Αν τον γνωρίζεις έστω και λίγο, ξέρεις ήδη ότι το πιο δύσκολο πράγμα που μπορείς να κάνεις με τον George Gaudy είναι να προσπαθήσεις, με κάποιον τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο, να περιορίσεις τη συζήτηση σε ένα θέμα ή, ακόμα χειρότερα, σε λίγα μόλις λεπτά. Αποτελεί, εξ’ άλλου, έναν άνθρωπο με διαρκείς ανησυχίες, που ενώ η ύπαρξη του περιστρέφεται φύσει και θέσει γύρω από τη μουσική, μπορεί να αντλήσει έμπνευση από ή να του προσελκύσει το ενδιαφέρον ένα ερέθισμα φαινομενικά άσχετο. Το αν θα το εντάξει σε κάποια μελωδία ή στίχο είναι ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα.
Με αφορμή την πρεμιέρα του Έτερος Εγώ: Νέμεσις την Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου στην Cosmote TV, βρεθήκαμε να κάνουμε μια σύντομη μεν, εφ’ όλης της ύλης δε κουβέντα σχετικά με το τι τον έχει απασχολήσει (και συνεχίζει να τον απασχολεί) καλλιτεχνικά – από τις εθνομουσικολογικές του εξορμήσεις μέχρι την εμπειρία του με το θέατρο και ακόμα παραπέρα.
Από το Millionaire (2012) μέχρι το Little Pieces (2020) μεσολάβησαν 8 χρόνια. Άραγε θα υπάρξει ανάλογο χρονικό διάστημα για ενδεχόμενη τρίτη δισκογραφική δουλειά;
Δεν νομίζω να πάρει τόσο πολύ, ωστόσο είχα βγάλει κάποια singles μεταξύ 2014 και 2016 – δεν βγήκαν μεν σε άλμπουμ ενώ προορίζονταν για τον (τότε) δεύτερο μου δίσκο, καθώς και δυο κομμάτια που έβγαλα στη United We Fly το 2018. Ας πούμε δηλαδή ότι μεταξύ 2014 και 2018 κυκλοφορήθηκε υλικό που θα μπορούσε κάλλιστα να απαρτίζει ένα κανονικό LP, εντούτοις η κατάσταση της δισκογραφίας τότε, η γενικότερη κατάσταση της χώρας αλλά και η δική μου συντέλεσαν στο να μην κυκλοφορήσουν ποτέ αυτά τα κομμάτια σε ένα «μαζεμένο» δισκογραφικά σύνολο. Μετά από λίγο πήγα στην Αγγλία (σ.σ. εκεί ολοκληρώνει το διδακτορικό του, μεταξύ άλλων ενασχολήσεων), ακόμα ένας λόγος για την απουσία δεύτερου δίσκου τότε.
Εποχές “Millionaire” (κάπου στα πέριξ του 2012) έτρεχα ένα side project από κοινού με Πάνο Μουζουράκη και Γιώργο Ρους, το όνομά μας ήταν Groomz – μπορείς να φανταστείς ότι λειτούργησε σαν ελαφρύ λογοπαίγνιο που εσωκλείει με κάποιον τρόπο τα ονόματα και των τριών μας.
Εκτός των τυπικών ενασχολήσεων ενός singer-songwriter, έχω γράψει μουσική για θέατρο, συγκεκριμένα για το «Η Εβραία – Ο Χαφιές» του Brecht πριν 4 χρόνια περίπου, το είχα κάνει εξ αποστάσεως από την Αγγλία αυτό. Είχαν πάρει το κείμενο του Brecht απογυμνώνοντάς το από τη μουσική του Weill – επίσης, δεν τον είχα στο μυαλό μου απαραίτητα σαν συνθετική αναφορά, απλά το ένα από τα τρία κομμάτια είχε αναφορές στην τζαζ του μεσοπολέμου επειδή ήταν της εποχής, ωστόσο τα άλλα δύο κομμάτια ήταν πειραματικά επί της ουσίας, με στοιχεία ατονικά, πολυρρυθμίες κοκ. – πράγματα που δεν είχα κάνει ποτέ στη μουσική μου μέχρι τότε.
Κάπου στο ’20 πήγα στη Φινλανδία, ασχολήθηκα με μια παράσταση σύγχρονου χορού που μάλιστα ανέβηκε μόλις (12/2) για λογαριασμό του Pori Dance Company, ονόματι “Bonding” – το οποίο έχει μέσα στοιχεία από τη σχετική ιαπωνική κουλτούρα – butoh και shibari, φερ ‘ειπείν, είναι παρόντα. Πήγα και έκατσα 3 μήνες εκεί και το έκανα in situ – φοβερή εμπειρία να προσθέσω. Είναι μια παράσταση σύγχρονου χορού που ξεκίνησε το 2020 αλλά αναπόφευκτα μας φρέναρε η πανδημία. Έκανα το sound design επί της ουσίας, κατόπιν το ανέλαβε κάποιος άλλος. Προσέθεσα ηλεκτρονική μουσική εκεί, κάτι που δεν συνηθίζω ιδιαίτερα στις σόλο ενασχολήσεις μου.
Το γεγονός ότι κάνει διδακτορικό πάνω στη μουσική εμπνέει μια ακαδημαϊκή διάσταση στις πρόσφατες/τωρινές συνθέσεις του;
Όλοι γράφουν σαν ερευνητές σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ακόμα κι αν το κάνουν ασυνείδητα, είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Στη δική μου περίπτωση υπήρξε μια ωραία σύμπλευση η οποία με βοήθησε να ξεκαθαρίσω διάφορα σε σχέση με πράγματα που ήθελα να γράψω. Στο “Mother (Reprise)” ας πούμε με ενέπνευσε η έρευνα που έκανα πάνω σε πτυχές της ελληνικής μουσικής παράδοσης, λόγω του ηπειρώτικου κλαρίνου.
Τον ενδιαφέρουν πολύ και οι διασκευές. Δεν τις κάνει συχνά αλλά, εάν του «μιλήσουν» μέσα του, το αποτέλεσμα αποζημιώνει και με το παραπάνω. Οι δύο που έρχονται σχετικά εύκολα κατά νου είναι αυτές σε Echo & the Bunnymen (για το “Millionaire”) και Μάνο Λοΐζο (για μια συλλογή-αφιέρωμα της Minos-EMI):
Σχετικά με το “Killing Moon”, μου είχε αρέσει πολύ μια διασκευή που ήταν βαλς αλλά κάτι με χαλούσε στην ενορχήστρωση, επομένως προχωράω στο να κάνω μια εκδοχή που θα με γέμιζε εμένα προσωπικά και ως εκ τούτου βγήκε τελείως αβίαστα.
Στις 13 Φεβρρουαρίου κάνει πρεμιέρα η τρίτη σεζόν της δημοφιλούς σειράς Έτερος Εγώ, η οποία είναι εν μέρει συνδεδεμένη με το όνομά του – και αντίστροφα, ενδεχομένως. Το “Down Down Below”, μια σύμπραξη με την Idra Kayne (με την οποία έχουν ένα κάποιο μουσικό παρελθόν, παρεμπιπτόντως) είναι η φετινή του συνεισφορά στο συγκεκριμένο. Πώς όμως ξεκίνησε όλο αυτό;
Το 2016 βγήκε το “Mother” αυτούσιο, πριν το Έτερος Εγώ κάνει έφοδο στα τηλεοπτικά δρώμενα. Κυκλοφόρησε από την ΕΜΙ, μάλλον από εκεί το άκουσαν κάποιοι από την παραγωγή, μάλιστα ήμουν Αγγλία τότε. Με παίρνουν τηλέφωνο από τη Universal, λέγοντάς μου ότι υπάρχει μια σειρά που θέλει το κομμάτι χωρίς να ειπωθούν περαιτέρω λεπτομέρειες. Μετά κατάλαβα περί τίνος πρόκειται και χάρηκα πολύ.
Ενώ το “Mother” προϋπήρχε της σειράς, τα “I Lost My Soul” και “Down Down Below” γράφτηκαν επί τούτου – και τα τρία έχουν «ντύσει» τα opening (αλλά και closing) credits.
Συνειρμικά, έρχεται εύκολα κατά νου η σημειολογική σύνδεση με το True Detective, μιας και εκεί επίσης υπάρχει η αντιπαραβολή μυστηρίου/ανεξιχνίαστου εγκλήματος και trademark bluesy κομματιών που ενίοτε λειτουργούν σαν καθοδηγητικά themes στη σειρά – ή, το λιγότερο, στη συνείδηση των θεατών.
Δεν είχα κάνει ποτέ άμεση σύνδεση με το συγκεκριμένο. Για μένα, ενώ το True Detective ενέχει μεταφυσικό τρόμο, το Έτερος Εγώ από την άλλη αποτελεί θρίλερ, ένα αστυνομικό μυστήριο. Επίσης όλα τα κομμάτια προϋπήρχαν στο True Detective, επιλεγμένα μάλιστα από τον T Bone Burnett (κάπου εδώ μάλιστα μαθαίνουμε για το soft spot που έχει για το soundtrack του “O Brother, Where Art Thou?”).
Ένα πολύ ενδιαφέρον κλιπ που απομονώθηκε από μια πρόσφατη συνέντευξη του δημιουργού του Έτερος Εγώ, Σωτήρη Τσαφούλια, θίγει ένα αρκετά καίριο θέμα σχετικά με την παρουσία και συνεισφορά διαφόρων μειονοτήτων στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Πιο συγκεκριμένα, ο δημοφιλής σκηνοθέτης υποστηρίζει σθεναρά ότι ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσε μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας επί ματαίω, αντ’ αυτού αφήνει κάθε φορά την αφήγηση να υποδείξει τι και ποιος. Μια από τις πλέον ψύχραιμες τοποθετήσεις πάνω σε τέτοιου είδους ζητήματα από έναν άνθρωπο που έχει εξ’ άλλου αποδείξει πολλάκις ότι η ψυχραιμία και οι καλοζυγισμένες απαντήσεις (ειδικά επί κοινωνικών θεμάτων) είναι κάτι που παίζει στα δάχτυλα.
Ο Σωτήρης έχει κερδίσει επάξια τη θέση του καλόπιστου συνομιλητή βάσει πρότερων δηλώσεών του, άρα ξέρουμε ποιος είναι και ως εκ τούτου είναι πολύ δυσκολότερο να παρεξηγηθεί μια δήλωσή του. Δεύτερον, ειδικά στις μειονότητες υπάρχει μεγάλη απέχθεια στο φαινόμενο του tokenism (σ.σ.: επιπόλαια ή συμβολική προσπάθεια για την περιεκτικότητα σε μέλη μειονοτικών ομάδων) και του pinkwashing, εξ’ όσων αντιλαμβάνομαι εννοεί ακριβώς αυτό, το οποίο μπορεί να γίνει σεβαστό από όλους. Ακόμα και οι τρόπον τινά «ακραίοι» ακτιβιστές δεν βρίσκουν το tokenism λύση, επομένως διαχωρίζει ωραιότατα την εν λόγω πρακτική από την ουσιαστική και σημαίνουσα συμπερίληψη.
Σχετικά με τις ζωντανές εμφανίσεις, αποτελεί περίπτωση καλλιτέχνη που ξεκίνησε δυναμικά μετά την άρση της καραντίνας, χωρίς ωστόσο να είναι φλύαρος ως προς τη συχνότητα αυτών.
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω βρει το ρυθμό που θα ήθελα μετά το διετές break, τώρα όμως που βγαίνει και το “Down Down Below” θέλω να ξεκινήσω να παίζω περισσότερο. Βέβαια, το «πιο πολύ» δεν σημαίνει απαραίτητα και «πιο συχνά», μου άρεσε το αραιότερο να σου πω την αλήθεια. Ειδικά στην Αθήνα, που είναι δύσκολο το να παίζεις συχνά – τα 1-2 live το χρονο δεν είναι κακά. Επαρχία θα ήταν ωραία, ας πούμε. Μετά τα live στο Λονδίνο (2017 - 2020, έπαιζα μια φορά το μήνα εκείνη την τριετία), σκεφτόμασταν να αρχίσουμε ένα μίνι ευρωπαϊκό τουρ. Είχαμε κλείσει Βερολίνο αλλά μας το χάλασε ο Covid, υπάρχει όμως ακόμα στα πλάνα να γίνει μια βόλτα προς τα έξω – θα γίνει όμως όταν έχει νόημα, δεν χρειάζεται να εκβιασθεί το οτιδήποτε.
Ο πυρήνας της μπάντας αποτελείται από τον Γιώργο Πουλιάση στα τύμπανα, τον Αντώνη Τσιάπαλη στο μπάσο και τον Οδυσσέα Τζιρίτα στην κιθάρα. Εμβόλιμες προσθήκες ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες υπάρχουν φυσικά, όπως παραδείγματος χάριν η Esterina, με την οποία γνωριζόμαστε χρόνια.