Ευτυχία Διαμαντή

Εάν κάποιος έχει μια κρυφή αδυναμία για την Jorja Smith και την πολυεπίπεδη φωνή της, τότε σίγουρα θα λατρέψει την ηχητική κατεύθυνση της Irene. Η Irene καταπιάνεται με μια έκφανση της σύγχρονης soul και την περιλούζει με αιθέρια φωνητικά, δίνοντάς της μια γεμάτη και ξεχωριστή ταυτότητα.

Συναντηθήκαμε ένα απόγευμα Τετάρτης στο πολυσύχναστο αθηναϊκό κέντρο, που όμως λόγω ημέρας μοιάζει κάπως πιο ήσυχο, απομονωμένο από τον θόρυβο και την πολυκοσμία του Σαββατοκύριακου. Η Irene έχει μια φωτεινή αύρα, που συμπληρώνει κάπως αντιφατικά τους μελαγχολικούς τόνους των soulful κομματιών του δικού της ντεμπούτου Time2love (Avopolis review) που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, κι ήδη έχει προσθέσει την ιδιαίτερη πινελιά του στον καμβά της εγχώριας μουσικής σκηνής. Της εξομολογούμαι ότι η soul δεν είναι ανάμεσα στα μουσικά είδη που έχω ακούσει πολύ, οπότε το γεγονός αυτό αποτελεί έναν παραπάνω λόγο για τον οποίο θέλω να μάθω την ιστορία της Ιrene -τι μας έφερε εδώ, σε αυτό το τραπέζι.

 Την ρωτώ λοιπόν για το πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή της με τη μουσική γενικότερα. «Υπήρχε πάντα ένα μουσικό background, τελείωσα τη δραματική, είχα μάθει πιάνο από πολύ μικρή κι ήθελα πάρα πολύ να το ψάξω στο εξωτερικό. Εγώ γενικότερα είχα τάσεις φυγής από πολύ μικρή, δεν την ήθελα καθόλου την Ελλάδα, θες επειδή ήθελα να ασχοληθώ με το αγγλόφωνο, θες επειδή δεν υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο connection για μένα με τη μουσική σκηνή εδώ για να πω ότι θα το προσπαθήσω… Ξεκίνησα και το έψαχνα λοιπόν, και βρέθηκα για δύο χρόνια στην Νέα Υόρκη όπου εκεί έκανα κάποια σεμινάρια και μαθήματα πάνω στο μιούζικαλ που περιείχε εν μέρει και το θεατρικό κομμάτι που είχα σπουδάσει ήδη, δούλεψα εκεί και μετά ξαναγύρισα έκατσα στην Αθήνα ένα εξάμηνο και ξαναέφυγα, γιατί δεν την πάλευα. Όλο αυτό που είχα ζήσει εκεί ήταν τελείως διαφορετικό δε μπορούσα να προσαρμοστώ εύκολα ξανά εδώ».

Όση ώρα μου διηγείται πως έπειτα από αυτή τη σύντομη παραμονή της στην Ελλάδα, αναζήτησε την τύχη της στο Λονδίνο, διακρίνω τον έντονο ενθουσιασμό στο πρόσωπό της, αντιλαμβανόμενη ότι οι εμπειρίες και οι μουσικές επιρροές που άντλησε ζώντας εκεί, συνέβαλλαν καθοριστικά και στην εξέλιξη του δικού της ηχοχρώματος. «Ξεκίνησα κι έκανα κάποια recordings σε studios εκεί, αλλά και backing vocals σε κάποιους καλλιτέχνες. Ήθελα κι εγώ σιγά σιγά να βρω μια ταυτότητα για τη δική μου μουσική. Όταν ήρθα σε επαφή με την μαύρη μουσική, εκεί ήταν το turning point. Δουλεύοντας περισσότερο με μαύρους καλλιτέχνες, σου ανοίγεται ένας τελείως διαφορετικός τρόπος έκφρασης. Υπήρχαν άνθρωποι που έρχονταν κι έκαναν recordings, πιο pop ή πιο fun, όμως ο τρόπος που λένε τις λέξεις, η τοποθέτηση της φωνής είναι soulful. Η πρώτη εντύπωση όταν το συνειδητοποίησα αυτό, ήταν ότι αυτό μου ταιριάζει και με εμπνέει να γράψω, να συνθέσω. Κάναμε ένα opening ένα βράδυ σε ένα show του Dwele, εκείνη η στιγμή ήταν καθοριστική για εμένα, είπα από μέσα μου ότι αυτό θέλω να το κάνω κι εγώ».

Το ντεμπούτο της Time2love ουσιαστικά σκιαγραφεί ολόκληρη την παραπάνω πορεία της αλλά και τις επιρροές αυτές που με έναν ιδιαίτερο τρόπο μετουσίωσε σε ένα εγχώριο δισκογραφικό πόνημα, αρκετά διαφορετικό απ’ ότι έχουμε μέχρι τώρα συνηθίσει στην ελληνική μουσική σκηνή. Γυρνώντας λοιπόν, μετά από 4 χρόνια στην Αθήνα, κάτι την τράβηξε κι αποφάσισε να κάνει την αρχή της εδώ. «Είχα ξεκινήσει να κάνω live εδώ, παίζαμε στο Faust εβδομαδιαία. Έπαιζα σε ένα δίωρο πρόγραμμα αυτά που μου άρεσαν και βρίσκονταν κοντά στα ακούσματά μου, αλλά δεν είχα μπει στη διαδικασία του να μπω στο studio να κάνω κάτι δικό μου. Σιγά σιγά, βρήκα τους κατάλληλους ανθρώπους και αποφάσισα ότι είμαι έτοιμη να το κάνω. Ήταν κινητήριος δύναμη για εμένα το να έχω τους σωστούς ανθρώπους δίπλα μου, να αισθανθώ ότι έχω έναν παραγωγό ο οποίος καταλαβαίνει ακριβώς τι επιχειρώ να κάνω. Έτσι συναντήθηκα με το Άρη, τον RSN, ακούγαμε δηλαδή πράγματα και του έλεγα ναι αυτό θέλω και μου απαντούσε ναι, αυτό να κάνουμε. Και φτάσαμε σε αυτό το αποτέλεσμα, ένα mix contemporary RnB και soul, λίγο πιο εναλλακτικό, όχι απόλυτα κοντά στην RnB σκηνή του 2000. Έχουμε πάρει ωστόσο mainstream στοιχεία, αλλά ενυπάρχει αρκετά alternative ήχος μέσα, με περισσότερους αυτοσχεδιασμούς και μεγάλα ανοίγματα».

Κι αναγνωρίζοντας ακόμη και η ίδια πως πρόκειται για κάτι ιδιαίτερο σε συνάρτηση με τους ήχους που έχει συνηθίσει η εγχώρια μουσική γκάμα, την ρωτώ πως της φαίνεται η διαδικασία προώθησης νέου υλικού μέσω των streaming πλατφορμών, που όπως όλοι γνωρίζουμε δεδομένης της τόσο γρήγορης διαδοχής αλλά και της πληθώρας της πληροφορίας που υπάρχει, εάν ένα υλικό είναι πραγματικά αξιόλογο όσες πιθανότητες έχει να αναδειχθεί, αντίστοιχες ίσως έχει και να παραγκωνιστεί μέσα στα χιλιάδες καθημερινά streams των ακροατών. Ωστόσο η Irene, στηρίζει πολύ αυτή την έντονη ανάδυση της τεχνολογίας και θεωρεί ότι προσφέρει σημαντική βοήθεια. «Σκέφτομαι πόσο εύκολο είναι όταν ακούς ένα κομμάτι που σου αρέσει να ανοίξεις το Shazam, και να το αναζητήσεις. Να βρεις στο Spotify στη συνέχεια τον καλλιτέχνη, να δεις το Instagram, να κάνεις streaming, download, βοηθάς και τον καλλιτέχνη οικονομικά με αυτόν τον τρόπο οπότε θεωρώ ότι είναι πολύ υπέρ όλο αυτό που συμβαίνει. Κάποιοι πιο παλιοί στο χώρο της δισκογραφίας και του θεάτρου επειδή το συζητώ με ανθρώπους αυτό, υποστηρίζουν ότι έτσι χάνεται όλη η μαγεία. Παλαιότερα είχες μια εικόνα, και γνώριζες ουσιαστικά τον καλλιτέχνη στη συναυλία του. Υπήρχε αυτή η σκέψη, η προσμονή. Το καταλαβαίνω αυτό σαν συναίσθημα, όμως πιστεύω πως πλέον όλο αυτό έχει αλλάξει. Τώρα πια ο κόσμος δεν πορώνεται τόσο πολύ με έναν καλλιτέχνη, δηλαδή τον θεωρεί απλό άνθρωπο. Μπορεί να είναι δίπλα σου π.χ. να τρώει και να του πεις έλα να βγάλουμε μια φωτογραφία. Είναι η εξέλιξη της εποχής μας νομίζω. Ο κόσμος δε δένεται πλέον τόσο πολύ συναισθηματικά ούτε επενδύει τόσο έντονα στο να χτίσει ένα παραμύθι γύρω από έναν καλλιτέχνη. Έτσι θεωρώ ότι πρέπει να βλέπεις την τέχνη, πλέον υπάρχουν ισορροπίες. Το streaming βοηθάει πάρα πολύ λοιπόν στο να διαδοθεί η δουλειά σου, ωστόσο δεν πρέπει να πέφτουμε στην παγίδα του ξεκινάμε να κάνουμε κάτι για τα likes και να πηγαίνουμε με το ρεύμα. Νομίζω ότι αυτό πρέπει να το προσέξει ένας άνθρωπος που ασχολείται με οποιαδήποτε μορφή τέχνης».

kon_0242

Επιστρέφοντας λίγο στην αρχική γνωριμία με έναν νέο καλλιτέχνη, θέλω να μάθω πως θα περιέγραφε την καλλιτεχνική της ταυτότητα σε έναν νεόφερτο ακροατή. «Για τη μουσική θα πω σίγουρα ότι υπάρχει ένα πολύ αισθαντικό στοιχείο στα περισσότερα κομμάτια μου. Εμπεριέχει και το πιο ευαίσθητο αλλά κι ένα πιο sexy στοιχείο. Επίσης, είναι γκρουβάτο αυτό που κάνω, δηλαδή μουσική που θα έβαζα για να χορέψω σε ένα μαγαζί». Τη μουσική της ως soundtrack σε ταινία, θα μπορούσαμε σίγουρα να τη φανταστούμε στο “The Beach” σύμφωνα με όσα μου αναφέρει «Έχει πολλά κοινά στοιχεία θεωρώ με το ήδη υπάρχον soundtrack της ταινίας και συγκεκριμένα θα φανταζόμουν το Against The Old Times. Στην ταινία έχει ένα απίστευτο κομμάτι που λέγεται “Voices”. Όμως στο σύνολό της η μουσική της ταινίας είχε ένα πολύ ταξιδιάρικο και soulful στοιχείο, σου δημιουργούσε πάρα πολλές εικόνες οπότε θεωρώ αυτό το κομμάτι θα ταίριαζε πολύ εκεί, γιατί είναι κι από τις αγαπημένες μου ταινίες».

Σκεπτόμενη ότι πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη της εγχώρια κυκλοφορία, την ρωτώ γιατί επέλεξε να τη βγάλει σε βινύλιο κι αν το θεωρεί απαραίτητο κομμάτι μιας νεοσύστατης δουλειάς. «Το όλο κόλλημα με το βινύλιο είναι το γεγονός ότι μπορείς και το πιάνεις στα χέρια σου. Εγώ όταν μου ήρθαν τα πρώτα tests τα άπλωσα στο σαλόνι, τα άνοιξα και καθόμουν και τα κοιτούσα, ήταν πάρα πολύ ωραίο συναίσθημα. Όταν το βάλεις να παίξει στο πικάπ, ο ήχος είναι τόσο ζεστός. Νομίζω ότι έχουμε πάρα πολλή ανάγκη να συνδεόμαστε με πράγματα και συνήθειες του παρελθόντος. Βλέπω ότι ο κόσμος το αποζητά αυτό, ειδικά στις μορφές τέχνης και στη μουσική. Και με τη μόδα συμβαίνει όμως αυτό, επανέρχονται διάφορες τάσεις του ’70 ξανά στη σύγχρονη μόδα. Θέλουμε να κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν, νομίζω μας κρατάει αυτό και μας γοητεύει. Το ίδιο πιστεύω συμβαίνει και με τους δίσκους, απλώς βλέπω ότι είναι πιο εξοικειωμένοι στο εξωτερικό απ’ ότι στην Ελλάδα. ‘Ημουν πρόσφατα στην Κοπεγχάγη και θυμάμαι ότι όταν έλεγα σε ανθρώπους που έχουν record stores εκεί, ξέρεις έχω ένα press test από το δικό μου, έλεγαν βινύλιο α ναι, το θέλουμε! Στην Ελλάδα δεν το έχουμε τόσο αυτό, θα πρέπει κάποιος να είναι μουσικόφιλος, να διατηρεί κάποια συλλογή, στο εξωτερικό θεωρώ είναι πιο διαδεδομένο αυτό. Θεωρώ βέβαια ότι εδώ παίζει ρόλο και το οικονομικό. Σε μια χώρα τόσο πιεσμένη οικονομικά όσο η Ελλάδα, θα το σκεφτεί πάρα πολύ κάποιος για να δώσει 15-20 ευρώ να αγοράσει ένα βινύλιο, ενώ μπορεί να το ακούσει στο Spotify δωρεάν».

Καθώς, την παρατηρώ να μιλά για τη σύγχρονη ζωή αλλά και τη διασύνδεση του κάθε ανθρώπου με την έννοια και την υπόσταση της μουσικής, ο νους μου φεύγει γύρω από το θέμα του πόσο πασχίζει ένας νέος καλλιτέχνης ή αντίστοιχα μια μπάντα να βρουν έναν ιδανικό χώρο με τη σωστή ακουστική για να κλείσουν ένα live. Οι σκέψεις μας κάπου εκεί, συναντιούνται. «Δεν υπάρχουν χώροι για live. Υπάρχουν 2-3 stages κι αυτό. Βλέπω πολλούς να παίζουν σε bars και café, αλλά προσωπικά νομίζω ότι δεν αρμόζει σε έναν καλλιτέχνη. Θεωρώ δε δίνει τη βαρύτητα και την προσοχή που πρέπει σε αυτόν που πας να δεις. Αν κέρδιζα το Τζόκερ αύριο, θα έφτιαχνα περισσότερους χώρους. Θα ήθελα όλοι ανεξαρτήτως είδους, να μπορούν να παίξουν σε μια μουσική σκηνή. Επίσης θα άλλαζα και λίγο το πως η τηλεόραση και το ραδιόφωνο διαχειρίζονται την κατάσταση στο χώρο της μουσικής. Νιώθω πως ότι έρχεται από το εξωτερικό, η μάζα το ρουφάει. Το έχουμε αυτό. Θεωρώ ότι μέσω της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου θα μπορούσαν να προβάλλονται περισσότερο νέοι καλλιτέχνες και φρέσκα πρόσωπα. Θα ήταν μια καλή αρχή για να ξεκινήσει κι ο κόσμος να το ψάχνει παραπάνω».

kon_0303-2

Στις μέρες μας, υπάρχουν ωστόσο συγκεκριμένα ζητήματα που η μάζα αξίζει να ενωθεί σαν μια μεγάλη έντονη αντιστασιακή φωνή. Παρατηρούμε μια αυξημένη ευαισθητοποίηση για τη βία έναντι του γυναικείου φύλου, τη δημιουργία ή την αναζωπύρωση σημαντικών ιδεών γύρω από ζητήματα bullying, αστυνομικής βίας, body shaming και γενικότερα κακοποιητικών συμπεριφορών. Θέλω να μάθω πως θα μπορούσε η soul να μιλήσει ιδανικά μέσα από έναν εκπρόσωπό της, σε αυτούς τους ανθρώπους και να ακουστεί; Η Irene μου λέει ότι στο ρόλο αυτού του ανθρώπου φαντάζεται τον Prince. «Ήταν ένας άνθρωπος που πρέσβευε πολύ συγκεκριμένα και σημαντικά πράγματα για την εποχή του. Θα έδινε σίγουρα πολύ σημαντικά μηνύματα και για το φεμινισμό και για το body positivity, αλλά και γενικότερα για τα δικαιώματα των ανθρώπων. Είχε μια πολύ ολοκληρωμένη άποψη γύρω απ’ όλα αυτά τα θέματα. Όλη του η ζωή ήταν ακριβώς ότι έλεγε. Αυτό που έβλεπες σαν εικόνα, με αυτά που δήλωνε στις συνεντεύξεις του ήταν αυτό που ουσιαστικά πρέσβευε. Νομίζω δεν θα υπήρχε πιο κατάλληλος καλλιτέχνης να μιλήσει μέσα από την τέχνη του για όλα αυτά τα ζητήματα».

 

 Το Time 2 Love κυκλοφορεί σε βινύλιο από την Mind The Wax και σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες από την Hidden Track Records.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured