταν και η ίδια η κατάσταση με το lockdown. Και τότε κάπως γνώρισα τα 10 παιδιά που παίζουν στα Μπάσταρδα, που μόλις είχαν τελειώσει τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Τότε σκέφτηκα κάπως ότι αυτά τα δέκα παιδιά είναι ένα πολύ ωραίο υλικό, πολύ ταλαντούχα – κάναμε παρέα κιόλας – και σκέφτηκα γιατί να μην κάνω κάτι μαζί τους, από τη στιγμή που κανείς δεν κάνει κάτι αυτή την περίοδο; Αρχίσαμε να συζητάμε μεταξύ μας τι θα μπορούσαμε να κάνουμε και εμένα μου ήρθε η ιδέα αυτών των δέκα παιδιών που ξαφνικά αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την κοινωνία και να μείνουν μόνοι τους. Αρχίσαμε τότε να ανταλλάζουμε ιδέες, να φτιάχνουμε μαζί τους χαρακτήρες τους – έναν έναν αλλά και ξεχωριστά. Ταυτόχρονα κρατούσα σημειώσεις και έχτιζα σιγά σιγά την ιστορία, μέχρι που σε ένα σημείο – στη δεύτερη καραντίνα – ένιωσα ότι έχουμε υλικό για να δουλέψουμε. Το σενάριο που έγραψα δεν ήταν σενάριο με την παραδοσιακή μορφή, είχε κάποιες σκηνές, αρχή-μέση-τέλος, κάποια από τα πράγματα που θέλαμε να κάνουμε, αλλά δουλέψαμε τελείως αυτοσχεδιαστικά με τα παιδιά. Φιλμάραμε με δύο κάμερες ταυτόχρονα, ώστε να μπορώ να κόψω ό,τι ήθελα μετά, μιας που ένας αυτοσχεδιασμός δεν πετυχαίνει εύκολα ξανά.
Αυτό το βιωματικό στοιχείο της ταινίας ήταν για σένα απελευθερωτικό ή σε έκανε ανά περιστάσεις να νιώθεις «γυμνός» μπροστά στην κάμερα; Ποια ήταν τα συναισθήματά σου μετά την πρώτη προβολή του φιλμ;
Νομίζω ότι γυμνός νιώθεις κάθε φορά που εκθέτεις κάτι που κάνεις, για μένα όλες οι ταινίες που κάνω είναι προσωπικές, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι προφανές. Στην προκειμένη περίπτωση, νιώθω κι εγώ κάπως exposed, τα Μπάσταρδα είναι για μένα πολύ σημαντικά ως προς τη σχέση με την οικογένεια και το πώς φτιάχνεις καινούριες εστίες οικογένειας με τους φίλους σου και τους συνεργάτες σου. Γι’ αυτό και ακριβώς είναι πολύ προσωπικό για μένα. Όταν προβλήθηκε η ταινία πρώτη φορά δημόσια ένιωσα… δύσκολα [γέλια]. Γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτό το πράγμα άρεσε, δεν άρεσε, αν το νιώσανε. Ακόμα δεν είχε απαντηθεί αυτό. Νομίζω ότι τώρα θα αρχίσει να απαντάται, που θα βγει κανονικά η ταινία στις αίθουσες. Είμαι σίγουρος γι' αυτό που έκανα και κάναμε, για το αν θα γκελάρει και στον κόσμο θα δούμε.
Ήταν οι ποιότητες στους χαρακτήρες της ταινίας εντελώς προμελετημένες ή πιστεύεις πως διαμορφώθηκαν στο σύνολό τους και από τις πραγματικές προσωπικότητες των ανθρώπων που συνέβαλαν στην ταινία;
Οι ποιότητες αυτές προέκυψαν σταδιακά, γι’ αυτό και θέλαμε κι εμείς να το κάνουμε όσο πιο άμεσα γίνεται. Το ότι πήγαμε για γύρισμα μέσα στο lockdown ήταν πρακτικά πολύ δύσκολο – από το να βρεις ρούχα και props, μέχρι το να βγεις εκτός Αττικής. Θέλαμε όμως να το κάνουμε τότε γιατί παίρνει πολύ καιρό να κάνεις μια ταινία. Μέχρι να κατατεθεί μια πρόταση και να έρθει χρηματοδότηση, τα παιδιά θα είχαν γίνει 30 χρονών [γέλια]. Ήταν κάτι που νιώθαμε πως είναι επείγον, επειδή μιλά για την κατάσταση, χωρίς να το κάνει όμως ευθέως. Εννοώ την κατάσταση της καραντίνας, του εγκλεισμού.
Το ερωτικό κλίμα, ο ηδονισμός και η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα είναι χαρακτηριστικά στα Μπάσταρδα. Τι είναι για σένα ερωτικό, τόσο στην οθόνη, όσο και στη ζωή εν γένει;
Το κάθε τι μπορεί να είναι ερωτικό. Για μένα ο ερωτισμός είναι ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης και συμπεριφοράς. Και θεωρώ ότι είναι πολύ σπουδαίο να το αποτυπώνουμε χωρίς ντροπή. Γιατί κάπως νιώθω ότι ενώ έχουμε προχωρήσει σε πολλά πράγματα ως κοινωνία, ίσως ξανακλεινόμαστε ως προς αυτό. Υπάρχει πολύ έντονη λογοκρισία, ενώ φαινομενικά μοιάζει να συμβαίνει το αντίθετο. Και αυτό είναι κάτι που έχει προκληθεί φυσικά από μια ασυδοσία σοσιαλμιντική. Δες ας πούμε τη σελίδα Antras Sti Stigmh. Το ότι έχει τόσο υλικό κάθε μέρα, σημαίνει ότι όντως υπάρχουν άντρες που ασύδοτα και χωρίς να έχουν την οποιαδήποτε συναίνεση παρενοχλούν άτομα. Αυτή η σοσιαλμιντική ασυδοσία είναι που νομίζω ότι κάνει τους ανθρώπους να κλείνονται.
Σου πήρε καιρό για να μπορείς εσύ να ξεκλειδωθείς και να εκφράσεις αυτόν τον ερωτισμό στη δουλειά σου;
Σίγουρα. Είναι κάτι που θέλει πάρα πολλή προσοχή. Στο εξωτερικό υπάρχουν οι intimacy coordinators και είναι πολύ σημαντικό το να νιώσει ασφάλεια ο ηθοποιός που εκτίθεται και εσύ που το φιλμάρεις – γιατί και για σένα δεν είναι εύκολο αν έχεις συνείδηση και συναίσθηση αυτής της έκθεσης.
Αυτή την ασφάλεια πώς φροντίσατε ως παραγωγή να την εξασφαλίσετε στους/στις συντελεστές ηθοποιούς;
Βοήθησε το ότι είμαστε και τα παιδιά ήταν όλοι φίλοι, έχοντας περάσει μαζί πέντε χρόνια στη σχολή. Ήμασταν παράλληλα πάρα πολύ μικρό συνεργείο, πέντε άτομα, και ζούσαμε όλοι μαζί σε ένα σπίτι. Για ένα μήνα ζήσαμε σε αυτό το σπίτι. Προσπάθησα πολύ ώστε να νιώσουν τα παιδιά άνετα, γιατί ακόμα και η αυτοσχεδιαστική υποκριτική είναι και αυτή μια έκθεση.
Τόσο στα Μπάσταρδα, όσο και στις προηγούμενες μικρού μήκους δουλειές σου, αποτυπώνεται ένα female gaze που ενδεχομένως απουσιάζει από άλλες εγχώριες κινηματογραφικές παραγωγές με λίγες εξαιρέσεις. Από ποιες διαδικασίες πρέπει να περάσει ένας άνδρας σκηνοθέτης για να κατακτήσει έστω ως έναν βαθμό τη δυνατότητα για να το καταφέρει αυτό;
Νομίζω ότι αυτή είναι μια μεγάλη κουβέντα. Δεν θέλω να είναι καθόλου καπηλευτικό αυτό που κάνω, ότι δηλώνω δηλαδή ότι διαθέτω αυτή τη γυναικεία ματιά. Δεν είναι κάτι που εγώ έχω δουλέψει. Το κάνω ήδη από την πρώτη μου μικρού μήκους, όπου δεν έγινε καθόλου συνειδητά. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το γυναικείο empowerment και χαίρομαι πάρα πολύ για την εποχή που ζούμε, που έχει ανοιχτεί πολύ σε αυτό. Χαίρομαι επίσης πολύ που είναι περισσότερες οι γυναίκες σκηνοθέτιδες που μπορούν φυσικά να μιλήσουν βιωματικά γι’ αυτό.
Για εσένα που εργάζεσαι σε πάρα πολλά δημιουργικά πόστα (σκηνοθέτης, μοντέρ, γραφίστας κ.α.), υπερισχύει κάποια από αυτές τις ταυτότητες; Είσαι πρωτίστως σκηνοθέτης;
Θεωρώ ότι είμαι πρωτίστως σκηνοθέτης. Αυτό ήθελα πάντα να κάνω και έτσι ξεκίνησα να κάνω και όλα τα άλλα. Από την ανάγκη μου να κάνω ταινίες. Γι΄ αυτό και μπήκα σε πόστα γύρω από το σινεμά και ευτυχώς με τον καιρό άνοιξε το πεδίο και σε άλλα πράγματα, όπως η μουσική – την οποία αγαπώ πάρα πολύ και θα ήθελα να ξέρω πώς να κάνω μουσική.
Είσαι αυτοδίδακτος σε όλα. Μίλησέ μου γι’ αυτό και για το πότε ξεκίνησε αυτή η ενασχόληση με τις τέχνες.
Ξεκίνησε από τα πολύ νεαρά μου χρόνια – 12, 13, όσο μπορώ να θυμηθώ συνειδητά. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που δεν είχε καθόλου ερεθίσματα, ούτε κινηματογραφικά, ούτε τέχνης, ούτε καν σχολείου. Δεν έχω καν τελειώσει το Λύκειο. Ήθελα απλά να ασχοληθώ με το σινεμά. Δεν ήξερα ακριβώς τι να κάνω: αν θέλω να σκηνοθετήσω, αν θέλω να γράψω ταινίες. Υπήρχε όμως μέσα μου πάντα αυτή η επιθυμία και σε κάποια στιγμή που στάθηκα στα πόδια μου – δεν μπορούσα να σπουδάσω τίποτα προφανώς λόγω οικογενειακής κατάστασης – αποφάσισα να κάνω μια ταινία μόνος μου. Αγόρασα μια κάμερα με τα λεφτά που έβγαζα δουλεύοντας σε ένα βίντεο κλαμπ και έκανα μια μικρού μήκους. Χάλια [γέλια]! Έμαθα όμως πράγματα, άρχισα να τη δείχνω σε ανθρώπους και να γνωρίζω ανθρώπους και σταδιακά να δουλεύω στον χώρο του σινεμά. Είχα μάθει να μοντάρω προηγουμένως για να γίνει η ταινία και μπήκα μετά στο μοντάζ. Νομίζω ότι το να δουλεύεις πρακτικά είναι μια διαρκής διαδικασία μάθησης. Σίγουρα είχα κενά τα οποία τα κάλυψα αργότερα, που όμως είναι περισσότερο κοινωνικά, στην Ελλάδα τουλάχιστον.
Πέρα από τη γυναικεία ματιά σε μεγάλο κομμάτι της ταινίας, χαρακτηριστική είναι και μια κάπως dreamy ατμόσφαιρα στο αισθητικό κομμάτι. Με ποιον τρόπο εργαστήκατε με τους υπόλοιπους συντελεστές για να το καταφέρετε;
Νομίζω ότι αυτό δίνεται περισσότερο από τη φωτογραφία, που έκανε ο Πέτρος Νούσιας με τον οποίο έχουμε δουλέψει ξανά στο Ακρυλικό και τη Μελατονίνη. Νομίζω ότι μας αρέσει και στους δύο πολύ αυτό το στοιχείο, αυτή η ονειρική υφή στα πράγματα – που πατάνε μεν τα πόδια τους στον ρεαλισμό, αλλά ταυτόχρονα έχουν και κάτι μαγικό. Εδώ το πετύχαμε με τα φώτα που είναι τελείως υπερρεαλιστικά και νομίζω ότι ακόμα κι αν είχαμε ένα δεκαπλάσιο budget θα κάναμε το ίδιο πράγμα. Τα φώτα, οι κρύσταλλοι που διαθλούν το φως και παραμορφώνουν την εικόνα και είναι κάτι που λειτουργεί ποιητικά με ένα τρόπο. Γιατί το φως είναι συναισθηματικό και όχι ρεαλιστικό.
Η μουσική του Μικέ Μπίλη και του Mazoha (Τζίμη Πολιούδη) ντύνει υπέροχα τα Μπάσταρδα. Μίλησέ μου για αυτήν τη συνεργασία.
Βασική έμπνευση μαζί με τους ηθοποιούς της ήταν για την ταινία ο Mazoha, μιας που όταν ξεκινήσαμε την ταινία άκουσα τον δίσκο του Τζίμη, το Μπάσταρδο, και κάπως ένιωσα ότι αυτή είναι η μουσική της ταινίας. Σαν οι στίχοι του να μιλάνε για το ίδιο ακριβώς πράγμα, χωρίς να μιλάνε για το ίδιο πράγμα. Κάπως ένιωσα ότι κουμπώνουν απόλυτα και από εκεί πήρα την ιδέα να βγάλω την ταινία Μπάσταρδα. Του έστειλα μήνυμα για να γνωριστούμε, κατευθείαν κολλήσαμε, ψήθηκε και μου έδωσε αμέσως πρόσβαση σε όλα του τα τραγούδια. Έτσι η ταινία μοιάζει κάπως σαν ένα μιούζικαλ, όπου η μουσική και σχολιάζει την ταινία και η ταινία τη μουσική. Ο Μικές ήρθε πολύ μετά και έκανε arrange σε κάποια κομμάτια κλασικής μουσικής που παίζουν στην ταινία. Τα ξαναέφτιαξε από την αρχή δημιουργώντας αυτού του είδους την πρωτότυπη μουσική κάνοντας επίσης και το sound design.
Ποια η δική σου σχέση με τη μουσική ως τέχνη, τόσο αυτόνομα, όσο και στα πλαίσια του κινηματογράφου;
Μου αρέσει πάρα πολύ η χρήση της μουσικής στο σινεμά. Όταν έγινε για κάποια χρόνια μόδα το να μην υπάρχει μουσική για να τονιστεί το συναίσθημα, το θεώρησα απαίσια ιδέα! Η μουσική είναι ωραίο βοηθητικό/συναισθηματικό εργαλείο και είναι ένα από τα βασικά στοιχεία του σινεμά. Έχω πειραματιστεί πολύ σε αυτό και, όπως σου είπα και πριν, θα ήθελα πάρα πολύ να ήξερα να παίζω μουσική.
Ποια είναι τα Μπάσταρδα στην ελληνική κοινωνία του σήμερα και από τι προσπαθούν να αποδράσουν;
Τα Μπάσταρδα μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος νιώθει μη ελεύθερος, καταπιεσμένος. Είναι κάτι που έχουμε όλοι μέσα μας και σίγουρα έχουμε νιώσει κάποια στιγμή στη ζωή μας ή και στην παρούσα φάση – ότι δεν ανήκουμε κάπου. Αυτό το απελπιστικό συναίσθημα του να μη βρίσκεις πουθενά στήριξη, ότι είσαι μόνος σου. Αυτοί είναι τα Μπάσταρδα σήμερα.
Αν τα Μπάσταρδα μπορούν να θεωρηθούν ως έναν βαθμό μια coming-of-age ταινία, ποιο ήταν για σένα το προσωπικό σου coming-of-age moment;
Νομίζω δεν έχω φτάσει εκεί [γέλια]!
Από όλη τη μέχρι τώρα πορεία σου, ποιες είναι οι καλύτερες, αλλά και ποιες είναι οι χειρότερες στιγμές που σου έρχονται στο νου και που ενδεχομένως κρατάς ως μαθήματα;
Νομίζω ότι αυτή η σύμπνοια των ανθρώπων στα Μπάσταρδα – και των παιδιών που παίζουν και των βασικών συντελεστών, ακόμα και των ανθρώπων που τη στήριξαν χωρίς να έχουν ιδέα – είναι το καλύτερο που μου έχει συμβεί σε επαγγελματικό επίπεδο. Αν μπορούμε να το πούμε επαγγελματικό. Αυτό νομίζω έχει νόημα να κρατήσω, όχι τα κακά.
Τη διετία 2014-2015, σκηνοθέτησες τέσσερα επεισόδια για την εκπομπή ΤΑ ΣΤΕΚΙΑ: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΟΡΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ για λογαριασμό της ΕΡΤ. Πόσο διαφορετική είναι η εμπειρία σκηνοθεσίας για την τηλεόραση σε σχέση με τον κινηματογράφο; Πέρα από τους περιορισμούς που σίγουρα διαθέτει, θα έλεγες ότι εντοπίζεται και σε αυτήν μια άλλου τύπου «μαγεία»;
Σίγουρα έχει μαγεία! Η μεγάλη διαφορά, ωστόσο, δεν είναι το σινεμά-τηλεόραση, αλλά το σινεμά μυθοπλασίας- τηλεόραση ντοκιμαντέρ. Έκανα τότε για πρώτη φορά ντοκιμαντέρ και με τρομερό περιορισμό χρόνου (δύο μέρες γύρισμα για ντοκιμαντέρ 50 λεπτών). Νομίζω ότι η μαγεία βρίσκεται στους ανθρώπους γιατί είναι ανθρωποκεντρικά. Πρέπει να βρεις τη μαγεία στους ανθρώπους που μιλάνε και όχι στην εικόνα.
Θα σε ενδιέφερε να αναλάβεις κάποιο τηλεοπτικό project και αν ναι, τι θα ήταν αυτό; Επίσης, παρακολουθείς εσύ ο ίδιος συστηματικά τηλεόραση; Τι βλέπεις;
Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία και θα το ξανάκανα σίγουρα. Σίγουρα θα με ενδιέφερε και κάποιο μυθοπλαστικό project και νομίζω ότι υπάρχει πολύ μεγάλο πεδίο στην τηλεόραση. Τηλεόραση-τηλεόραση δεν βλέπω – δεν έχω κεραία στο σπίτι μου τα τελευταία 20 χρόνια – θα δω πολύ επιλεγμένα πράγματα. Ξένες σειρές. Η αγαπημένη μου είναι σίγουρα το Twin Peaks – από πάντα και για πάντα – ακόμα και η τρίτη σεζόν του. Το Euphoria είναι από τα αγαπημένα μου. Είδα τώρα και το Dead Ringers που ήταν πάρα πολύ ωραίο. Και το είδα πολύ επιφυλακτικά λόγω της ταινίας.
Τα Μπάσταρδα κατάφεραν να δημιουργηθούν έπειτα από μια καμπάνια στο Kickstarter, για τη συλλογή του απαραίτητου κεφαλαίου που θα σας επέτρεπε να κινηθείτε ως παραγωγή. Μπορεί από την εμπειρία σου το μέλλον της ελεύθερης δημιουργίας να στηριχθεί εξολοκλήρου στα χέρια των ίδιων των ανθρώπων που αγαπούν το σινεμά και την τέχνη εν γένει, ή μήπως από ένα σημείο και μετά είναι αναπόφευκτη η αναζήτηση πόρων από μεγάλους φορείς/οργανισμούς;
Είναι αναπόφευκτη. Γιατί και το Kickstarter και κάθε πλατφόρμα crowdfunding μπορεί να φτάσει μέχρι ένα σημείο. Μια ταινία για να γίνει κανονικά, να έχει ό,τι χρειάζεται και να πληρωθούν οι συντελεστές – που για μένα είναι βασικό – θέλει τόσα χρήματα που δεν μπορείς να τα μαζέψεις από crowdfunding. Η ταινία δεν καλύφθηκε πλήρως από το Kickstarter, μπήκε μέσα η εταιρεία παραγωγής Filmiki, έβαλε χρήματα για να γυριστεί άλλο ένα 30% της ταινίας που δεν είχε γυριστεί ακόμη – γυρίσαμε σκέψου σκηνές μετά από έξι μήνες. Η ταινία θα μπορούσε να γίνει και χωρίς αυτό, όμως δεν θα ήταν τόσο αποτελεσματικό – ιδιαίτερα το φινάλε.
Είναι τα Μπάσταρδα μια πολιτική ταινία;
Τα Μπάσταρδα είναι μια πολιτική ταινία, από την άποψη ότι τα πάντα είναι πολιτικά. Ευθέως πολιτική δεν μπορώ να πω ότι είναι. Παίρνει σίγουρα μια θέση στα πράγματα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είναι πολιτική με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Θεωρώ ότι η πολιτική τέχνη είναι πολύ σημαντικό και σοβαρό πράγμα για να το λέμε επιπόλαια.
Σε φοβίζει ως όρος το πολιτικό σινεμά;
Δεν με φοβίζει, το σέβομαι.
Μιας που μιλάμε για πολιτική, πώς χαρακτηρίζεις τον ελληνικό χώρο ως πεδίο πολιτιστικής δημιουργίας; Έχουν γίνει ουσιαστικά βήματα ώστε οι καλλιτέχνες να έχουν την απαραίτητη στήριξη για το έργο τους; Συμμετείχες επίσης στις πολλαπλές κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος;
Η στήριξη είναι ένα πολύ περίπλοκο πράγμα, γιατί δεν υπάρχει σταθερότητα. Τα πράγματα αλλάζουν ακόμα και με την ίδια κυβέρνηση πολλές φορές. Σίγουρα υπάρχουν σημάδια βελτίωσης. Θα σου μιλήσω για το σινεμά όπου μπορώ να έχω μια καλύτερη εικόνα. Στο σινεμά έχει υπάρξει βελτίωση στις χρηματοδοτήσεις, είναι πιο άμεσοι στις απαντήσεις τους, είναι περισσότερες και έχουν μπει κάποιοι άνθρωποι που δουλεύουν προς αυτήν την κατεύθυνση περισσότερο. Κι ας είναι με αυτήν την κυβέρνηση. Έχουν γίνει προσπάθειες να καθαρίσουν τα πράγματα, να δίνονται πιο γρήγορα εγκρίσεις, να γίνουν καινούρια projects. Σίγουρα θέλει δουλειά ακόμα, όπως και να υπάρξει μια σταθερότητα στους ανθρώπους που μπαίνουν σε θέσεις κλειδιά. Ως προς το τελευταίο, εγώ προφανώς και είμαι αντίθετος σε ό,τι συνέβη με την υποβάθμιση των πτυχίων των καλλιτεχνών. Δεν μπορώ να πω ότι συμμετείχα με τον τρόπο που θα ήθελα, τόσο ενεργά, αλλά προφανώς και ήμουν εκεί.
Το έργο ποιων καλλιτεχνών θεωρείς κομβικό για την προσωπική σου εξέλιξη ως καλλιτέχνη;
Ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης από τα 15 μου ως τώρα είναι ο David Lynch. Είναι προφανές στα πράγματα που έχω κάνει ότι είμαι επηρεασμένος από εκεί και από εκεί είναι που έχω πάρει αυτήν τη φανταστική υφή των πραγμάτων. Για μένα ήταν ένα κομβικό σημείο όταν είδα το Wild At Heart στα 12. Τότε αποφάσισα ότι ήθελα να κάνω ταινίες. Και η τηλεόραση τότε έπαιζε πολύ περίεργα πράγματα [γέλια]! Ένα άλλο πράγμα που θα ήθελα να κάνω και δεν έχω κάνει ακόμα είναι οι ταινίες τρόμου: είναι από τα αγαπημένα μου είδη στο σινεμά. Όλου του τρόμου: Argento, Cronenberg και άλλα. Είναι κάτι στο οποίο θα ήθελα σίγουρα να δοκιμαστώ.
Με ποιους ανθρώπους του χώρου θα ήθελες διακαώς να συνεργαστείς στο μέλλον;
Ξέρεις τι. Έχω πολύ περίεργη σχέση με αυτά! Σου έλεγα τώρα για τον Lynch, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα ήθελα ποτέ να τον γνωρίσω από κοντά! Νομίζω ότι θα ήθελα να δουλεύω με τους ίδιους ανθρώπους που δουλεύω.
Ποια είναι τα πλάνα σου για την επόμενη μέρα;
Να συνέλθω! Μου πήρε πέντε μήνες να συνέλθω από τη Θεσσαλονίκη, τώρα δεν ξέρω πόσο θα μου πάρει για να συνέλθω από αυτό! Το μέλλον είναι ανοιχτό και φωτεινό ταυτόχρονα!
Τα Μπάσταρδα θα προσγειωθούν από τις 25 Μαΐου στους κινηματογράφους και σύντομα αποκλειστικά στο cinobo.com
Διαβάστε το review του Avopolis, μετά από το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Δείτε το trailer της ταινίας: