Τάνια Σκραπαλιώρη

 Δεν υπάρχουν πολλοί, εντός και εκτός συνόρων, που ασχολούνται με την ηλεκτρακουστική σύνθεση, την ηλεκτρονική συνθετική μουσική και την avant - garde του περασμένου αιώνα, δεν υπάρχουν πολλοί λάτρεις των αναλογικών synths εκεί έξω που δεν έχουν έρθει σε επαφή με το πρωτοπόρο album στον τομέα αυτό για τα ελληνικά δεδομένα, κι ένα από τα πρώτα στη στάθμη της τεχνικής του διεθνώς, το Smog  του Κυριάκου Σφέτσα - ένα έργο σε πέντε μέρη που δημιουργήθηκε από τον συνθέτη, κατόπιν ανάθεσης του χορογράφου Michel Caserta για το ομώνυμο μπαλέτο, το 1974. 

Μπορεί ο Κυριάκος Σφέτσας, ένα από πιο σημαντικά κεφάλαια της σύγχρονης εγχώριας μουσικής σύνθεσης, να  αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό ιδιαίτερα για τη συνεργασία του με την Κατερίνα Γώγου και τη μελοποίηση των ποιημάτων της στον δίσκο Στον Δρόμο  του 1981 ή για την επίσης πρωτοπόρο για την εποχή της πρόταση των Greek Fusion Orchestra, με την οποία κατέλυσε στεγανά και σύνορα μεταξύ των ειδών, ωστόσο το πρώτο του αυτό album, το Smog, είναι αυτά που άγγιξε με τα χρόνια τις παρυφές του μύθου -τουλάχιστον στην ηλεκτρακουστική avant - garde σκηνή- τόσο για την καθαυτή καλλιτεχνική του αξία και αισθητική όσο και για την παραγωγή του, στο πλαίσιο της οποίας αξιοποιήθηκε αριστοτεχνικά η διαθέσιμη μουσική τεχνολογία της εποχής  με μια εντυπωσιακή τετρακαναλική ηχογράφηση σχεδιασμένη για ζωντανές εκτελέσεις. 

Αυτό το σπουδαίο έργο, έργο που γεννά θαυμασμό και δέος, επανασυστήνει στο ελληνικό κοινό το νεοσύστατο label Cat In The Room με μια εξαιρετική επανακυκλοφορία του Smog,  σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του στο Παρίσι, τον Οκτώβριο του 1974. Επανακυκλοφορία με προστιθέμενη αξία τη συμμετοχή του ίδιου του συνθέτη, σε συνεργασία με τον οποίο έγινε νέο mastering του έργου και σχεδιάστηκε εκ νέου το artwork του, αλλά και μια συνολική παρουσίαση του μουσικού κεφαλαίου του Κυριάκου Σφέτσα με την κυκλοφορία σε ψηφιακή μορφή, για πρώτη φορά, μεγάλου μέρους του σπουδαίου έργου του από το Works Vol. 1 και το Χωρίς Σύνορα με τους Greek Fusion Orchestra μέχρι τα soundtracks για το "Στίγμα" και το "Η Νύχτα με τη Σιλένα". 

Ποια καλύτερη αφορμή για μια χορταστική, απολαυστική συζήτηση με τον Κυριάκο Σφέτσα για το Smog και τους Greek Fusion Orchestra, τα synthesizers και την ηλεκτρακουστική σύνθεση, τη μουσική, την πρωτοπορία και εν τέλει την ίδια τη ζωή; 

stqdn8rkbo-1 

Αν κάποιο παιδί από τη Gen Z ή κάποια άλλη "νεότερη γενιά" διαβάζει αυτή τη συνέντευξη και έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το όνομά σας και το έργο σας πώς θα του συστηνόσασταν, αν έπρεπε να χωρέσετε σε μερικές προτάσεις το ταξίδι σας μέχρι σήμερα;

Να σας πω ευθύς εξ αρχής ότι η άποψή μου για τις «συναντήσεις» διαφορετικών γενιών αφορούν σε ζητήματα και σχέσεις πολυσήμαντες. Πιστεύω ότι οι νέοι της κάθε επερχόμενης γενιάς, διακλαδώνονται τελικά σε πολλά μονοπάτια του χθες και του σήμερα. Είναι νομίζω κύριο γνώρισμα των ανθρώπινων όντων, να ψάχνουν, συχνά με αγωνία, για το τι συμβαίνει γύρω τους. Ίσως όχι με τον τρόπο που θα ήθελαν ή θα προτιμούσαν οι παλαιότεροι, αλλά αυτό για μένα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.

Θα πρότεινα λοιπόν, χωρίς φόβο και πάθος, στο παιδί αυτό να αλληλογνωριστούμε κι ο καθείς μας να διαμορφώσει μια άποψη για τον άλλο. Νιώθω πάντως σίγουρος, ότι ακόμη και στην περίπτωση μιας μονομερούς δυσκολίας, ή ακόμη και απόρριψης, θα είχαμε να ανταλλάξουμε πράγματα. Δεν πιστεύω πάντως ότι ένα παιδί της Γενιάς Ζ κουβαλάει το βάρος ενός κενού εγκεφάλου. Κουβαλάει μάλλον έναν εγκέφαλο και μια ψυχή με χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα, διατηρώντας το δικαίωμα να βρει τις απαντήσεις του.

 

Πάμε λοιπόν πίσω στον χρόνο, στις αρχές του ταξιδιού σας. Ποια ήταν τα πρώτα σας μουσικά ερεθίσματα και πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τη μουσική; Ποιοι ήταν οι σημαντικοί σταθμοί που σας διαμόρφωσαν στον συνθέτη που γίνατε μετέπειτα;

Μεγάλωσα με δύο πατρίδες: την Αμφιλοχία όπου γεννήθηκα κι έζησα τα πρώτα μου 6 χρόνια και τη Λευκάδα όπου «μεγάλωσα» και την εγκατέλειψα στα 18 μου. Δύο πατρίδες και δύο μουσικές. Ανατολή και Δύση σε μια απόλυτη φυσιολογική σχέση εντός μου. Το κλαρίνο της Ηπείρου και της Στερεάς από τη μια, και οι χορωδίες, μαντολινάτες και μπάντες από την άλλη.

Δεν βρέθηκαν ποτέ αντικρουόμενες αυτές οι μουσικές πραγματικότητες. Αντιθέτως θα έλεγα ότι εξελίσσονταν ως πολιτισμικός πλούτος μέσα μου, με συγκίνηση που διοχετεύονταν στο είναι μου κι από τις δυο μεριές. Ισότιμα. Ακόμα και η φύση των δύο γεωγραφικών περιοχών λες και συμπλήρωνε η μία την άλλη. Μέσα λοιπόν σε αυτό το περιβάλλον περιφερόμουν νοητικά και γεωγραφικά επιχειρώντας να κατανοήσω τις ιδιομορφίες του, ανακαλύπτοντας βεβαίως τα εμφανή, αλλά και προσπαθώντας αδιάκοπα για τα κρυμμένα. Έτσι, από μαθητής του δημοτικού, η αναζήτηση με έφερε στην αρχή στην μπάντα (φιλαρμονική) της πόλης, όπου εθήτευσα για μικρό χρονικό διάστημα και μάλλον απέτυχα στις προσπάθειές μου να μάθω τρομπέτα κι ύστερα κλαρινέτο, οπότε και απήλθα αρκετά απογοητευμένος. Η τύχη όμως με έφερε αργότερα στο νεοσύστατο από τον πρώτο μου δάσκαλο Φώτη Βλάχο ωδείο, παράρτημα του Εθνικού Ωδείου της Αθήνας, με διευθύντρια την αείμνηστη Κρινώ Καλομοίρη.

Θα έλεγα ως επίλογο, ότι οι «περιπλανήσεις» μου αυτές, (από το να ακούω ένα πένθιμο εμβατήριο στον επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής ή και σε μια νεκρική πομπή, μέχρι το πανηγύρι με την δημοτική κομπανία σε κάποιο ορεινό χωριό του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, από το να παίζουμε στο ωδείο με μικρό σύνολο την «Εύθυμη Χήρα» του Λέχαρ ή να ακούω ξαφνικά και αναπάντεχα στο Φεστιβάλ της Λευκάδας έργα του Τσάρλς Άϊβς και μοντέρνα τζαζ από φοιτητές του πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης), κατασκεύασαν μέσα μου έναν ανεκτίμητο μουσικό κόσμο για τον οποίο βεβαίως υπεύθυνος σε μεγάλο βαθμό ήμουν εγώ ο ίδιος. Η εποχή μαστίζονταν από τη φτώχεια. Οι άνθρωποι όμως πιστεύω ότι είμασταν πλούσιοι. Για κάποιους ίσως ρόλο στη διαμόρφωση μιας έγκυρης μουσικής παιδείας ρόλο έπαιζαν τα κεντρικά «σοβαρά» ωδεία, σχολές κ.λ.π. Για μένα διαμόρφωση μουσικής συνείδησης ήταν όλα όσα εν τάχει προανέφερα, μαζί βέβαια με τα λαϊκά της εποχής που μάθαινα με το αυτί.   

Έχοντας μαθητεύσει στο Εθνικό Ωδείο Λευκάδος και Εθνικό Ωδείο Αθηνών,  με δασκάλα, όπως αναφέρατε την Κρινώ Καλομοίρη, κόρη του Μανόλη Καλομοίρη, πώς θα περιγράφατε την εμπειρία αυτού που πολύ συχνά χαρακτηρίζουμε ως «κλασσική μουσική παιδεία»; Πώς σημειολογείτε τη σημασία ενός τέτοιου κύκλου εκπαίδευσης στη ζωή ενός μουσικού; Είναι το παν, το ήμισυ του παντός ή απλώς άλλος ένας τρόπος να φτάσει κανείς στον προορισμό του;

Με τον ερχομό μου στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1964 και έκτοτε, οι επιλογές γύρω από τη μουσική και ιδίως στο θέμα των δασκάλων, είναι πλέον αποκλειστικά δικές μου. Τόσο κατά τις λιγόχρονες σπουδές μου στο Εθνικό Ωδείο της Αθήνας όσο και αργότερα στη Γαλλία η φροντίδα περί τις σπουδές μου, με ωθούσε στην ανάγκη μιας «εμπλουτισμένης», πιο περιεκτικής θα έλεγα παιδείας διότι σε κάτι τέτοιο είχα εθισθεί από πολύ νέος. Πάντα επιθυμούσα να καταλάβω τι κρυβόταν ή ποια ήταν τα μυστικά που συνέθεταν το ύφος ή την τεχνική ενός μουσικού είδους, σε σχέση με κάποιο άλλο. Ακόμη κι αν αυτά μου φάνταζαν σαν να έρχονταν από διαφορετικούς κόσμους. Εκείνο δηλαδή που απασχολούσε περισσότερο, ήταν μια ολοκληρωμένη, κατά το δυνατόν, εποπτεία επί των μουσικών φαινομένων. Έτσι πίστευα, κατέχοντας εργαλεία «πολλών χρήσεων και εφαρμογών», θα ήμουν πιότερο ικανός στη μουσική γραφή που ήθελα να χτίσω. Θητεύοντας, με αυτή τη συμπεριφορά στη μουσική μου πορεία, θα έλεγα ότι σε ότι αφορά την εκπαίδευσή μου, είμαι κάποιος που κουβαλάει γνώσεις και εμπειρίες πολυπολιτισμικές, οι οποίες διαμόρφωσαν αυτό που εσείς αποκαλέσατε «κύκλο εκπαίδευσης» ενός μουσικού. Και για να κλείσω χωρίς να αφήσω κενά, θα πω ότι ποτέ δεν αισθάνθηκα ένα «καθαρός κλασικός μουσικός» για τον απλούστατο λόγο ότι πάντα μέσα μου θα ισορροπούν η Δύση και η Ανατολή.  

 

Μεταξύ άλλων έχετε συνυπάρξει στη σκηνή με τη Μαρία Κάλλας, συνοδεύοντας την στον πιάνο – υποθέτω σας έχουν ρωτήσει και σας ρωτάνε συχνά για αυτή τη στιγμή. Τι θυμάστε από αυτήν;

Συνύπαρξη είναι ίσως βαρύς ρόλος, και ισχύει όταν υπάρχει προετοιμασία και ανάλογη των περιστάσεων οργάνωση. Στην περίπτωση όμως μιας απρόσμενης, ίσως και τυχαίας συνάντησης, όπως αυτή που συνέβη στα τέλη Αυγούστου του ’64 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ της Λευκάδας, όπου παραβρέθηκε η μεγάλη ντίβα αποκαλύπτοντας ξαφνικά ότι θα τραγουδούσε, δεν μπορώ, εγώ τουλάχιστον να μιλάω για συνύπαρξη! Μάλλον ως δύσκολη και παράτολμη υποχρέωση το εξέλαβα, η οποία σαφώς και μου «επιβλήθηκε» τόσο από τους ντόπιους διοργανωτές όσο και από την ίδια. Μόνο που η δική της συμπεριφορά, «καλύφθηκε» από την γοητεία της. Και ο 18χρονος μαθητής του ωδείου της Λευκάδας, πως θα μπορούσε στο κάτω κάτω να της αρνηθεί. Έτσι κάπως έγινε, και βρέθηκα άρον άρον στο πάλκο, μπροστά σε ένα άγνωστο μουσικό κείμενο που μόλις είχα προλάβει να του ρίξω μια ματιά.

Θυμάμαι τη νεκρική και συνάμα ευλαβική σιωπή του κόσμου που είχε πλημμυρίσει την κεντρική πλατεία, τις λατρευτικές κραυγές στο φινάλε της άριας, την δική της βαθιά ευχαρίστηση (εκτίμηση δική μου) για την αυτοσχέδια παρουσία της σε ένα χώρο λαϊκό χωρίς πρωτόκολλο, όπου το αγκάλιασμα του κοινού ήταν πέρα για πέρα αυθεντικό, όλοι ένιωθαν ότι ένα δώρο ανεκτίμητο είχε πέσει για χάρη τους από τον ουρανό, κι ένα σωρό άλλα που δεν μου είναι τόσο εύκολο να περιγράψω. Νομίζω ότι εξιστόρησα τα βασικά.

Η βραδιά τέλειωσε με την αναχώρησή της στον Σκορπιό. Έκτοτε δεν την ξανάδα κι ούτε το επεδίωξα. Συνέχισα τον δικό μου δρόμο...

ksvob3mg

Σε παλαιότερη συνέντευξή σας έχετε μιλήσει για τα «καταγώγια της Ομόνοιας» όπου ήσασταν αναγκασμένος να παίζετε μουσική μετά την αποφοίτησή σας από το Ωδείο. Πώς ήταν οι συνθήκες για έναν νεαρό μουσικό στην Αθήνα της δεκαετίας του ’60 και πώς θυμάστε εκείνες τις ημέρες; Πώς βρεθήκατε από αυτά τα «καταγώγια» στο Παρίσι και πώς επηρέασε αυτή η απόφαση και μετάβαση την καλλιτεχνική εξέλιξή σας;

Στα καταγώγια της Ομόνοιας ή της Τρούμπας, έπαιζαν τότε, (60s), πολλοί αξιόλογοι Έλληνες μουσικοί όπως ακριβώς κάποιοι σήμερα, αναγκάζονται να παίξουν στα σκυλάδικα ή σε ανάλογα στέκια. Η ανάγκη της επιβίωσης καθορίζει αυτές τις δυσάρεστες επιλογές.

Για μένα το παρήγορο ήταν η αλληλεγγύη που γνώρισα από μεγαλύτερους ηλικιακά μουσικούς, που συχνά λειτούργησαν με στοργή αλλά και με τη γνώση του έμπειρου ώστε να προστατευόμαστε, από τον επιεικώς αφιλόξενο κόσμο της νύχτας. Οι συνάδελφοι αυτοί, υπήρξαν αληθινά συγκινητικοί. Στη διάρκεια της σχεδόν τρίχρονης παραμονής μου τότε στην Αθήνα και παρά τις όσες ποικίλες εμπειρίες απέκτησα, με έτρωγε μέσα μου το σαράκι. Ονειρευόμουνα συνεχώς το μεγάλο ταξίδι, το δρόμο της φυγής και της λύτρωσης. Η απριλιανή χούντα του ’67, με έκανε να επισπεύσω την αναχώρησή μου. Από τη μια το ξενύχτι στα διάφορα κέντρα της νύχτας κι από την άλλη η συμφορά που είχε καταπλακώσει τη χώρα ήταν το φινάλε. Με τρία χιλιάρικα στην τσέπη, ένα δυο συστατικές επιστολές της δασκάλας μου της Κρινώς Καλομοίρη και με δάκρυα στα μάτια, αποχωρίστηκα τους δικούς μου στο σταθμό Λαρίσης μια νύχτα του τέλους Αυγούστου του ’67. Προορισμός το Παρίσι. Γνωριμίες μηδέν. Ένας Λευκαδίτης ράφτης, χρόνια εκεί στα ξένα, θα με φιλοξενούσε για λίγο στο φτωχικό του δωμάτιο. Γνώριζα ακόμη ότι ζούσε εκεί ο σπουδαίος Ιάννης Ξενάκης του οποίου είχα ακούσει «Εόντα» και «Πιθοπρακτά».

Το πάθος ή η μανία του ανθρώπου να ξεφύγει από τη μαύρη μοίρα του κάνει θαύματα. Πρώτα πρέπει να χτυπηθείς με τα θεριά που σου κλείνουν το δρόμο. Η καλλιτεχνική εξέλιξη έρχεται στη συνέχεια.

 

Αυτές τις ημέρες επανακυκλοφορεί ένας δίσκος - ορόσημο για την εγχώρια -και όχι μόνο- ιστορία της ηλεκτρακουστικής μουσικής, το πρώτο album σας SMOG από το 1974 – ένας δίσκος που γράψατε στο Παρίσι για το ομώνυμο μπαλέτο. Θα θέλατε να μας διηγηθείτε με δικά σας λόγια την ιστορία της δημιουργίας αυτού του δίσκου;

Δεν ανήκω στους μουσικούς που πάσχουν για να προκαλέσουν, οργανώσουν ή να προγραμματίσουν τα έργα τους. Το Smog προήλθε μέσα από τη φιλία μου με κάποιους ανθρώπους. Δεν το είχα σχεδιάσει ούτε το είχα επιδιώξει. Όταν συνέβη, όταν δηλ. ο χορογράφος Μισέλ Καζερτά μου πρότεινε να γράψω τη μουσική για ένα σύγχρονο μπαλέτο 90λεπτης διάρκειας, ένιωσα υπερτυχερός διότι ήταν ένα σπουδαίο «πρότζεκτ» όπως λέμε σήμερα.

Το αν στα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι σήμερα, ο δίσκος «έγινε» θρυλικός, ή το πως κατατάσσεται στην ιστορία της ηλεκτροακουστικής μουσικής είναι ένα ζήτημα για το οποίο δεν είμαι ο κυρίως υπεύθυνος. Σίγουρα όμως πιστεύω, ότι έχει να κάνει με κάτι που κρίθηκε αξιόλογο, τόσο από τους ακροατές του όσο και από την κριτική.

r-25404415-1670506844-8201

 

Ποια ήταν η κατάσταση στον χάρτη της ηλεκτρακουστικής μουσικής εκείνη την εποχή στο εξωτερικό σε αντιπαραβολή με τα εγχώρια δεδομένα; Φαντάζομαι ότι και μόνο ο όρος για την Ελλάδα θα ήταν σχεδόν άγνωστος τότε.

Αν λάβουμε υπόψη τη μουσική τεχνολογία της δεκαετίας του ’70, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, θα διαπιστώσουμε αναμφίβολα, ότι η σύγκριση με την τότε κατάσταση στη χώρα μας δεν παρουσιάζεται θετική ή αν το εκφράσουμε πιο ήπια, οι διαφορές επιπέδων είναι πολύ μεγάλες. Είχαν βέβαια γραφτεί, από λιγοστούς Έλληνες συνθέτες, κάποια έργα που θα τολμήσω να χαρακτηρίσω ως πρωτόλεια, όχι λόγω της αδυναμίας των δημιουργών τους αλλά λόγω της πενιχρής κατάστασης των μέσων, κι έτσι θα ήταν άδικο να αποτολμήσουμε την όποια σύγκριση. Όσο για το πλατύ κοινό, η υπόθεση της ηλεκτροακουστικής μουσικής ή της μουσικής που είχε γραφτεί με τη χρήση των τότε υπολογιστών, ήταν εντελώς άγνωστη.

 

To Smog είναι ένα προϊόν των πλέον σύγχρονων μέσων της εποχής εκείνης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταξύ άλλων και την τετρακαναλική ηχογράφηση με δυνατότητα ζωντανής εκτέλεσης. Ποιες ήταν οι επιρροές που σας οδήγησαν σε ένα τέτοιο έργο; Πώς συλλέξατε τους φυσικούς ήχους που αναμιγνύονται στο έργο με τους ήχους από τα αναλογικά συνθεσάϊζερ και ποια ήταν η μεγαλύτερη τεχνική δυσκολία κατά τη σύνθεση; Πώς βιώσατε αυτήν την πρώιμη δημιουργική σχέση της μουσικής τεχνολογίας με τη μουσική δημιουργία και ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση κατά την ερμηνεία του έργου στις «ζωντανές» παραστάσεις του μπαλέτου κάθε βράδυ;

Η ζωή και το έργο μεγάλων δημιουργών κι όχι μόνο της μουσικής υπήρξε και θα εξακολουθεί για πάντα να μού είναι παράδειγμα για σύνεση και σκληρή δουλειά. Στην περίπτωση του Smog, ήμουν από την αρχή αισιόδοξος, ότι παρά τις τεχνικές κυρίως δυσκολίες, θα κατάφερνα να φέρω επιτυχώς εις πέρας το στοίχημα που είχα θέσει στον εαυτό μου, αλλά και στον φίλο χορογράφο που μου είχε εμπιστευτεί τη σύνθεση της μουσικής.

Στην αρχή, κινήθηκα μεθοδικά ως προς την όσο το δυνατόν εξασφάλιση της απαραίτητης τεχνολογικής υποδομής, έτσι ώστε να έχω στη διάθεσή μου έναν ικανό αριθμό «μηχανών επεξεργασίας ήχου». (Μαγνητόφωνα, Ενισχυτές, Μικρόφωνα, Συνθετητές (Synthesizers), Ηλεκτρ. Φορητό όργανο, Μονάδες Echo, Reverb, Αυξομοιωτές ταχυτήτων κλ.π.). Ότι δηλαδή συνθέτει ένα ας πούμε στούντιο ηχογράφησης με πολλές δυνατότητες. Το καθαρά δημιουργικό κομμάτι, άρχισα να το σχεδιάζω μετά, αφού είχα ήδη εξασφαλίσει αυτό που στην ενόργανη μουσική θα αποκαλούσαμε συμφωνική ορχήστρα, μεγάλη ή μικρότερη ή ορχήστρα δωματίου ή ακόμη και ορχήστρα πνευστών. Σε ότι αφορά στους φυσικούς ήχους, υπήρξε ένας μεγάλος κατάλογος καταγραφής και ηχογράφησής τους, με σκοπό μια πλατειά συγκέντρωσή τους. Αυτή, θα μπορούσε με τις απαραίτητες επεξεργασίες, να δώσει επιλέξιμο, ήτοι, αξιόλογο και πρωτότυπο ηχητικό υλικό προς τελική χρήση. Στο θέμα της «μεγαλύτερης τεχνικής δυσκολίας» που σημειώνετε, θα σας αναφέρω  ότι ο συγχρονισμός των δεδομένων (μουσικών συμβάντων-μουσικής αφήγησης) των τεσσάρων καναλιών ήταν το δυσκολότερο, κοπιαστικό και χρονοβόρο κομμάτι της δουλειάς, με λίγα λόγια το μοντάζ της μαγνητοταινίας (ων), που γινόταν με «χειροκίνητο!» τρόπο, ένα δηλαδή συνεχές κόψε-ράψε.

Στις αργές ή τις γρήγορες στροφές της κίνησης του χωροχρόνου, που γεννιόταν το Smog ως μουσική οντότητα, βρισκόμουν στη δίνη μιας διαδικασίας διέγερσης με παραμυθένιο άρωμα. Μέσα σε ένα συνεχή παλμό, σε μια λειτουργία αδιάκοπη, με μόνιμο στόχο τη μετουσίωση ενός αδρανούς, (στις πρώτες μορφές του), ηχητικού υλικού, σε μια γλώσσα πλήρους μουσικής υπόστασης. Το χειρωνακτικό με το νοητικό, το τυχαίο με το οργανωμένο, το απλό με το σύνθετο σε παραλληλία, η δόνηση με την ακινησία, η συμπόρευση με τις συμπαντικές εκρήξεις αντιθέσεων, στοίχειωναν μέσα μου την αμόλυντη χαρά που μου έδινε τη δύναμη να εργάζομαι μέρα νύχτα σχεδόν μαγεμένος κι ακούραστος.

Κι όταν το έργο πήρε, ύστερα από κάποιους μήνες δουλειά την τελική του μορφή, έφτασε η στιγμή της ερωτικής πράξης που στη μουσική είναι ο «Άγιος ήχος» που εισέρχεται μονίμως στο αίμα μας δίνοντάς του χιλιάδες αποχρώσεις. Κάτι τέτοιο ήταν  το παιχνίδι με τα όργανα της κονσόλας του ήχου, στην αίθουσα της παράστασης. Μια μαγική διαδικασία που ξεπερνούσε τους χειρισμούς των οργάνων, αλλά, κρυφίως πως, έστελνε στ’ αυτιά μας, στην είσοδο του είναι μας, παλμούς ηδονής, έτσι όπως τα σώματα των χορευτών αντιδρούσαν, και σχημάτιζαν ολόκληρους κόσμους,  με τις μυστικές τους κινήσεις.

Ο John Cage που έχει χαρακτηριστεί ως ο «Άρχοντας της Μουσικής του Τυχαίου» έχει γράψει διάσημα έργα με παρόμοιες μεθόδους με αυτήν με την οποία γράφτηκε το SMOG. Τελικά, όμως, υπάρχει οτιδήποτε τυχαίο στην ηλεκτρακουστική μουσική; Ή στην τέχνη γενικότερα;

Η φωτιά με τη στάχτη, ο αέρας με την άπνοια, το νερό με τη δίψα, η χαρά με τον πόνο, το τυχαίο που ως μέρος της φύσης βιώνουμε όλοι, καθώς  και όλα εκείνα που κάνουν τη ζωή μας ανεκτίμητη, αποτελούν δυνάμεις που συνυπάρχουν αλλά και συγκρούονται. Κι αυτή είναι μια πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί.

Μπορεί κανείς να θέσει στην υπηρεσία του πολλές μεθόδους και να εφεύρει άλλες τόσες για να σχεδιάσει την εξέλιξη και τη δομή κατά προσέγγιση ενός αλεατορικού έργου. Η τάση για ελάχιστο, κυμαινόμενο ή πλήρη έλεγχο έλεγχο των δεδομένων της σύνθεσης, ο προκαθορισμός του παράγοντα τύχης (του τυχαίου) κ.ά. είναι επιλογές που διαφέρουν, κάποτε και ριζικά, από συνθέτη σε συνθέτη. Πάντως σε όλες τις μορφές της σύνθετης, ας την αποκαλέσω έτσι απλά, μουσικής, οι πιθανότητες του τυχαίου θεωρώ ότι είναι παρούσες μέσα από πολλές παρουσίες, άλλοτε εμφανείς κι άλλοτε καλά κρυμμένες. Ο J. K. πάντως, πολυτάλαντος δημιουργός, πρωτοπόρος σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης έκφρασης και τέχνης, πειραματίστηκε με έναν θα έλεγα πιο «αναρχικό», ίσως κάποτε και πιο «αθώο» τρόπο στην μακρά πορεία του. Δεν μπορώ να πω όμως με βεβαιότητα ότι κάπου μπορεί να συναντιόμαστε, και κυρίως στον τρόπο σκέψης και μεθόδων για την υλοποίηση μια σύνθεσης.

 

Συνηθίζεται να λέγεται -ιδίως στην avant garde- ότι το χ ή το ψ έργο είναι «μπροστά από την εποχή του» σε μια προσπάθεια περιγραφής του πρωτοποριακού του χαρακτήρα ή της καινοτομίας του. Νιώθετε ότι το SMOG ήταν «μπροστά από την εποχή του» ή ακριβώς στην εποχή του; Πώς νιώθετε κοιτώντας το ή/και ακούγοντάς με την απόσταση των 50 ετών;

Η αποτίμηση που μπορώ ανεπιφύλακτα να κάνω ακόμη και σήμερα, ύστερα από 48 χρόνια, είναι ότι το Smog υπήρξε ένα «παιδί» της εποχής του. Δεν θα ήθελα να μπω στη δοκιμασία να εκφράσω οποιαδήποτε σχετική και τελεσίδικη εκτίμηση, πριν ο χρόνος να απαντήσει εκείνος στο ερώτημά σας.

 

Είναι μια ολοένα και πιο αναπτυσσόμενη τάση στη σύγχρονη μουσική δημιουργία η επιστροφή στα αναλογικά synthesizer, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Πώς εξηγείτε και πώς βλέπετε αυτές τις προσπάθειες νέων καλλιτεχνών από τη θέση της δικιάς σας ιστορίας και εμπειρίας;

Δεν έχω την ίδια εντύπωση. Από την καθημερινή μου σχεδόν παρακολούθηση των ψηφιακών εκδόσεων αναλογικών και μη synthesizers, αλλά και των συνεχών αναβαθμίσεων των επαγγελματικών samplers δεν τεκμηριώνεται αυτή η στροφή, τουλάχιστον πλειοψηφικά, ανάμεσα στους εκατοντάδες χιλιάδες fans της ηλεκτρονικής μουσικής και των διαφόρων ειδών της. Αυτό που βλέπω περισσότερο, είναι ότι οι επαγγελματίες μουσικοί, επιλέγουν synthesizers ή άλλα VST instruments που κρίνουν ότι θα τους βοηθήσουν με τις υψηλότερες δυνατότητες στην πραγμάτωση των έργων τους.

Οι προσπάθειες τέλος των νέων καλλιτεχνών, από τη θέση της δικιάς μου ιστορίας και εμπειρίας,  θα έλεγαν ότι συναντώνται σε πολλά σημεία και στο κυριότερο: ο στόχος να γραφτεί καλή και πρωτότυπη μουσική μέσα από την αγάπη για δημιουργία, αλλά και χωρίς φόβο για τις αστοχίες και τα λάθη! Αξίζει η περιπέτεια αυτή, για να βαδίσει μπροστά το κάθε καινούριο και μέσα από το ασίγαστο πάθος των νέων καλλιτεχνών, να είστε σίγουρη ότι θα ξεπηδούν πάντα υπέροχα νέα έργα, που θα εκπλήσσουν θετικά, παλιούς και νέους λάτρεις της μουσικής.

 

Ποιο είναι το αγαπημένο σας synthesizer και γιατί;

Τα περισσότερα από τα αναλογικά synthesizers προσφέρονται σήμερα σε ψηφιακή κατασκευή, τόσο σε επαγγελματίες όσο και ερασιτέχνες χρήστες πάμφθηνα. Μαζί με τα ψηφιακά πολυφωνικά κι ένα σωρό άλλα με άπειρες δυνατότητες, τα έχεις στο «πιάτο» σου, ήτοι φορτωμένα στον υπολογιστή σου για να εξαντλήσεις όλη τη φαντασία και το ταλέντο σου. Οι επιλογές σου δεν έχουν τέλος έτσι όπως τρέχει η εξέλιξη αυτού του κομματιού της μουσικής τεχνολογίας αλλά και της μικρής και μεγάλης βιομηχανίας που την παράγει. Άρα, δεν υφίσταται καν λόγος να έχεις μια ιδιαίτερη αγάπη σε ένα synthesizer. Δεν μπαίνει ζήτημα «επίσημης» αγαπημένης!

 

r-13635508-1557988915-7204

Αν πάμε στο κεφάλαιο Greek Fusion Orchestra τι θα βρούμε γραμμένο ως ένα, ας το πούμε, μανιφέστο αυτού του οράματος; Μιλάμε για ένα πολύ ιδιαίτερο σχήμα, μοναδικό για τα εγχώρια δεδομένα, το οποίο επίσης ξανασυστήθηκε στο νεότερο ελληνικό κοινό μέσα από τις ανέκδοτες ηχογραφήσεις που κυκλοφόρησε η Teranga Beat πριν μερικά χρόνια. Πώς ήταν να μιλάς για fusion μουσική στην Ελλάδα του ’70 και να παντρεύεις progressive jazz με ελληνική παράδοση; 

Για να καταφέρεις να στήσεις κάποια πράγματα πρέπει να βρεθείς στον κατάλληλο τόπο, στον κατάλληλο γεωγραφικό χώρο με την έννοια όχι της ανυδρίας, αλλά της γονιμότητας. Με άλλα λόγια, στην περίπτωσή μου, να ζεις κάπου που οι ιδέες υπάρχουν και γίνονται πράξη δημιουργική σε καθημερινή βάση.

Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος, που στα τέλη Αυγούστου του ’67, εγκατέλειψα την Ελλάδα. Έζησα επί μακρόν στο Παρίσι. Ταξίδεψα πολύ. Γνώρισα την παγκόσμια μουσική σκηνή της εποχής καθώς και τα σύγχρονα ρεύματα, και όχι μόνο στον τομέα της μουσικής. Με την επιστροφή μου στην Ελλάδα του 1975, και χάρη στη φιλία μου με τον Μάνο Χατζιδάκι, μου δόθηκε η απίστευτη δυνατότητα (στο ελληνικό ραδιόφωνο), να κάνω πράξη πράγματα που περιστρέφονταν και είχαν σχηματιστεί καιρό εντός μου, για ένα γκρούπ δημιουργικής και ενναλλακτικής μουσικής που θα λειτουργούσε με βάση το τρίπτυχο: παράδοση, αυτοσχεδιασμός και αβάν γκάρντ. Στο κομμάτι αυτοσχεδιασμός, έθετα και τη ζεύξη ανατολή – δύση. Σαφώς δεν θα αρνηθώ ότι πολλές καίριες στιγμές της ζωής μου στάθηκα τυχερός, κι αυτό δεν γίνεται να το ανατρέψω, κούτε όμως και να αποδεχθώ ότι έστηνα παιχνίδια ώστε να ευνοηθώ από την θεά τύχη ή άλλους μηχανισμούς. Στο Παρίσι, λίγο μετά το Μάη του ’68, ο περίφημος Μάξ Ντώϋτς, ο δάσκαλός μου, για τον οποίο έμαθα από μια τυχαία σύμπτωση έμαθα, κι από ένστικτο ζήτησα να τον δω, πέτυχε 5ετή υποτροφία από το Γαλλικό κράτος για μένα, αφότου είδε μερικές σελίδες από το έργο μου «Καταστάσεις» για συμφωνική ορχήστρα.

Έτσι λοιπόν, το ’76 σχηματίζω ένα σεξτέτο στο Β’ πρόγραμμα της ΕΡΤ με την γνωστή εξέλιξη α-πόληξης και μετασχηματισμού του στην Greek Fusion Orchestra στις αρχές του ’80, καθώς και στην ηχογράφηση του «Χωρίς Σύνορα» στην EMI, ύστερα από πρόσκληση του τότε διευθυντή της Γιώργου Πετσίλα. Πάλι κι εδώ έχουμε ένα φαινόμενο σύμπτωσης και τύχης σε αλληλουχία: ο Πετσίλας που ένιωθε γιατί ήταν και ο ίδιος μουσικός και βρίσκονταν στην κατάλληλη θέση αλλά ήξερε κι από Fusion κι είχε ακούσει και εκτιμήσει του συγκρότημα του Β’ Προγράμματος κ.λ.π, κλ.π. Όλα δένουν.

Κι τα χρόνια περνούν, κι εγώ κατοικώ πλέον μόνιμα στη Λευκάδα, στον τόπο που έμαθα μουσική, κι από τη μια χαίρομαι αλλά και θλίβομαι ταυτοχρόνως νιώθοντας μαζί με μερικούς φίλους την αδυναμία μας να ανατρέψουμε! την κατάσταση. Και αισθάνομαι ότι η Λευκάδα που γνώριζα είχε πλέον μπει ανεπιστρεπτί στην τροχιά του άκρατου τουρισμού, κι ότι βάδιζε και βαδίζει καθημερινά προς την καταστροφή της, κι ας λένε ότι θέλουν όλοι αυτοί οι σημερινοί ανερυθρίαστοι ντόπιοι και ξένοι που την εκμεταλλεύονται. Και φτάνει μια μέρα ο Αδαμάντιος Καφετζής ιδρυτής της Teranga Beat προσκεκλημένος μια φίλης και μέσω αυτής γνωριζόμαστε. Να' τη πάλι η σύμπτωση και η τύχη. Ο Αδ. Κ. Ακούει μαγνητοταινίες με ανέκδοτες ηχογραφήσεις της GFO, εκτιμά σε βάθος την μουσική που του αποκαλύπτεται, και ξεκινούν οι γνωστές εκδόσεις που κυκλοφορούν εντός και εκτός Ελλάδας με μεγάλη επιτυχία και θερμά σχόλια από την ντόπια και την διεθνή κριτική, αλλά και φέρνουν ξανά στο προσκήνιο το πρωτοπόρο έργο αυτής της ορχήστρας. Κι αυτά τα λόγια δεν είναι δικά μου!

Ως προς το μανιφέστο του οράματος της Greek Fusion Orchestra στο οποίο αναφέρεστε, θα βρείτε γραμμένο το κείμενο που έγραψα τον Δεκέμβρη του 2017 για την έκδοση του δίσκου GFO Vol. 1:

 

61vv6mlyj-l__ac_sl1200_

ΟΙ ΕΞΑΙΣΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ή το ταξίδι της Μνήμης στον απροσμέτρητο χρόνο

Είμαστε όλοι δεμένοι με την παράδοση και κυρίως με το κομμάτι εκείνο που έχει να κάνει με την δημιουργικότητα. Ο καθένας μας βέβαια με τον δικό του τρόπο, αφού αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν σε σχέση με το σήμερα, μέσα από τον προσωπικό μας ξεχωριστό τρόπο. Με άλλα λόγια, η προσέγγιση που επιχειρούμε σε ζητήματα πρόσληψης, μελέτης, ερμηνείας, ανασύνθεσης κ.ά. της παραδοσιακής κληρονομιάς, περνούν μέσα από τις προσωπικές μας ιδιότητες (περιβάλλον, βιώματα) και τις γνωστικές μας ικανότητες (παιδεία, ταλέντο). Η σχέση μας με την παράδοση είναι σαν την αίσθηση που έχουμε για τον πόνο ή τη χαρά. Κι αυτή, είναι για τον καθένα μας εξ ίσου βαθειά και σημαντική, αλλά και εντελώς ξεχωριστή.

Όσο κι αν νομίζουμε ότι πατάμε σε κοινά μονοπάτια, η αντίληψη και τα αισθήματά μας διαφέρουν. Οι στιγμές που συχνά αποκαλούμε μοναδικές ή ανεπανάληπτες ή ακόμη και ανεκτίμητες, (ως προς την συν-αντίληψη), στην πραγματικότητα είναι από ελάχιστες έως πολύ λίγες. Όταν όμως τυχαίνει να συμβούν, δημιουργούν μεταξύ των ανθρώπων κοινές καταστάσεις που ξεφεύγουν από το μέτριο και το τετριμμένο.

Αυτές λοιπόν οι εξαίσιες στιγμές, όταν αναφερόμαστε στην έκφραση και τις τέχνες του ανθρώπου, φέρνουν μαζί τους ως αποτέλεσμα δημιουργήματα που ξεχωρίζουν. Εννοώ βέβαια, τις στιγμές που σμίγει επιτυχώς το χθές με το σήμερα, ο παρελθών με τον παρόντα χρόνο, και μαζί προαναγγέλουν το αύριο.

Η μακρινή, πίσω στο χρόνο, συνάντησή μου με μια πλειάδα εξαίρετων μουσικών και φίλων, αυτό το αύριο επεδίωξε να στοιχειοθετήσει. Ενώνοντας τις εσώτερες δυνάμεις και το ταλέντο όλων μας σε μια κοινή συναισθηματική και γνωστική βάση. Ο στόχος αποδείχτηκε κοινός και ανελέητα καθαρός, προερχόμενος και μόνο από την αγάπη μας για τη μουσική δημιουργία. Με κοινή συνείδηση, την δόμησης μιας συλλογικής αισθητικής που θα διατύπωνε μιαν ελεύθερη μουσική γλώσσα. Στην πράξη, η GREEK FUSION ORCHESTRA, έθεσε 40 χρόνια πριν το ζήτημα μιας νέας μουσικής μας ύπαρξης. Μιας μουσικής που θα ήταν ελληνική και παγκόσμια.

Κυριάκος Σφέτσας (Λευκάδα, Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017)

 

Πώς «μετακινείστε» μεταξύ των διαφορετικών απαιτήσεων του εκάστοτε έργου, ενός οργανικού έργου ή ενός συνόλου δωματίου, μιας μελοποίησης ενός ποιήματος ή ενός jazz αυτοσχεδιασμού; Περνάτε χρονικές περιόδους που αφιερώνεστε συστηματικά περισσότερο σε κάποιο πεδίο ή πρόκειται για πιο συγκυριακές επιλογές;

Κατ’ αρχάς τίθεται το ζήτημα της επιλογής, με βάση την επιθυμία που μπορεί να ξεπηδήσει εντελώς απρόσμενα μέσα σου και σου αποκαλύπτει ή σου υποδεικνύει συχνά έμμεσα το προτεινόμενο έργο, είδος, στιλ, σύνθεση συνόλου ή ορχήστρας κι ένα σωρό άλλα. Ακόμη και στις καθορισμένες μορφές ενός έργου η δημιουργία του οποίου μπορεί να προέρχεται από αυτή την εσωτερική φωνή ή να είναι π.χ. μια παραγγελία ενός φορέα δεν θέτω ποτέ εξ αρχής ζήτημα ξεκάθαρης επιλογής του τρόπου δουλειάς. Αφήνομαι για αρκετό χρονικό διάστημα, στο όχημα της φαντασίας μου, το οποίοι συχνότατα διεμβολίζεται από απέραντα εικονικά φάσματα συγκεκριμένα ή αφηρημένα ή και τα δύο. Κάποια στιγμή, κι αφού έχω παίξει ίσως και μέρες, αυτοσχεδιάζοντας στο πιάνο, σημειώνω κάποια μουσικά στοιχεία (μελωδίες, σειρά ακόρντων που βρίσκω ενδιαφέρουσα, ρυθμικά σχήματα, μπλοκ ήχων, δομή ή και μέρη του έργου κι ότι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους μου, τα πεδία είναι όλα εκεί), και στη συνέχεια παίρνω τις αποφάσεις μου. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι κάποιες τουλάχιστον, δεν θα αλλάξουν στην πορεία. Θα επαναλάβω, ότι η δημιουργία ενός έργου είναι μια συνεχής περιπέτεια και μόνο ως τέτοια με αφορά. Η μεγάλη χαρά και η ικανοποίηση, μόνο μέσα από την επίπονη αφοσίωση αυτής της περιπέτειας μπορεί να προέλθει.

 

Μετά από όλες αυτές τις δεκαετίες και την τόσο πλούσια καλλιτεχνική ζωή αν έπρεπε να διαλέξετε μία συνεργασία, μία στιγμή ή ένα μόνο έργο σας ως το μεγάλο ορόσημο της πορείας σας ποιο θα ήταν αυτό; Εάν βέβαια είναι εφικτό κάτι τέτοιο.

Θα συμφωνήσω με το τέλος της ερώτησής σας: δεν είναι εφικτό κάτι τέτοιο. Αλλιώς θα πρέπει να στοιχειοθετήσω ένα σύγγραμμα, μια ευρεία μελέτη για συνεργασίες, στιγμές, έργα κ.λ.π. Στην περίπτωση μιας αβασάνιστης απάντησης, υπάρχει ο κίνδυνος οι παραλείψεις να αδικούν πρόσωπα και πράγματα.

Τι μουσική ξεχωρίζετε το τελευταίο χρονικό διάστημα; Ακούσατε κάτι τελευταία που να τράβηξε πραγματικά το ενδιαφέρον ή να σας συγκίνησε;

Τελευταία, άκουσα κάποια αμερικάνικα συγκροτήματα που δημιουργούν, ηχογραφούν και παίζουν σε περιοχές του Σικάγου. Πέρα από την καλή μουσική τους ενδιαφέρουσα είναι και η σχέση τους με τις διάφορες κοινωνικές ακτιβιστικές κοινότητες. Τις πληροφορίες αναζήτησής του τις έλαβα από τον Αδαμάντιο Καφετζή τον οποίο ευχαριστώ.

 

tn7ypt2w

Αυτό το παιδί για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή και όλες οι νεότερες γενιές που θα έχουν την ευκαιρία μέσα από αυτή τη νέα ψηφιακή διανομή της μουσικής σας να τη γνωρίσουν από την αρχή τι προσδοκάτε ή τι θα θέλατε να μπορέσει να βρει στο έργο σας;

Επειδή η υπερβολή στη στάση, όσο και η υπερεκτίμηση κατά στιγμές των δυνατοτήτων τους στους νέους, συμπεριφορές που είναι πλήρως κατανοητές εκ μέρους μου αφού τις έχω βιώσει και ο ίδιος όχι ως ψηφιακό αλλά μάλλον ως «αναλογικό» παιδί, προσδοκώ να υπάρξει κατ’ αρχάς το ενδιαφέρον από τη μεριά του του σημερινού παιδιού, όπως άλλωστε υπήρξε και από τη μεριά μου, της γνωριμίας με αυτό που έχει προηγηθεί. Η γνωριμία με το παρελθόν, με όλα όσα συνέβησαν στον παρελθόντα χρόνο, είναι το μέσον που μας οδηγεί στην έγκυρη και γόνιμη σχέση μας με το παρόν αλλά και το μέλλον. Όποιος το καταλάβει αυτό, θα έχει πετάξει αναμφίβολα προς το χτίσιμο του καινούριου.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured